Αθήνα, 30 Ιουνίου 2009
Αγαπητέ κύριε Βαρνάβα,
1. Με τη παρούσα μου θέλω να σας ενημερώσω ότι, σύμφωνα με Απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Πρακτικά της 11ης γενικής Συνεδρίασης της 17 Απριλίου 2000), το δικαίωμα τροφής παρέχεται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις που παρέχεται και στο ιατρικό προσωπικό των Νοσοκομείων, και στο εφημερεύον ιατρικό προσωπικό των Κέντρων Υγείας, το προσωπικό των οποίων είναι προσωπικό των Νοσοκομείων στα οποία ανήκουν.
Οσάκις δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν στα Κέντρα Υγείας, λόγω της φύσεως και της αποστολής τους μαγειρεία για τη παρασκευή φαγητού, ή οσάκις τα Κέντρα Υγείας, λόγω της απόστασής τους από τα Νοσοκομεία, δεν είναι δυνατόν να εφοδιάζονται με τροφή που παρασκευάζεται στα τελευταία για να τροφοδοτούνται οι εφημερεύοντες Ιατροί των Κέντρων Υγείας, είναι επιτρεπτή η σίτιση των παραπάνω Ιατρών με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προμήθεια τροφής από τα τοπικά εστιατόρια και η σχετική δαπάνη είναι νόμιμη.
Συνεπώς, τα σχετικά χρηματικά εντάλματα πληρωμής των Νοσοκομείων πρέπει να θεωρούνται από τους κατά τόπους Επιτρόπους. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, δεν συνάγεται ούτε από τη βούληση του νομοθέτη αλλ' ούτε από το σκοπό της ρύθμισης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ως άνω Απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Επισημαίνω, ότι η Απόφαση αυτή επεκύρωσε την υπ'αριθ.203 Πράξη της 26-10-1999 του Τμήματος Ι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Περαιτέρω, όπως γνωρίζετε, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εξέδωσε πρόσφατα δύο Αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Συντάγματος.
α) Σύμφωνα με την υπ'αριθ.32/2008 Απόφαση, η οποία ήρε την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αντίθετες Αποφάσεις υπ'αριθ.29/2006 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου και υπ'αριθ.2765/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 91 εδ.α' και 90 παρ.3 του Ν.2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες οποιασδήποτε φύσης απολαβές τους ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία (και όχι πενταετία) από τη γέννησή της.
β) Σύμφωνα με την υπ'αριθ.9/2009 Απόφαση, η οποία ήρε την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αντίθετες Αποφάσεις υπ'αριθ.31, 1491, 1560 και 1561/2007 του Αρείου Πάγου και υπ'αριθ.3654/2008 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 48 παρ.3 του Ν.Δ.496/1974 "περί Λογιστικού των Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου", που θεσπίζει διετή παραγραφή (και όχι πενταετή) για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσης ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό που ορίζονται και οφείλονται απ' ευθείας από το νόμο, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος.
Όμως, με Απόφασή του της 25 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, έκρινε ως νόμιμες τις αξιώσεις εργαζομένων στο Δημόσιο κατ' αυτού σε βάθος πενταετίας και όχι διετίας, όπως απεφάσισε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην Απόφαση αυτή, "η τοκοφορία των αξιώσεων αρχίζει από την ημέρα γέννησης του δικαιώματος και όχι από την επίδοση της Αγωγής".
Συνεπώς, η Απόφαση αυτή ανατρέπει πλήρως και ορθά τις ως άνω δύο Αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και παρέχει τη δυνατότητα διεκδίκησης των αξιώσεων σε βάθος πενταετίας και μάλιστα από την ημέρα δημιουργίας του δικαιώματος.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Δρ Μιχαήλ Δ. Μιχαήλ
Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω