Καθημερινή, 12/12/2021
Του Νίκου Μαραντζίδη.Σκεφτόμουν τις προάλλες πως αν ήμουν ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας και μου ασκούσε κριτική η αντιπολίτευση για τις επιδόσεις της χώρας στην πανδημία, μπορεί να απαντούσα: «Τι θέλετε; Αν ήμασταν σαν την Ελλάδα θα είχαμε διπλάσιο αριθμό θανάτων». Βεβαίως, θα πείτε, ποιος Ολλανδός πρωθυπουργός θα καταδεχόταν να συγκρίνει τις δημόσιες πολιτικές της χώρας του με αυτές της χώρας μας; Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Η αλήθεια είναι πως η Ολλανδία με περίπου διπλάσιο πληθυσμό από εμάς έχει σχεδόν τον ίδιο αριθμό θανάτων, γεγονός που την κατατάσσει στα πλέον πετυχημένα υποδείγματα αντιμετώπισης της πανδημίας στην Ευρώπη.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ολλανδία είναι η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Ευρώπης, καθώς τα 17 εκατομμύρια κάτοικοί της ζουν σε μια έκταση όσο περίπου της Πελοποννήσου, και έχει το υψηλότερο στην Ευρώπη ποσοστό ανθρώπων που ζουν σε αστικά κέντρα, που ως γνωστόν χτυπήθηκαν σκληρότερα από την πανδημία. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε το γεγονός πως αποτελεί έναν μεγάλο μεταφορικό κόμβο και ο πολυπολιτισμικός νεανικός της πληθυσμός χαρακτηρίζεται από κουλτούρα ελευθεριότητας που δυσκολεύει την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων τύπου lockdown, είναι απορίας άξιον πώς τα κατάφεραν τόσο καλά.
Τέλος πάντων, το προφανές είναι πως με την πανδημία δεν τα πάμε σπουδαία, όπως και σε άλλα θέματα. Και ενώ πριν από ένα χρόνο λέγαμε πως τα καταφέρνουμε καλύτερα από τις περισσότερες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, δυστυχώς δεν μπορούμε πλέον να ισχυριστούμε το ίδιο.
Πριν από μερικούς μήνες η κυβέρνηση υπερηφανευόταν πως συγκριτικά με την Πορτογαλία είχαμε τον μισό αριθμό θυμάτων. Σήμερα είμαστε στη δυσάρεστη θέση να έχουμε περισσότερους νεκρούς από αυτήν. Τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές ίσως να έχουμε ξεπεράσει και τη Γαλλία σε αριθμό νεκρών ανά εκατομμύριο κατοίκους. Ποια; Τη Γαλλία! Τη χώρα, υπ’ αριθμόν ένα τουριστικό προορισμό παγκοσμίως, που αιφνιδιάστηκε αλύπητα από το πρώτο κύμα της πανδημίας. Σε λίγο καιρό, αν συνεχίσουμε έτσι, θα ξεπεράσουμε και την Ισπανία σε θύματα αναλογικά με τον πληθυσμό.
Δηλαδή πατώσαμε; Οχι ακριβώς, γιατί η κατάστασή μας είναι καλύτερη από τις περισσότερες πρώην ανατολικές χώρες. Η Τσεχία ή η Ουγγαρία, όπως επίσης και κάποιοι Βαλκάνιοι παρουσιάζουν καταθλιπτικούς αριθμούς. Η Ουγγαρία, για παράδειγμα, έχει διπλάσιο αριθμό νεκρών συγκριτικά με εμάς.
Αρα; Αρα το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο, εσείς διαλέγετε. Δεν υπάρχει τίποτε που να επιτρέπει στην κυβέρνηση να θριαμβολογεί, αλλά από την άλλη είναι υπερβολή να οδηγηθούμε σε μια άγονη καταστροφολογία. Η αλήθεια λοιπόν βρίσκεται κάπου στη μέση. Ούτε οι σπουδαιότεροι, ούτε οι χειρότεροι. Είμαστε μετρίως μέτριοι, που έλεγε το παλιό τραγούδι του Πορτοκάλογλου.
Αν κάτι λείπει συχνά από τη χώρα σε τέτοιες στιγμές είναι νηφάλιος αναστοχασμός. Οχι μόνο για την πανδημία, αλλά γενικότερα. Ψύχραιμες κριτικές προσεγγίσεις, όχι υπεραπλουστεύσεις. Ενας τέτοιος δημόσιος διάλογος απουσιάζει.
Τι δεν πήγε καλά λοιπόν; Ηταν μόνο οι σχετικά χαμηλοί ρυθμοί εμβολιασμού που δημιούργησαν πρόβλημα στη χώρα μας; Ομως αν αυτή είναι η απάντηση, γιατί τότε η Γερμανία που έχει περίπου τον ίδιο ρυθμό εμβολιασμού με εμάς έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις; Μήπως το σύστημα υγείας μας πάσχει σοβαρά; Επ’ αυτού, μάλιστα, έχω προσωπική εμπειρία, καθώς έχασα τη μητέρα μου μέσα στην πανδημία και είδα τραγικές εικόνες σε κεντρικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Δεν το έκανα θέμα από μια αίσθηση κατανόησης της ευρύτερης κατάστασης, αλλά δεν δέχομαι να με κοροϊδεύουν κιόλας κατάμουτρα πως το σύστημα υγείας «πετάει».
Ισως όμως υπάρχουν κι άλλα μονιμότερα ζητήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν. Ας πούμε, μήπως η υγεία των Γερμανών είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτήν των Ελλήνων;
Επιπλέον, γιατί η χώρα μας παρουσιάζει τέτοιο χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και οι άνθρωποι δεν πείθονται από κυβερνήσεις και επιστήμονες; Πώς κερδίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών άραγε;
Εχουμε ανάγκη της αλήθειας και της επίγνωσης της κατάστασής μας, ούτε ωραιοποίηση ούτε ισοπέδωση. Το βασικό μας πρόβλημα, το έχω υποστηρίξει αμέτρητες φορές, είναι πως αντιμετωπίζουμε όλα τα θέματα σαν αντικείμενα κομματικής αντιπαράθεσης χωρίς αύριο. Κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις έχουν μονότονα τον ίδιο τύπο προσεγγίσεων στα προβλήματα: πόσες ψήφους χάνω, πόσες ψήφους κερδίζω.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος