H καταναλωτική επανάσταση συνοδεύτηκε από μια σημαντική αλλαγή στην κοινή γνώμη των δυτικών χωρών, με την αρχή να σημειώνεται τη δεκαετία του 1980. Ο κόσμος έγινε πιο διερευνητικός και απαιτητικός ως προς την ποιότητα παροχής υπηρεσιών σε όλους τους τομείς. Η παροχή υπηρεσιών υγείας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Το 1999, το ινστιτούτο ιατρικής στην Ουάσιγκτον υπολόγισε ότι περίπου 44.000 με 98.000 ασθενείς πεθαίνουν από ιατρικά σφάλματα κάθε χρόνο στις ΗΠΑ. Την ίδια περίπου εποχή, η κοινή γνώμη στη Μεγάλη Βρετανία αναστατώθηκε από τη δημοσίευση του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού θανάτων σε παιδιά που υποβλήθηκαν σε πολύπλοκες καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις στο Βασιλικό Νοσοκομείο του Bristol. Τα ποσοστά της διεγχειρητικά θνησιμότητας ήταν πολύ μεγαλύτερα από ό, τι σε άλλα νοσοκομεία, όπου γίνονταν παρόμοιες επεμβάσεις. H έρευνα που επακολούθησε έδειξε ότι η κατάσταση αυτή ήταν γνωστή σε αρκετά μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού για πολύ καιρό. Ο αναισθησιολόγος που πρώτος αποκάλυψε το γεγονός αυτό, λόγω της εχθρότητας των συναδέλφων του, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Η ιδιαιτερότητα της περιπτώσεως του νοσοκομείου του Bristol βρίσκεται στο ότι συνέβη σε γνωστό μεγάλο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Μεγάλης Bρετανίας, στελεχωμένο από γιατρούς που δεν ήταν κακοί με την κλασική έννοια του όρου αυτού. Εγινε φανερό ότι στο νοσοκομείο αυτό υπήρχε ένα συντεχνιακό κλίμα μυστικοπάθειας και μη ανεκτικότητας σε οποιαδήποτε κριτική.
Tο παράδειγμα από το Βασιλικό Νοσοκομείο του Bristol, όπως και άλλα, δικαιολογεί απόλυτα το ενδιαφέρον του Τύπου και την ανησυχία του κοινού για την επάρκεια του συστήματος αξιολόγησης της επιστημονικής κατάρτισης των γιατρών.
Η αρχική αξιολόγηση της επαγγελματικής επάρκειας του ειδικευμένου γιατρού γίνεται με τις εξετάσεις ειδικότητας. Η ιατρική επιστήμη, όμως, συνεχώς ανανεώνεται με καινούργιες γνώσεις και την εφαρμογή νέας τεχνολογίας. Οι γιατροί που εξασκούν το ιατρικό επάγγελμα για πολλά χρόνια πιστεύεται ότι έχουν συσσωρεύσει γνώσεις και εμπειρία, που τους επιτρέπει να παράσχουν μια ποιότητα υπηρεσιών. Παραδόξως, η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώνεται από την ιατρική έρευνα. Μια πρόσφατη ανάλυση 62 εργασιών που αξιολόγησαν τη γνώση και την ποιότητα της ιατρικής περίθαλψης σε σχέση με το έτος αποφοίτησης από την ιατρική σχολή, έδειξε ότι σε περισσότερες από τις μισές εργασίες παρατηρήθηκε με την πάροδο του χρόνου μια έκπτωση της αποτελεσματικότητας του γιατρού για όλους τους δείκτες που μετρήθηκαν. Σε αντίθεση, μόνο μία εργασία έδειξε βελτίωση στην αποτελεσματικότητα του γιατρού για όλους τους δείκτες. Φαίνεται ότι με την πάροδο των ετών μειώνεται το ενδιαφέρον του ιατρού να υιοθετήσει νέες τεχνικές και θεραπείες.
Για τους ανωτέρω λόγους, η επαναξιολόγηση των γιατρών, που στοχεύει να πιστοποιήσει ότι η επιδεξιότητα και οι γνώσεις του γιατρού βρίσκονται σε ένα αποδεκτό επίπεδο, προσελκύει αυξανόμενο ενδιαφέρον στην Ευρώπη. Η επαναξιολόγηση στην πιο απλή της μορφή γίνεται μέσω υποχρεωτικής συνεχιζόμενης ιατρικής εκπαίδευσης και ένα τέτοιο σύστημα ισχύει στην Αυστρία, όπου οι γιατροί υποχρεούνται να συλλέξουν 150 μόρια από την παρακολούθηση συνεδρίων ανά τριετία. Το σύστημα αυτό όμως έχει το μειονέκτημα ότι δεν μπορεί να διερευνήσει τι έμαθε ο γιατρός από την παρακολούθηση των συνεδρίων και πώς εφάρμοσε τη νέα γνώση στο κλινικό του έργο.
Στην Ολλανδία, πέρα από τη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση, κάθε γιατρός δέχεται ανά πενταετία επίσκεψη τριμελούς ιατρικής επιτροπής. Η επιτροπή διερευνά σε βάθος το σύνολο του κλινικού έργου, την εφαρμογή τεκμηριωμένης ιατρικής και αναφορές άλλων συναδέλφων και ασθενών. Στις ΗΠΑ, από το 1990 το δίπλωμα ειδικότητας ανανεώνεται μετά από επιτυχείς εξετάσεις κάθε δεκαετία. Στη Ελλάδα δεν υπάρχει μεταπτυχιακό σύστημα επαναξιολόγησης όλων των γιατρών. Η Πολιτεία έχει υποχρέωση να διασφαλίσει στους πολίτες πως οι ειδικευμένοι γιατροί που ενδεχομένως επισκέπτονται είναι ενημερωμένοι για τις τελευταίες εξελίξεις στην ειδικότητά τους, έχουν καλά αποτελέσματα στις θεραπείες που εφαρμόζουν και παράσχουν γενικά ένα υψηλό επίπεδο υπηρεσιών. Η θεσμοθέτηση της επαναξιολόγησης στη χώρα μας θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Η επιτυχία της επαναξιολόγησης είναι δυνατή μόνον αν υπάρξει συναίνεση μεταξύ των ενδιαφερομένων και κερδηθεί η μάχη των ιδεών. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει τα ηγετικά στελέχη της ιατρικής στη χώρα μας να είναι διατεθειμένα πρώτα να δώσουν στοιχεία καλής πρακτικής. Η μάχη των ιδεών περνάει και από τις ιατρικές σχολές και από τους ειδικευόμενους γιατρούς, που πρέπει από τώρα να ενημερωθούν για τις αλλαγές στον έλεγχο επάρκειας των γιατρών στο εξωτερικό και να πειστούν για τα οφέλη για τους ασθενείς και το ιατρικό επάγγελμα.
* Ο κ. Γεώργιος Γερουλάκος (FRCS, FRCSE, DIC, PHD) είναι πρόεδρος της Βασιλικής Αγγειολογικής Ιατρικής Εταιρείας της Αγγλίας (Royal Society of Medicine, London), διευθυντής της αγγειοχειρουργικής του νοσοκομείου Εaling και Charing Cross τoυ Λονδίνου.Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος