Βαβυλωνία, Δημητρίου Βυζάντιου Πράξη Β΄Σκηνή Δ΄
ΣΚΗΝΗ Δ'
(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Λογιώτατον)
Αστυνόμος, Λογιώτατος, Γραμματεύς της Αστυνομίας, στρατιώται
ΑΣΤ.(Προς τους στρατιώτας) Φέρτε μου, μουρέ, εκειόνε με την σκούφια... (τον φέρνουν προς τον Λογιώτατον) Πινομή σου;
ΛΟΓ.Επώνυμον μεν φέρω Κωνωπίδης, κέκλημαι δε Κλειτομένης.
ΑΣΤ.Όρσε ονόματα...· και πού να θυμάται κανείς, καλότυχε, τέτγοια ονόματα που βγάλανε τώρα... (Προςτον Λογιώτατο) Και πούθε είσαι γιαμά;
ΛΟΓ.Κώος.
ΑΣΤ.Και πού στο διάβολο είν' αυτό το Κώος;
ΛΟΓ.Το τουρκιστί Στάνκιοϊ λεγόμενον.
ΑΣΤ.Και πες δα π' ούσ' απέ την Κω, ξαφνικό να σ' ούρθη...· και τι τέχνη κάμεις;
ΛΟΓ.Τέχνην μεν ουδαμώς· επιστήμων δε μάλα.
ΑΣΤ.Ας είν' κι επιστήμη· μπα κι είσαι γιατρός;
ΛΟΓ.Ούμενουν, αλλά ρήτωρ, Λογικός, Γραμματικός, Μαθηματικός, και τα λοιπά και τα λοιπά...
ΑΣΤ.Μαρ' μπα κι είσαι Λογιώτατος;
ΛΟΓ.Ναι μην....· και εκ των ως επί το πολύ λεγομένων ενδοξοτέρων λογίων.
ΑΣΤ.Μουρέ γεια σου Λογιώτατε!!! Και πες μου δα γιαμά, εσύ που ξέρεις τσι ελληνικούρες, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;
ΛΟΓ.Ουχ εκών μεν, είπω δε...Ετύγχαναν τήμερον πεινών την εσχάτην πείναν και δη έδοξέ μοι πορευθήναι εν τω εδωδιμολεσχοοικητηρίω και κορεσθήναι... Απελθών ουν, εύρον και συνδαιτυμόνας πλείστους αυτόθι συνευωχουμένους...· και δη τοίνυν έδοξεν αυτοίς, την εφημερίδα αναγνούσιν, ευθυμητέον είναι την της Ελλάδος παλιγγενεσΐαν... Τοιγαρούν εσθιόντων, πινόντων, αδόντων, υμνούντων και ορχουμενο-ευφραινομένων...
ΓΡΑΜ.Επύκνωσες, Λογιώτατε, την ατμοσφαίραν από γενικάς απολύτους.
ΛΟΓ.Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην.
ΓΡΑΜ.Να δα κι ένας δυϊκός αριθμός!!!
ΑΣΤ.Να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ' στσι ελληνικούρες σου, παλιολογιώτατε... ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι μου λες, μα την πίστι μου... (προς τον Γραμματέα) Γράφε τα εσύ, μουρέ, καλά ετούτα ούλα που λέγει, κακόρικε, ( ; ) γιατί θα τα στείλουμε στην Ακαντέμια τση Μπάντοβας να μας τα ξηγήσουνε οι προφεσσόροι, μα τσ' άγιους Πάντες... (προς τον Λογιώτατον) Και λέγε δα, λέγε, συφορά στην καλλαμάρα σου.
ΛΟΓ.Και δη ο μεν Κρης τους οίας, κουράδια καλών, ο δ' Αλβανός τούμπαλιν το σκωρ ενενόει, αναστάς ο Αλβανός κάκτανε τον Κρήτα.
ΓΡΑΜ.Εσολοίκισες.
ΛΟΓ.(Προς τον Γραμματέα) Τι δη καινόν ή ξένον είγε σεσολοίκηκα; και γαρ και Δημοσθένης, άλλοι τε πολλοί ξυγγραφείς εστίν ότε τω σολοικισμώ χρώνται ευφραδείας χάριν.
ΑΣΤ.(Προς τον Γραμματέα) Κι άφ' τόνε το χριστιανό να πη γιαμά την εζάμινά του... Λέγε συφορέλλια σου, λέγε.
ΛΟΓ.Και δη, σου μεν εξετάζοντος μαθείν την αλήθειαν, εγώ σοι ταύτα πάντα αληθώς φράζω, ίνα ποίησης ο βούλεσαι.
ΓΡΑΜ.Εβαρβάρισες.
ΑΣΤ.Και δεν κατάλαβες αν ήτανε κάζο πενσάτο;
ΛΟΓ.Ουκ οίδα την των Ιταλών διάλεκτον... · τούτο δη μόνον γινώσκω, ότι η λέξις κουράδια παράγεται εκ του κείρω, καρώ, κέκαρκα, κέκαρμαι ο μέσος παρακείμενος· γίνεται καρμάδιον, και τροπή του α εις ε ψιλόν, γίνεται κερμάδιον προσθέσει δε του ιώτα, κειρμάδιαν, και αφαιρέσει του μ, κειράδιον, τροπή δε του ε εις ο και του ι εις υ ψιλόν, γίνεται κουράδιον, δι' ου οι Κρήτες καλούσι τα πρόβατα, ή τας αγέλας, εκ του κείρεσθαι αυτά παραγομένης της λέξεως... Και δη έγνως νυνί;
ΑΣΤ.Μουρ' εγώ δε σ' αρωτώ τη Γραμμάτικα, και με λες τσι αόριστους, τσι περσυντέλικους, και ούλα τα τέμπα...· ω συφορά μου! σ' αρωτώ να με πης, αν ήτανε κάζο πενσάτο ο λαβωμός του Κρητικού...· ορίστε τώρα· τι να βγάλω απέ τούτην την εζάμινα; μηδέ το έψιλό σου κατάλαβα, μηδέ το ύψιλό σου. (προς τον χορόν) Αυτός μάτια μου, είν' απ' εκειούς τσι λογιωτάτους που ξηγούνε τσι μηναίοι και τσι ψαρμοί του Δαβί, κι οπού ξέρουνε ποτές είναι τση άγιας Άγκατας, και τ' άι Κούκου, και δεν γλέπεις άλλο σε δ' αύτους, μόνε μια καλλαμάρα σαν πιθάρι, και μια πένα σαν ντούμπανο. Και τ' είν' αυτός; Λογιώτατος...· ω ντζόγια μου!!! γιατί ξέρει γιαμά να ξηγάη τσι συναξαριστάδες...· ναι, ναι, στη μπίστι μου δε σας μπαρτζολετάρω. (προς τον Λογιώτατον) Και πες μου δα, που να κάτσουν ούλοι οι διαόλλοι στη σκούφγια σου...· ήτανε κάζο πενσάτο; (ευθύς προς τον Γραμματέα) Ξηγά το συ, μουρέ διάολλε, ρωμαίκα ( ; ) να το καταλάβη...
ΓΡΑΜ.Εκ προμελέτης.
ΑΣΤ.Κι άμα για να ξέρη κανείς ετούτες ούλες τσι λέξες, πρέπει να έχη εκειό το μεγάλο βοκαβολλάριο τση Κρούσκας, οπού είναι σα μια κασσέλλα, και να προβατή μέσ' τσι πιάτσες τση Ελλάδας, ν' άχη κι ένα βαστάζο κοντά, για να ξηγάη ούλα ετούτα τα τέρμινα... (προς τον Λογιώτατον) Εκατάλαβες τώρα, μουρέ διαόλλου σκολλάρο, τι θα πη κάζο πενσάτο;
ΛΟΓ.Νυν έγνων εξεικασάμενος εκ της λέξεως το πράγμα...· και δη σε πληροφορώ ότι ουκ ην εκ προμελέτης το δράμα, αιφνίδιον δε μάλλον, και πείσθητι τοις εμοίς λόγοις.
ΑΣΤ.Α ρέστο και συ, μπιρμπάντε, που μας εσεκάρισες με τσι μετοχές σου, και με τα απαρέμφατά σου... (προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε μουρέ, κι αυτόνε α ρέστο.
ΣΤΡ.(τον παίρνουν.)