Καθημερινή, 20/12/2024
Γιάννης Ελαφρός«Ανισότητα» των θανάτων στην ΑθήναΤι δείχνει για τα αίτια η νέα έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών
Ένα βαθύ κοινωνικό ρήγμα στη ζωή και στον θάνατο αποκαλύπτεται στην Αθήνα, σύμφωνα με μελέτη για τη θνησιμότητα στις περιφερειακές ενότητες της πρωτεύουσας.
Οι περιοχές της δυτικής Αθήνας, του κέντρου και του Πειραιά, που συγκεντρώνουν μεγάλα τμήματα των εργαζομένων και των φτωχότερων στρωμάτων, έχουν σαφώς πιο αυξημένους δείκτες θνησιμότητας σε σχέση με τον Βόρειο και Νότιο Τομέα, που κατοικούνται σε αυξημένα ποσοστά από πλουσιότερα και ανώτερα μεσαία στρώματα. Ταυτόχρονα, αποτυπώνεται πώς η τομή της οικονομικής κρίσης και στη συνέχεια η πανδημία οδήγησαν σε αύξηση της θνησιμότητας στην Ελλάδα, ανακόπτοντας μια μακρά περίοδο μείωσης του δείκτη, που αποτύπωνε βελτίωση των συνθηκών ζωής.Η μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) αποκαλύπτει ότι ειδικά την περίοδο της πανδημίας το 2021, όταν εκφράστηκαν συνδυασμένα και οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες αλλά και η μετατροπή του ΕΣΥ σε «μονοθεματικό» σύστημα για την COVID-19, ο Πειραιάς, ο Κεντρικός και ο Δυτικός Τομέας της Αθήνας είχαν από 30%-35% αυξημένη θνησιμότητα σε σχέση με τον Βόρειο Τομέα. Μάλιστα η μελέτη του ΙΔΕΜ (από τον μεταδιδακτορικό ερευνητή Χαράλαμπο Δάντη) στηρίζεται στην επεξεργασία των στοιχείων με συνυπολογισμό και της ηλικιακής κατανομής σε κάθε τομέα (στις δυτικές συνοικίες, για παράδειγμα, υπάρχουν περισσότεροι στις νεότερες ηλικίες), κάτι που αποτυπώνεται στον προτυποποιημένο δείκτη θνησιμότητας. Με βάση αυτόν τον δείκτη, το 2021 στον Πειραιά αντιστοιχούσαν 14,9 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους, στον Κεντρικό Τομέα 14,1, στον Δυτικό 13,9, στον Νότιο 11,8 και στον Βόρειο 10,9 ανά 1.000 κατοίκους.
Η κρίση του 2010
«Το πρώτο δεδομένο είναι πως η θνησιμότητα ανεβαίνει με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης από το 2010, ενώ μέχρι τότε είχαμε για δεκαετίες μεγάλη μείωσή της. Το δεύτερο είναι ότι αποτυπώνονται διαφορετικά επίπεδα θνησιμότητας στις διάφορες περιοχές της Αθήνας, με αυτές που κατοικούνται από φτωχότερα στρώματα να έχουν υψηλότερους δείκτες απωλειών. Ενα τρίτο στοιχείο είναι ότι την περίοδο της πανδημίας η τάση αυτή πολώνεται ακόμα περισσότερο, με την ψαλίδα να ανοίγει. Μια υπόθεση εργασίας για την αιτία, που στηρίζεται από μελέτες του ΟΟΣΑ και άλλων, είναι ότι η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιωτικών δαπανών υγείας. Η συρρίκνωση των μισθών και η έκρηξη των αναγκών για ιδιωτική συμμετοχή στην περίθαλψη οδήγησαν σε υποβάθμισή της για τα φτωχότερα στρώματα», λέει στην «Κ» ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών.
«Τα δεδομένα της θνησιμότητας επιβεβαιώνουν τον “κοινωνικό διαχωρισμό” της Αττικής, και ως προς τη θνησιμότητα. […] Πρόσφατες δε δημοσιεύσεις, που αναφέρονται στην περίοδο της πανδημίας, αφήνουν να διαφανεί ότι η COVID-19 ανέδειξε τις ανισότητες και στον χώρο της υγείας, πλήττοντας κυρίως τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους», υπογραμμίζει η μελέτη του ΙΔΕΜ. «Τα ευρήματα πρόσφατων μελετών δείχνουν ότι στις περιοχές με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα, χαμηλότερα ποσοστά αλλοδαπών και υψηλότερη κάλυψη γης σε πράσινο, η ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία είναι καλύτερη απ’ αυτήν στις περιοχές με τα αντίθετα χαρακτηριστικά», επισημαίνεται.
«Τα στοιχεία της μελέτης είναι ξεκάθαρα. Πολύ σημαντική είναι η αναστροφή της πτωτικής τάσης της θνησιμότητας την περίοδο της κρίσης. Η αποδιάρθρωση του συστήματος υγείας, που είχε ξεκινήσει νωρίτερα αλλά εντάθηκε την περίοδο της COVID-19, έφερε μια ένταση των συνεπειών των άλλων ασθενειών, καθώς παραμελήθηκε η θεραπεία, αλλά και η πρόληψη, όλων όσοι δεν μπορούσαν να κατευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα αναμένεται παραπέρα επιβάρυνση σε αυτούς τους τομείς», τονίζει στην «Κ» ο Αλέξης Μπένος, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής ΑΠΘ και διευθυντής του Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία. «Είναι γνωστό πως η κοινωνική ανισότητα και ταξική διαστρωμάτωση εκφράζεται και με ανισότητα στην ποιότητα ζωής και στην υγεία.
Οι χειρότερες συνθήκες κατοικίας, διατροφής, περιβάλλοντος και κυρίως εργασίας, όσον αφορά τα ωράρια, την ένταση και τον ελαστικό χαρακτήρα, τους ανθυγιεινούς χώρους, επιβαρύνουν σημαντικά την εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα. Ταυτόχρονα, όταν χρειάζονται φροντίδα δεν μπορούν να πληρώσουν για υπηρεσίες υγείας», συμπληρώνει ο κ. Μπένος.Διπλή πίεση
Ειδικά
την περίοδο της πανδημίας τα πιο φτωχά εργαζόμενα στρώματα βρέθηκαν σε διπλή πίεση. «Ενώ τα μεσοστρώματα μπορούσαν να εφαρμόσουν τηλεργασία και να προστατευτούν, μεγάλα τμήματα των εργαζομένων ήταν υποχρεωμένα να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, συχνά σε συνθήκες συνωστισμού, και μετά να εργαστούν σε χώρους με αρκετό ή πολύ κόσμο. Την ίδια ώρα, η πρόσβαση στον δημόσιο τομέα υγείας, που υποβαθμίζεται διαρκώς, ήταν όλο και πιο δύσκολη», θέτει μια επιπλέον παράμετρο ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Συμβάλλουν στην αυξημένη θνησιμότητα, σε συνδυασμό με τους κοινωνικοοικονομικούς λόγους, και τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα; Είναι γνωστό ότι
στα βόρεια και στα νότια προάστια υπάρχουν πιο αυξημένα ποσοστά αστικού πρασίνου και πάρκων. «Αν και σίγουρα απαιτούνται περισσότερες μελέτες και δη επιδημιολογικές, από τα δεδομένα του δικτύου παρακολούθησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ΠΑΝΑΚΕΙΑ,
ο Πειραιάς και το κέντρο της Αθήνας είναι συνυφασμένα με τα υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης και δη ατμοσφαιρικών σωματιδίων λόγω του λιμανιού και της αυξημένης κίνησης αντίστοιχα. Αντίθετα τα χαμηλότερα επίπεδα ρύπανσης παρατηρούνται στον Νότιο Τομέα», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής ερευνών στο Αστεροσκοπείο και συντονιστής του πανελλαδικού έργου ΠΑΝΑΚΕΙΑ για την ατμοσφαιρική σύσταση και την κλιματική αλλαγή.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος