Καθημερινή, 21/05/2023
Της Γιωτας ΣυκκαΗταν λίγο πριν από τη Μεταπολίτευση όταν έσμιξε η παρέα που έπαιζε προπολεμικά ρεμπέτικα. Ο φοιτητής της Νομικής τότε Μανώλης Δημητριανάκης και ο δημοσιογράφος Γιώργος Κοντογιάννης που έπαιζαν μπουζούκι και κιθάρα, ακολούθησε ο Δημήτρης Κοντογιάννης στο τραγούδι και ο Ανδρέας Τσεκούρας στο ακορντεόν, φοιτητής τότε στην Καλών Τεχνών.
Νέοι όλοι σε μια εποχή πολιτικά εκρηκτική. Ο Θεοδωράκης, αν και απαγορευμένος, ακούγεται στις πλακιώτικες μπουάτ, ενώ στις παραλιακές λαμπερές πίστες κυριαρχεί η νεοπλουτίστικη εκδοχή του λαϊκού. Ομως ο Τάσος Φαληρέας ξεχωρίζει την ερασιτεχνική ρεμπέτικη ομάδα. Ετσι προέκυψε ο δίσκος «Τα μπλε παράθυρα». Χάρη στη Ρεμπέτικη Κομπανία ξύπνησε στη Μεταπολίτευση το ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο στον φοιτητόκοσμο. Το συγκρότημα αντιμετώπιζε το ρεμπέτικο με ιδεολογική αυστηρότητα. Επαιζε κυρίως άγνωστα κομμάτια με τον τρόπο των παλιών, αλλά απέκτησε πιστό ακροατήριο μέσα στον κορεσμό του κοινού από το πολιτικό τραγούδι. Ακολούθησαν η Αθηναϊκή, η Οπισθοδρομική Κομπανία, τα Παιδιά απ’ την Πάτρα κ.ά.
Αφορμή να τους θυμηθούμε έδωσε ο συγγραφέας και στιχουργός Κώστας Μπαλαχούτης με την υπό έκδοση βιογραφία
«Δημήτρης Κοντογιάννης: 50 χρόνια λαϊκό τραγούδι (Δημοτικό, ρεμπέτικο, σύγχρονο)» (εκδ. Χαμάμ). Στις 225 σελίδες ξετυλίγεται η διαδρομή του λαϊκού ερμηνευτή από τη Ρεμπέτικη Κομπανία, αλλά και τις συνεργασίες με τους Τσιτσάνη, Σαββόπουλο, Μαμαγκάκη, Νικολόπουλο, Λοΐζο, Ρασούλη, Ξυδάκη, Σούκα κ.ά. στα χρόνια που ακολούθησαν.
Για την πηγαία λαϊκότητα της φωνής και της παρουσίας του, αλλά και για το ήθος του, γράφει στον πρόλογο ο Σταύρος Ξαρχάκος, υπογραμμίζοντας ότι ο Δ. Κοντογιάννης είναι «γνήσιος καλλιτέχνης που διασκέδασε με μεράκι και κέφι γενιές Ελλήνων με λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια». Ο Χρήστος Νικολόπουλος τον ξεχωρίζει σημειώνοντας ότι είναι «ικανός ερμηνευτής, από τους καλύτερούς μας, και καλός μουσικός».
Ο λήσταρχος παππούς
Γεννημένος στη Δαύλεια Βοιωτίας, με παππού τον λήσταρχο Γιώργο Κοντογιάννη, ο τραγουδιστής μεγάλωσε με πάθος για το δημοτικό τραγούδι. Στο εργαστήρι του πατέρα του αγάπησε την τέχνη του ξυλουργού κι αργότερα άρχισε να κατασκευάζει και μουσικά όργανα. Στα πανηγύρια παρατηρούσε τους μουσικούς με τις ώρες και στο χωριό όλοι διακρίνουν ότι έχει καλή φωνή. Ενας θείος του, όταν έγινε 10 χρόνων, τον πήγε στα «Νέα ταλέντα» του Οικονομίδη.
Στα 16 του πήγε στη Φιλαρμονική της Λιβαδειάς να μάθει μουσική και αργότερα, στην Αθήνα πια, γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών. Παίζει κιθάρα στις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη στην Πλάκα, ανοίγουν με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου την «Ξαστεριά», συνδέεται με τη Ρεμπέτικη Κομπανία. Δουλεύει με τον Τσιτσάνη, πρωτοστατεί για την ηχογράφηση της «Εκδίκησης της γυφτιάς» και ακολουθεί τον Δ. Σαββόπουλο στη «Ρεζέρβα». Συμμετέχει στα «Τραγούδια της Χαρούλας» του Λοΐζου, συνεργάζεται με τους Μαμαγκάκη, Νικολόπουλο σε στίχους Ρασούλη κ.ά.
Στην Αθήνα χωνόταν με την κιθάρα του στις παρέες του αδελφού του. «Μετά πηγαίναμε και παίζαμε σε ταβέρνες.
Πληρώναμε για να παίζουμε… Δηλαδή το πιοτό, το φαγητό μας. Κι ας κουβαλούσαμε κοντά μας τους φίλους μας, τριάντα και βάλε άτομα, για να μας ακούσουν».Οι προσωπικές ιστορίες του Δ. Κοντογιάννη αυτά τα 50 χρόνια στο λαϊκό τραγούδι εμπλουτίζονται με τις επισημάνσεις του συγγραφέα Κ. Μπαλαχούτη για όσα συνέβαιναν την ίδια εποχή στον χώρο του ελληνικού πενταγράμμου.
«Λιτός, ανοιχτόκαρδος, ευγενής. Δεν μιλούσε εύκολα για άλλους. Μόνο για τα δικά του», λέει ο Δ. Κοντογιάννης για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αιφνιδιάστηκε όταν είδε πρόβα του Τσιτσάνη στο «Χάραμα». «Οι μουσικοί καθόντουσαν μαζί σε ένα τραπέζι, άκουγαν με προσήλωση από ένα κασετόφωνο μια παλιά ηχογράφηση κι έπειτα έλεγαν: “Πάμε να το παίξουμε!”. Εμείς στην Κομπανία παιδευόμασταν πολύ για να περάσουμε ένα καινούριο του Μάρκου ή του Παπαϊωάννου».
Προσηλωμένος στον παλιό ήχο, ξαφνιάστηκε επίσης που στο «Θεμέλιο» στην Πλάκα ο Τσιτσάνης θα χρησιμοποιούσε πλέον αρμόνιο, ηλεκτρικό μπάσο, ντραμς. «Ωστόσο η μαγεία παρέμενε η ίδια. Μετά τα δύο πρώτα τραγούδια, δημιουργείτο ατμόσφαιρα μυσταγωγίας». Σαμάνο τον περιγράφει. «Σχεδόν ακίνητος και λιγομίλητος, δίχως πρόζες. Με μια ματιά ήξερε τι θέλει ν’ ακούσει ο κόσμος».
Συναντήσεις και απρόοπτα
Με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Νίκο Ξυδάκη έκανε παρέα ο Δ. Κοντογιάννης και με τον αδελφό του «τους παροτρύναμε να κάνουν λαϊκό τραγούδι». Ο Ξυδάκης, Αιγυπτιώτης, εργαζόταν ως συντηρητής εικόνων κι έπαιζε πιάνο. Ο Ρασούλης ήταν το καινούργιο πνεύμα. «Ξέραμε ότι ο στίχος του εισάγει στο λαϊκό καινούριες λέξεις και νοήματα. Το ανανέωνε, το εμπλούτιζε».
Την «Εκδίκηση της γυφτιάς», υποστηρίζει, «τη δημιουργήσαμε για μας, για να αποτυπώσουμε τη δική μας αντίληψη για το νέο τραγούδι». Το υλικό ο Ρασούλης το πήγε στον Σαββόπουλο που λειτουργούσε και σαν παραγωγός. Αντιλαμβάνεται την ανατρεπτικότητα του έργου, «γι’ αυτό μας αναλαμβάνει και μας λέει πως θα πει κι ο ίδιος ένα τραγούδι στο δίσκο». Δεν παρεμβαίνει στη μελωδία, κάνει όμως προτάσεις για τους ρυθμούς, τ’ ακόρντα κ.ά. Και στον στίχο είχε διακριτικές συμβολές. Εκανε μικροαλλαγές στο «Τρελή κι αδέσποτη». Προτείνει να ηχογραφήσουν στο στούντιο του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη. «Μέχρι τότε δεν τον γνώριζε κανένας τους».
Εμενε σε ένα κτήμα στη Θέρμη, έξω απ’ την πόλη, με άλογα ιπποδρόμου, το οποίο και διηύθυνε ο Παπάζογλου. «Πρώτη φορά τον συναντώ. Το στούντιό του, το “Αγροτικόν”, ήταν μέσα στη Θεσσαλονίκη, ένα υπόγειο. Σαν τραγουδιστής ήταν εκφραστικός. Επίσης ήταν πολύ καλός περφόρμερ στις ζωντανές εμφανίσεις. Τελικά ο Παπάζογλου –απρόσμενα για μένα– είπε τα περισσότερα τραγούδια κι εγώ μόνο δύο, το ένα μαζί του. Κάπου όμως πειράχτηκα», λέει ο Δ. Κοντογιάννης.
Μετά την «Εκδίκηση» έρχονται τα «Δήθεν» το 1979 και, παράλληλα, το δεύτερο άλμπουμ της Ρεμπέτικης Κομπανίας, «Πώς θα περάσει η βραδιά». Παίζουν πια και σε Γερμανία, Αγγλία, ΗΠΑ, Καναδά, Ολλανδία κ.α. Η κομπανία δεν φλερτάρει με τον ηλεκτρικό ήχο, δεν παίζει ως σχήμα σε μαγαζιά, μόνο σε συναυλίες. Αλλά υπάρχουν και απρόοπτα. Εκπρόσωποι ενός συλλόγου στη Μαλεσίνα τούς ζητούν να εμφανιστούν στην εκδήλωσή τους. Η παρέα εξηγεί ότι παίζουν μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά μέχρι το ’50 και ότι οι συναυλίες τους διαρκούν δυόμισι ώρες. Οταν μετά τρεις ώρες ανακοίνωσαν ότι θα φύγουν, ένας από το κοινό «βγάζει στιλέτο και το πιέζει στο λαιμό του Μ. Δημητριανάκη. “Παίξτε” μας λέει… Παίξαμε αναγκαστικά μέχρι το ξημέρωμα. Ο Μανώλης έπαιζε και τραγουδούσε για τουλάχιστον μία ώρα με το μαχαίρι σταθερά στο λαιμό του…».
Οι ζαριές της Μπέλλου και ο Μπίνης με τους αγώνες… μυρμηγκιών
Για τη Χαρούλα Αλεξίου ο Δημήτρης Κοντογιάννης μόνο καλά λόγια έχει να πει. «Θεϊκή τραγουδίστρια. Υπέροχο άτομο, έξω καρδιά. Είχε μια μοναδική ευκολία να τραγουδήσει όλα τα είδη». Ο Μ. Ρασούλης πίστευε ότι «η Αλεξίου πρέπει να μεγαλουργεί τραγουδώντας λαϊκά».
«Βαθιά καταρτισμένο μελωδό» χαρακτηρίζει τον Νίκο Μαμαγκάκη. Στον Χρήστο Νικολόπουλο θαύμαζε την εργατικότητά του αλλά και «τη μεγάλη άνεση στο γράψιμο». «Ειδική περίπτωση, πολύ έντονη» χαρακτηρίζει τον Ακη Πάνου. «Πήγαινα και στο σπίτι του στα Πατήσια, όπου στο υπόγειο είχε οργανοποιείο και παρατηρούσα τη μαστοριά του». «Εξωστρεφή, χιουμορίστα, έξω καρδιά» χαρακτηρίζει τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Αντίθετα, ο Καζαντζίδης μιλούσε ελάχιστα. «Οταν ερχόταν στην Πλάκα να δει τον Χάρρυ Κλυνν, έμπαινε στο μαγαζί από διαφορετική πόρτα και έβλεπε όλη την παράσταση από το κουβούκλιο του ηχολήπτη. Εφευγε λίγο πριν τελειώσει το πρόγραμμα, για να μην τον δουν».
Πολλές και οι ιστορίες με τη Σωτηρία Μπέλλου. «Η Σωτηρία στα καμαρίνια μάς “στόλιζε” όλους κανονικότατα». Ο Τάκης Μπίνης ήταν «ωραίος μάγκας! Μου έχει εξηγήσει μάλιστα τι σημαίνει η λέξη. Γι’ αυτόν μάγκας ισοδυναμούσε με τρία Σίγμα. Σοβαρός, Συνετός, Συνεπής».
Ο Δ. Κοντογιάννης ήξερε πώς να χειριστεί τις ιδιοτροπίες της
Μπέλλου. Μετά το πρόγραμμα την πήγαινε στην μπαρμπουτιέρα. «Μάλιστα με έβαζε να ρίχνω ζαριές για εκείνη, για γούρι». Μια φορά τη ρώτησε γιατί δεν σταματά, παρότι κερδίζει: «Η απάντηση που μου έδωσε με συγκλόνισε.
“Ρε συ”, μου λέει,
“δεν έχεις καταλάβει ότι αν δεν τα χάσω όλα δεν μπορώ να κοιμηθώ;”. Το εννοούσε!».
Ο Μπίνης είχε τη δική του ιδιοτροπία: «Οταν έμπαινα στο μαγαζί και του έλεγα “Καλησπέρα, κύριε Τάκη”, μου απαντούσε: “Οχι, κύριε Τάκη, κύριε Μ…κα να με λες!», και εξηγούσε ότι είχε δύο εστιατόρια και πολλά λεφτά στην Αμερική, που τα σπατάλησε στον τζόγο, κι έτσι τώρα ήταν αναγκασμένος στα 75 του να ξενυχτάει. Μάλιστα μου εξιστορούσε, με αυτοσαρκασμό, πως έπαιζε κάθε είδους τζόγο. Κι όταν αργούσαν και δεν προλάβαιναν να πάνε στο καζίνο, έπαιζαν ακόμη και σε αγώνες ταχύτητας… μυρμηγκιών».
Χορτάτος απ’ όσα έζησε, ο Δημήτρης Κοντογιάννης θεωρεί πως το μέλλον είναι τα παιδιά με τα παραδοσιακά όργανα κι άλλα που φοιτούν στα μουσικά σχολεία και ωδεία. Και οι νέες λαϊκές φωνές; «Υπάρχουν αρκετοί καλοί νέοι καλλιτέχνες, που τιμούν την ιδιότητά τους, αλλά δεν φαίνονται, υπάρχουν όμως και πάρα πολλοί που παραφαίνονται, χωρίς να το αξίζουν».
Στις 26/5 και 1/6 η Ρεμπέτικη Κομπανία (Μανώλης Δημητριανάκης, Γιώργος Κοντογιάννης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Ανδρέας Τσεκούρας, Γιάννης Καρβέλης), 50 χρόνια από την ίδρυσή της, εμφανίζεται στο «Χαμάμ».
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος