Οι Βικογιατροί ή Κομπογιαννίτες.[spoiler]
Γράφει ο Μάρκος ΝικητάκηςΜια κινέζικη παροιμία λέει:
Ο γιατρός πού γράφει την συνταγή πρέπει να είναι με ένα μάτι, ο φαρμακοποιός πού την εκτελεί πρέπει να έχει δύο μάτια και ο άρρωστος πού πίνει το γιατρικό πρέπει να είναι στραβός.
Μετά την διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την υποδούλωση της χώρας και την φυγή πολλών Ελλήνων λογίων στη Δύση, ή ιατροφαρμακευτική των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου αντικαταστάθηκε από την αμάθεια και την αγυρτία. Την υποδουλωμένη Ελλάδα λυμαίνονταν αγύρτες και εμπειρικοί γιατροί πού εκμεταλλεύονταν την λαϊκή πίστη και δεισιδαιμονία. Τη γνώση τους την
αντλούσαν από τα γιατροσόφια και τις οικογενειακές παραδόσεις.
Ονομασία«Καλός γιατρός πουλώ ζωή, ποιος θέλει να πάρει, ποιος θα πάρει. Ήρθε ο γιατρός, ήρθε ο εξοχότατος, ο μέγας χειρούργος».
Με αυτό το πάνδημο και πανηγυρικό καλωσόρισμα, μέσα σε χαλασμό από τυμπανοκρουσίες, ζουρνάδες και χλιμιντρίσματα, έμπαιναν στα χωριά οι Βικογιατροί (από τον Βίκο), ή αλλιώς ματσουκάδες ή σακουλαραίοι ή - στην πιο διάσημη ονομασία τους - κομπογιαννίτες.
Ή επικρατούσα άποψη για το «παρατσούκλι» Κομπογιαννίτης έχει χλευαστική σημασία, διότι προέρχεται από το πρώτο συνθετικό κομπώνω = απατώ και το δεύτερο Ίωαννίτης με καταγωγή τα Γιάννινα, ήτοι Γιαννιώτης (Ηπειρώτης) γιατρός απατεών.
Υπάρχει όμως και μία άλλη μη χλευαστική έννοια για τους Κομπογιαννίτες, ότι οι πρακτικοί αυτοί γιατροί θεράπευαν με κόμπους – ρίζες φυτών, ή διότι είχαν τα βότανα δεμένα σε κόμβους μαντηλιών (κόμπος και γιάνω).
Ματσουκάδες τους έλεγαν γιατί κρατούσαν μια ράβδο με κόμπους και σακουλαρέους γιατί τα βοτάνια τους τα κουβαλούσαν σε σακούλια.
ΙστορικάΤους Βικογιατρούς ή κομπογιαννίτες του Ζαγορίου εντοπίζει στις περιηγήσεις του ο Πουκεβίλ, στα τέλη του 18ου αιώνα. Τον εντυπωσιάζουν οι ικανότητες τους, καθώς και ο τρόπος που μπολιάζουν την τέχνη τους από γενιά σε γενιά: «Οι πατέρες μεταβιβάζουν στα παιδιά τους ή και σε μαθητές που προσκολλώνται σε αυτούς ως υπηρέτες, την πρακτική μερικών χειρουργικών εργασιών (...) με τέτοια επιτυχία και επιδεξιότητα, ώστε μπορούν να εκπλήξουν και τους πιο ικανούς χειρουργούς. Διακρίνονται προ πάντων στις περιεσφιγμένες κήλες ή στις κήλες που έγιναν ενοχλητικές εξαιτίας του βάρους των. Άλλοι ξέρουν να χειρουργούν τον καταρράκτη διά πιέσεως και οι πιο ικανοί χρησιμοποιούν λιθοτομία. Αναφέρω πράγματα που είδα. Οι αμαθείς χειρουργοί του Ζαγορίου δεν δημιουργούν περισσότερα θύματα από όσα πολλοί σημερινοί πτυχιούχοι επιστήμονες».
Εξίσου τολμηρός, ο Γάλλος αρχαιολόγος Αλμπέρ Ντιμόν, αρκετά χρόνια αργότερα, καταγράφει με ισχυρή δόση συμπάθειας τους βικογιατρούς. Στο Βιβλίο του «Οι Βούλγαροι» (1881) αναφέρει: «Μεταξύ των Ελλήνων της Ηπείρου, οι καλοί ιατροί είναι άξιοι ιδιαιτέρας μνείας. Άπαντες ανήκουν στο διαμέρισμα του Ζαγορίου. Η Βαθεία κοιλάς αύτη, αφανιζομένη εις τους απότομους της Πίνδου κρημνούς, διέφυγε τας εισβολάς. Εκεί ζει, διεσπαρμένη εις είκοσι περίπου χωρία, κοινότης αμιγής λίαν, αξιούσα ότι διατηρεί από μακρών αιώνων την γνώσιν ιατρικών βοτάνων. Οι δόκτορες ούτοι αποτελούσι είδος τι αδελφότητος(...) εις ήν ο υιός διαδέχεται τον πατέρα. Όλη αυτών η επιστήμη μεταβιβάζεται διά ζώσης φωνής. Διέρχονται την Τουρκία, ένθα λίαν τιμώνται και συλλέγουσιν εκεί ικανός χρημάτων ποσότητας. Πάντοτε ως αίσιον συμβάν εκλαμβάνεται όταν εις τι χωρίον ακούεται κατά την πρωίαν εν ταις οδοίς, ξένη φωνή αναφωνούσα: «Προσέλθετε πάντες οι νοσούντες, ιδού έχετε μεταξύ σας τον περίφημον ιατρόν του Ζαγορίου»». Σε υποσημείωση του Βιβλίου του προχωρεί μάλιστα και στην εξής σύσταση: «Οι ιστορικοί της ιατρικής των Ελλήνων θα εποίουν καλώς σπουδάζοντες τας συνταγάς των εμπειρικών»!
ΕμφάνισηΟι κομπογιαννίτες της εποχής φορούσαν «μέλαιναν μαλλιαράν σεγγούνα, περιέδεναν δε με πράσινη ταινία την εις δασείς πλοκάμους κυμαίνουσαν χαίτην των επί της οποίας έθετον σαμουροκάλπακο και επί του βραχίωνος έθετον οζώδην ράβδον εξ ου και απεκλείθησαν ματσουκάδες». Σύμφωνα με άλλες πηγές (Κωσταλέξης) στους Βικογιατρούς «επετρέπετο να φορούν ποικιλόχρωμα φορέματα να φέρουν αλεξιβρόχιον και να σοβώσι καβαλλαραίοι»!
Τα βότανα που μάζευαν τα κουβαλούσαν μέσα σε σάκους. Με αυτούς περιεφέροντο στα χωριά, σ' αυτούς τους σάκους επίσης, πάλι κατά τον Πουκεβίλ, κρατούσαν έπειτα την... κήλη που αφαιρούσαν από κάποιον ασθενή. Φούσκωναν κατόπιν τους σάκους και τους ανέμιζαν κρεμασμένους σε ένα καλάμι για επίδειξη. «Να ο μεγάλος γιατρός, ο μεγάλος κηλοθεραπευτής, ο εξοχότατος σπασογιατρός (σ.σ. ορθοπαιδικός) που έχει τόσους σάκους από κήλες, περίφημα χειρουργημένες», αναφωνούσαν κατόπιν αυτοδιαφημιζόμενοι.
Γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας σε άρθρο του (1883) τιτλοφορούμενο «Η ιατρική εν Ελλάδι»: «Οι αρειμάνιοι ούτοι αγύρται [είναι] ως επί το πλείστον Ιταλοί ή Επτανήσιοι». Ο Σάθας περιγράφει πως φορούν
(α) επωμίδες, οι οποίες «ανεμιζόμεναι κροταλίζουν επί των δίκην παρασήμων επικείμενων μεταλλικών κομβίων», (
β) μικρά υποδήματα «περισφιγγόμενα διά θεατρικών κροσσιών και στενών παντελονιών πεποικιλμένων διά σειριτίων» έτσι που ομοιάζουν «προς Ισπανούς ταυρομάχους»!
Αλλά το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός καλογιατρού ήταν «το αριστοτεχνικούς ξυρισμένον αυτού πρόσωπον, το οποίον κωμικώς μορφάζον ανεδύετο εντός περιλαιμίου ως κεφαλή χελώνος εξερχόμενης και εισερχόμενης εν των οστράκω αυτής».
ΘαυμασμόςΤα «κατορθώματα» των κομπογιαννιτών πέρασαν γρήγορα στη λογοτεχνία και το ιστορικό διήγημα: Σε ένα τέτοιο (Αρ. Κουρτίδης, «Ο πυρπολητής», περιοδ. «Εστία» 1885) αναφέρεται η περίπτωση ήρωα της Επανάστασης που τραυματίζεται στην προσπάθεια του να ανατινάξει μια τουρκική φρεγάτα στη Μεθώνη. Ο παθών εμφανίζεται κατόπιν να ζητεί απεγνωσμένα τον «Γιαννιώτη του», (δηλαδή τον κομπογιαννίτη του) και να απορρίπτει κάθε άλλη ιατρική φροντίδα.
Διηγείται ο τραυματίας πυρπολητής:
«Ο καπετάν Κριεζής είπε και με άλειψαν με σπίρτο. Την άλλη μέρα το ποδάρι μου νταβούλι. Κάναμε πανιά για την Ύδρα, με έβγαλαν έξω σε ένα σπίτι, με ρίξαν στο κρεβάτι. Την ίδια μέρα ένας Εγγλέζος ήρθε και είδε το ποδάρι μου. Σε λίγο τον Βλέπω και έρχεται με μια κασετίνα και μέσα ένα πριόνι.
-Βρε σκυλί αθεόφοβο, να μου κόψης το ποδάρι μου ήρθες; Και παίρνω κάτω από το προσκέφαλο μου δυο πιστόλες πού 'χα και τον σημαδεύω τον Εγγλέζο, (...) άφηκε κασετίνες και πριόνια και φευγιό!...
-Βρε Στρατή, θα πεθάνεις βρε, σαν δεν αφήσης να σου κόψουν το ποδάρι.
-Κάλλιο να πεθάνω, καπετάνιο μου, παρά να ζω μισός πριονισμένος, ανοΰφελος. Για ολάκερος, για καθόλου. Δεν τον θέλω τον Εγγλέζο. Ένας Γιαννιώτης είν εδώ, μακάρι ας πεθάνω στα χέρια του, αυτόν θέλω.
Ήρθε, Χριστάκη τον έλεγαν, έτσι σαν αυτό το κρασί να χυθεί το αίμα μου και μου λέγει:
-Σε 17 μέρες θα σε σηκώσω. Μ' έβανε κάτι αλοιφές κάτι πράγματα.
Στις 17 είπε, στις 18 σηκώθηκα και κατέβηκα με τα δεκανίκια ως κάτω στην πόρτα!».
Η πίστη στις ικανότητες του κομπογιαννίτη θα επιβιώσει έως και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Αλιεύουμε από άρθρο του Ευάγγελου Μπόγκα στην «Καθημερινή» του 1947. «Προ 30 ετών ο ανεψιός ενός πολιτευτού των Ιωαννίνων έπασχεν από χρονίαν πάθησιν των νεφρών και επί χρόνια πολλά εταλαιπωρείτο από την επιστήμην της εποχής χωρίς αποτέλεσμα, έως ότου κατέφυγεν εις μίαν γιάτρισσαν από τα Ζαγόρια της Ηπείρου. Η γιάτρισσα λοιπόν, η οποία ήτο απόγονος οικογενείας εμπειρικών ιατρών, με μακράν παράδοσιν, συνεβούλευσε τον άρρωστο να πάει να βρει βορεινόν τοίχο, που να μην τον βλέπει ο ήλιος καθόλου και νά ξύσει με τον σουγιά την πράσινη μούχλα την οποίαν να διάλυση έπειτα σε νερό και να πίνει τρεις φορές την ημέρα επί 4-5 ημέρας και θα γίνει καλά».
ΧλεύηΑπό τον θαυμασμό των πρώτων περιηγητών για τις ικανότητες τους, οι κομπογιαννίτες και οι πρακτικές τους άρχισαν σταδιακά να περιέρχονται στη λαϊκή χλεύη.
Η σατιρική ποίηση παρέλαβε με το παραπάνω τους κομπογιαννίτες. Πρώτος ο Ζακυνθινός Σαβόγιας Ρούσμελης, το 1745 με την «Κωμωδία των Ψευτογιατρών».
«Εν πρώτοις θα μαζώξωμε λάδια πολλών λογιώνε,
κρινόλαδα, δαφνόλαδα, λάδια των μυγδαλιώνε,
ροδόλαδο, ατζίφόλαδο, σκινόλαδο
και άλλα χορτάρια
να βράσουν με το γάλα».
Ό Ηπειρώτης Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), Ιατροφιλόσοφος, ποιητής σατιρίζει καυστικά τους πρακτικούς γιατρούς στο ποίημα του, «Ο Ματσούκας ή ο αυτοδίδακτος γιατρός», με τους εξής στίχους:
Τα παχιά κορμιά αχαμναίνει
Τα αχαμνά σου τα παχαίνει
Δίνει μάτια των στραβών
Τους κοντούς κι΄ αυτούς ψηλώνει
Βάνει γλώσσα των βουβών
Όθεν όλους τους γιατρεύει πάσα νόσο θεραπεύει
Και με χάρη χωριστή....
Ο Α. Σούτσος(1803-1863) σατιρίζει και αυτός καυστικότατα τους Ζαγοριανούς γιατρούς με τους στίχους:
Δεν είμαι εγώ Ζαγοριανός να περπατώ στο δρόμο
Με αλοιφές, με έμπλαστρα, με βότανα στον ώμο
Και να φωνάζω από το κουτσό και ψόφιο μου μουλάρι
Καλός γιατρός, πουλεί ζωή! Ποιος θέλει! Ποιος θα πάρη!
ΕπίλογοςΟι Βικογιατροί - Κομπογιαννίτες συκοφαντήθηκαν άδικα. Δεν είναι άξιοι διασυρμού, αλλά μάλλον πρέπει να τους τιμούμε, γιατί, ανεξάρτητα από τις ανόητες θεραπευτικές οδηγίες, ανεξάρτητα από τα «κόλπα» τους, πολλοί από αυτούς ήσαν ευσυνείδητοι και ικανοί. Με την εμπειρία των εξυπηρετούσαν όσους έπασχαν, ήταν η ελπίδα των αρρώστων της εποχής, μιας εποχής στην οποία η ιατρική βρίσκονταν σε νηπιακή κατάσταση.
Για πολλούς άλλωστε Βικογιατρούς υπάρχουν μαρτυρίες από πολλές πηγές για τις επιτυχίες τους. Το ότι σώζονται γιατροσόφια και βοτάνια σήμερα εν πολλοίς το οφείλουμε σε αυτούς. Άλλωστε οι νεώτερες επιστημονικές έρευνες για τις ιδιότητες των βοτάνων τους δικαιώνουν.
Πηγές:Περιοδικό «Explore Nature no7»Κ. Γκανιάτσας Καθηγητής Βοτανικής Π. Θεσσαλονίκης
[/spoiler]
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος