γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*
*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑΤο ερώτημα γιατί ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει υστέρηση σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας και χρειάζεται στήριξη απασχολεί τους Ευρωπαίους -και βέβαια τους Ελληνες πολίτες-, ιδίως μετά την πρόσφατη κινητοποίηση των αγροτών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτή η υστέρηση οφείλεται στις ιδιαιτερότητες της αγροτικής παραγωγής, οι οποίες συνδέονται τόσο με τον βιολογικό χαρακτήρα των αγροτικών προϊόντων όσο και με τις σχέσεις του αγροτικού τομέα με τη βιομηχανία και το εμπόριο.Ο βιολογικός χαρακτήρας των αγροτικών προϊόντων έχει ως συνέπεια να υπόκειται στις «ιδιοτροπίες» της φύσης η παραγωγή τους, όπως και κάθε ζωντανού οργανισμού (κλιματικές συνθήκες, έδαφος, εποχικότητα, απρόβλεπτος χρόνος ωρίμανσης, ασθένειες κ.λπ.), παρά τη εκβιομηχάνισή της, κάτι που αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τους αγρότες σε σύγκριση με τη βιομηχανική παραγωγή.
Η μορφή των σχέσεων του αγροτικού τομέα με τους συναφείς βιομηχανικούς κλάδους οδηγεί την αγροτική παραγωγή να εξαρτάται από τις βιομηχανικές εισροές (λιπάσματα, φάρμακα, ζωοτροφές, μηχανήματα κ.λπ.) και, βέβαια, από τις βιομηχανίες επεξεργασίας των περισσότερων αγροτικών προϊόντων, πριν αυτά φθάσουν στον καταναλωτή.Ομως
οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων αγοράζουν ακριβότερα τα εφόδια και πωλούν φθηνότερα τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής τους. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα, γιατί οι αγροτικές επιχειρήσεις είναι πολλές και παράγουν σε συνθήκες ανταγωνισμού κυρίως φθαρτά προϊόντα, ενώ οι επιχειρήσεις εφοδίων και επεξεργασίας είναι λίγες και παράγουν σε μονοπωλιακές συνθήκες (συνήθως μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες).Το αποτέλεσμα είναι οι αγρότες να υπόκεινται όχι μόνο στον βιολογικό χαρακτήρα της παραγωγής τους, αλλά και στις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσουν αναγκαστικά με τους άλλους κλάδους, ιδίως όταν δεν υπάρχουν συνεργατικά αγροτικά σχήματα, ώστε να αυξηθεί η διαπραγματευτική τους δύναμη. Ετσι, το μέσο αγροτικό εισόδημα, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση (Ολλανδία), δεν ξεπερνά το 70% περίπου του μέσου εισοδήματος στους άλλους τομείς της οικονομίας.Αυτές τις ιδιαιτερότητες έχουν αναγνωρίσει τα ευρωπαϊκά κράτη και έχουν φροντίσει, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να προστατεύσουν τον αγροτικό τομέα προκειμένου να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία των πληθυσμών τους. Ετσι, δημιουργήθηκε η
Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ήδη με την ίδρυση της ΕΟΚ (1958) και με συνεχείς μεταρρυθμίσεις εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα. Καθώς περνούν τα χρόνια και αυξάνονται οι δυνατότητες του αγροτικού τομέα να παράγει, μέσω της τεχνολογικής προόδου της βιομηχανίας αγροτικών εφοδίων και των νέων τεχνικών καλλιέργειας φυτών και εκτροφής ζώων, ο αγροτικός πληθυσμός μειώνεται. Οι λιγότερο αποδοτικές αγροτικές επιχειρήσεις υποκύπτουν στον ανταγωνισμό και έτσι
ο αριθμός των αγροτών στο σύνολο των εργαζομένων από 20% το 1960 έφθασε στο 5% το 2020 στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ τριπλασιάστηκε η αγροτική παραγωγή και υπερκαλύπτει την κατανάλωση στην Ευρώπη.Στη σημερινή συγκυρία, υπάρχουν
τουλάχιστον τέσσερις βασικοί λόγοι για τους οποίους οι αγρότες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας εναντίον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, προσθέτοντας επιμέρους αιτήματα σε κάθε χώρα-μέλος.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι
η «Πράσινη Συμφωνία» για τον περιορισμό της περιβαλλοντικής επίπτωσης της αγροτικής παραγωγής, ενώ είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, άρχισε να εφαρμόζεται από την ΚΑΠ χωρίς τη συνήθη διαβούλευση με τις αγροτικές οργανώσεις σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την ελλιπή πληροφόρηση και την αντίθεση των αγροτών που κλήθηκαν να εφαρμόσουν «πράσινες» τεχνικές στην παραγωγική διαδικασία. Οι τεχνικές αυτές αναπόφευκτα μειώνουν τον όγκο της αγροτικής παραγωγής (λιγότερα λιπάσματα και φάρμακα, αγρανάπαυση κ.λπ.), χωρίς οι αγρότες να αποζημιώνονται πλήρως γι’ αυτό. Αντιθέτως, οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ το 2023 εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένες κατά περίπου 10%, ενώ για την είσπραξή τους απαιτούνται μεγάλος όγκος γραφειοκρατικών διαδικασιών και συνεχείς έλεγχοι.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία
οι τιμές της ενέργειας των βιομηχανικών εφοδίων που αγοράζουν οι αγρότες αυξήθηκαν υπερβολικά (λιπάσματα, ζωοτροφές, ηλεκτρικό ρεύμα, πετρέλαιο), με αποτέλεσμα να κοστίζουν όλο και περισσότερο και συνεπώς να μειώνουν το αγροτικό εισόδημα (το 2023 εκτιμάται ότι θα υπάρξει μείωση κατά 7,8% στην Ε.Ε. και 6,1% στην Ελλάδα).
Ο τρίτος λόγος είναι ότι,
εξαιτίας του πληθωρισμού, ιδίως στα τρόφιμα, το κόστος διαβίωσης και των ίδιων των αγροτών έχει αυξηθεί, καθώς οι βιομηχανίες επεξεργασίας της αγροτικής παραγωγής και οι έμποροι στους οποίους πωλούν τα προϊόντα τους αγοράζουν φθηνά από τους αγρότες και πωλούν ακριβά στους καταναλωτές, δημιουργώντας άτυπα καρτέλ.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι
εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με τρίτες χώρες (και ιδίως με την Ουκρανία, για προφανείς λόγους) επιτρέπουν τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων σε χαμηλές τιμές, χωρίς η παραγωγή των προϊόντων αυτών να υπόκειται σε περιβαλλοντικούς περιορισμούς ανάλογους με αυτούς που ισχύουν στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ ειδικότερα στη χώρα μας προκύπτει και το ζήτημα των «ελληνοποιήσεων» των εισαγόμενων αγροτικών προϊόντων. Σε αυτούς τους λόγους προστίθενται και οι
συχνές φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες, καύσωνες κ.λπ.), με αποκορύφωμα την καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Προφανώς, τόσο η Ε.Ε. όσο και οι κυβερνήσεις στα κράτη-μέλη, με την ελληνική κυβέρνηση να πρωτοστατεί, προσπαθούν να αμβλύνουν τις συνέπειες των παραπάνω αιτίων μέσω αποζημιώσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων στα εφόδια και στην ενέργεια, διευθετήσεων στις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις και περιορισμών στις εισαγωγές από τρίτες χώρες, χωρίς μεγάλη επιτυχία όσον αφορά την ικανοποίηση των αιτημάτων των αγροτών.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος