Σύμφωνοι, ο ιατρός πρέπει να εξυπηρετεί τον ασφαλισμένο. Όμως και ο ασφαλισμένος οφείλει να ξέρει τί ζητάει.
Οι ασφαλισμένοι που είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους και ζητούν πράγματα που δικαιούνται, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε.
Αντίθετα, αυτοί που αναγκαστικά δεν θα καταστεί δυνατό -μετά λύπης μας- να εξυπηρετηθούν, είναι μόνο αυτοί που ζητούν εκ του πονηρού, κακώς εννοούμενες εξυπηρετήσεις-χατίρια.
Κλασσικό παράδειγμα δυο ασφαλισμένοι του ΙΚΑ, που μετά λύπης μου εχθές υποχρεώθηκα να μην εξυπηρετήσω:
Α) Ασφαλισμένος με ΑΕΕ επέμενε να πάρει Plavix με ποσοστό 10% (χωρίς ΕΚΑΣ, χωρίς ΣΝ). Του έγραψα συνταγή με συμμετοχή 25%, την οποία δεν γουστάρισε και την άφησε πάνω στο γραφείο μου. Πριν φύγει, μου ζήτησε να απαλείψω από το βιβλιάριό του την αναγραφή της συνταγής που είχα κάνει, ώστε να μη φαίνεται ότι το έγραψε και να μπορεί να πάει να το ζητήσει από αλλού με το ποσοστό που επιθυμεί. Χωρίς αντίρρηση, το έκανα γράφοντας δίπλα "Ακυρώθηκε η συνταγή λόγω διαφωνίας ως προς το ποσοστό συμμετοχής."
Β) Ασφαλισμένος του ΙΚΑ προσήλθε στο ιατρείο μου για να μου ζητήσει να περάσω σε συνταγή (ξεπλύνω) μακρολιδικό αντιβιοτικό-μαϊμού που είχε πάρει κατόπιν τηλεφωνικής οδηγίας (δηλ. χωρίς να εξεταστεί) από συνάδελφο παθολόγο του ΙΚΑ. Του εξήγησα πολύ απλά ότι δεν δίνω τέτοιες συνταγές σε ασφαλισμένους που δεν έχω εξετάσει ο ίδιος και φάνηκε να το κατάλαβε (αν και μουρμούρισε ορισμένες ενστάσεις του τύπου "Πού να τρέχω τώρα να βρω τον άλλο γιατρό" κ.λπ., για τις οποίες όμως δεν μπορούσα να τον διευκολύνω).
Είναι βασικό, νομίζω πλέον, να μην περνάμε πια λάθος μηνύματα στον ασφαλισμένο, του τύπου "Όλα γίνονται, όλα είναι χύμα." Με λίγη εκπαίδευση, οι πιο πολλοί ασφαλισμένοι καταλαβαίνουν και συμμορφώνονται.