Η Ελευθεροτυπία φιλοξενεί τις απόψεις του κ. Ι. Τούντα:
«Καλλικράτης» και στην υγεία: η μόνη λύση(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥΝΤΑ*
Τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ αλλά και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας υγείας στη χώρα μας δεν αφορούν μόνον τις ελλείψεις σε προσωπικό ή τις σπατάλες και τη διαφθορά, όπου επικεντρώνονται συνήθως τα φώτα της δημοσιότητας.
Το ΕΣΥ καρκινοβατεί γιατί πάνω απ'' όλα υποχρηματοδοτείται, κακοδιοικείται και είναι άναρχα οργανωμένο. Χρήματα όμως δεν υπάρχουν λόγω της τραγικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και συνακόλουθα δεν μπορούν να δημιουργηθούν νέες υποδομές και να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις. Το μόνο που μπορεί να γίνει και που επιβάλλεται να γίνει το γρηγορότερο, είναι ο ριζικός επανασχεδιασμός των μονάδων του ΕΣΥ, καθώς και των υπηρεσιών που αυτές διαθέτουν, κυρίως των κλινικών και των εργαστηρίων. Η σημερινή τους κατανομή είναι απόρροια ιστορικών συγκυριών, πολιτικών πιέσεων και πελατειακών σχέσεων. Δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες υγείας του πληθυσμού κάθε περιφέρειας, με αποτέλεσμα αλλού να υπάρχει υπερσυγκέντρωση, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, και αλλού σοβαρές ελλείψεις με τραγικές συχνά συνέπειες.
Διεθνώς, χρειαζόμαστε όλο και λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες γιατί μειώνεται η μέση διάρκεια νοσηλείας και αναπτύσσονται ραγδαία νέες εξωνοσοκομειακές μορφές περίθαλψης, όπως τα χειρουργεία και οι κλινικές ημέρας, η νοσηλεία στο σπίτι, τα κέντρα αποκατάστασης κ.ά. Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε 4,2 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, όταν στην Ολλανδία και αλλού λειτουργούν 3-3,5 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι ενώ η Α'' περιφέρεια Αττικής έχει 6,8 δημόσιες κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, υπάρχουν περιφέρειες, όπως της Κ. Ελλάδας και της Πελοποννήσου, με λιγότερες από 2 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους. Ανάλογο πρόβλημα παρουσιάζει και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, με την Α'' Αττικής να έχει 6,1 γιατρούς και 3,7 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους και τη Δ. Μακεδονία 2,8 γιατρούς και 1,4 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι παρά τις ελλείψεις στην περιφέρεια πολλά νομαρχιακά νοσοκομεία λειτουργούν με χαμηλό μέσο ετήσιο ποσοστό κάλυψης, 50-60%, δηλαδή χωρίς να αξιοποιείται σχεδόν το ήμισυ μιας πολύ δαπανηρής για τη δημιουργία της αλλά κυρίως για τη συντήρησή της νοσοκομειακής υποδομής. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει ένας «Καλλικράτης» στην υγεία, με συγχωνεύσεις, καταργήσεις και αλλαγές χρήσης των δημόσιων νοσοκομείων, των μονάδων και των υπηρεσιών που διαθέτουν, καθώς και με υποχρεωτικές μετατάξεις του προσωπικού, ώστε να προκύψει μία ορθολογική κατανομή τους σε αντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες υγείας του κάθε πληθυσμού.
Ηεξοικονόμηση πόρων που θα εξασφαλιστεί, μαζί με την καταπολέμηση της σημερινής σπατάλης και διαφθοράς, που υπολογίζεται στο περίπου 30% των νοσοκομειακών δαπανών, αλλά και με τη μεταφορά ιδιωτικών πληρωμών από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο, κάτι που μπορεί να γίνει με την ανάπτυξη των απογευματινών ιατρείων, τη λειτουργία ολοήμερου νοσοκομείου, τη σύναψη συμβάσεων με την ιδιωτική ασφάλιση και με τη διάθεση μέρους των υποδομών σε ιδιώτες ασθενείς, επαρκούν για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας του ΕΣΥ.
Ομως, το μέλλον του δημόσιου νοσοκομειακού τομέα εξαρτάται άμεσα και από το κατά πόσο θα μπορέσει να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η πραγματοποίησή του είναι εφικτή, έστω και υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, αρκεί να μη βασιστεί σε επεκτατικές λογικές του δημόσιου τομέα, αλλά στη σωστή αξιοποίηση και λειτουργική διασύνδεση των σημερινών υποδομών του ΕΣΥ, του ΙΚΑ, και του συμβεβλημένου ιδιωτικού τομέα και στην ενεργό συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης..
Είναι δε πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Υγείας, με τις πρόσφατες δηλώσεις της κ. Ξενογιαννακοπούλου, φαίνεται αποφασισμένη να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Ομως, καμία απ'' αυτές τις αναγκαίες αλλαγές δεν θα μπορέσει να ευδοκιμήσει εάν παράλληλα δεν υπάρξει μία σύγχρονη και αποτελεσματική διοίκηση του ΕΣΥ.
Το ΕΣΥ δεν μπορεί να συνεχίσει να διοικείται ή μάλλον να κακοδιοικείται από το γραφείο του εκάστοτε υπουργού Υγείας, με μέση διάρκεια θητείας τα 2 χρόνια, από λίγους περιστασιακούς συμβούλους και από τις ανεπαρκέστατες υπηρεσίες του υπουργείου. Οπως κάθε άλλο ευρωπαϊκό ΕΣΥ, έτσι και το ελληνικό ΕΣΥ θα πρέπει να οργανωθεί και να διοικηθεί σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με ένα επιτελικό κεντρικό όργανο, με ισχυρές περιφέρειες και ισχυρές, αυτόνομες και αξιοκρατικές διοικήσεις στα νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας, ώστε να υπάρξει σχεδιασμός, συντονισμός και έλεγχος σε βάθος χρόνου από αρμόδια στελέχη σε όλα τα επίπεδα.
Μόνο έτσι θα μπορέσει το ΕΣΥ να μετατραπεί, επιτέλους, από μία σπάταλη και αναποτελεσματική δημόσια υπηρεσία σε έναν σύγχρονο δημόσιο οργανισμό. Και τώρα είναι η ώρα, γιατί όπως είπε ο πρωθυπουργός, ας μετατρέψουμε τουλάχιστον την κρίση αυτή σε ευκαιρία για τη χώρα.
* Αν. καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής, διευθυντής Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών