Από τον Π. Μπουκάλα στην Καθημερινή
Το δάχτυλο, το φεγγάρι κι ένας υπουργός
Tου Παντελη Μπουκαλα
Αν κάποιος συμπολίτης μας, πατέρας, μάνα ή αδερφός, απελπισμένος που δεν βρίσκει κρεβάτι σε Εντατική για τον βαριά τραυματισμένο άνθρωπό του, βγει σε ένα από τα πρωινάδικα της τηλεόρασης που λειτουργούν σαν «κυτία παραπόνων» και θυμωμένος ιστορήσει το πρόβλημά του, τι θα συμβεί: Μα ό,τι έχει ήδη συμβεί, κι όχι μονάχα μία φορά: Βαθύτατα συγκινημένος όχι τόσο από το καθαυτό πρόβλημα όσο από τη μελοδραματική μεσολάβηση του οποιουδήποτε Αυτιά ή Αρναούτογλου ή Παπαδάκη ή…, ο υπουργός Υγείας βγαίνει τηλεφωνικώς στο γυαλί και, με φωνή περίπου ραγισμένη από τη συμπόνια, λέει ότι «μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, έδωσε εντολές για να λυθεί άμεσα το πρόβλημα»· για να βρεθεί δηλαδή ένα κρεβάτι σε κάποια Εντατική, και να υπάρξει έτσι ελπίδα ότι θα σωθεί ο άνθρωπος, ο πολίτης, ο φορολογούμενος, ο ψηφοφόρος εντέλει. Γιατί, όπως το γνωρίζουν άλλωστε ακόμα κι όσοι τυχαίνει σε κάποια φάση της καριέρας τους να περνούν από το υπουργείο Υγείας και βιάζονται να φύγουν για κάπου ψηλότερα και κυρίως ασφαλέστερα, αυτό κάνουν οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας: σώζουν ζωές, και μάλιστα ζωές που το νήμα τους φαίνεται να μην αντέχει πια. Κι όσο περισσότερες είναι, τόσο περισσότεροι συνάνθρωποί μας σώζονται.
Και στ’ αλήθεια συγκινημένος να είναι οποιοσδήποτε υπουργός Υγείας όταν, ακούγοντας τον τρανό τηλεμεσολαβητή, βγαίνει στην τηλεόραση για να λύσει το πρόβλημα σε απευθείας σύνδεση (με τους ψηφοφόρους), συχωροχάρτι δεν δικαιούται, ούτε έπαινο βέβαια και ψήφο. Γιατί η δουλειά του είναι να μη χρειάζεται η μεσολάβηση κανενός τηλεάρχοντα (αλλά και κανενός κομματάρχη, βουλευτή, δημάρχου ή νομάρχη) για να βρουν κρεβάτι σε Εντατική όσοι το έχουν απόλυτη ανάγκη. Δουλειά του είναι να προβλέπει και να οργανώνει. Κι αν ο συνάδελφός του υπουργός των Οικονομικών δεν του δίνει κονδύλια, να απαιτεί, να επιμένει, ενδεχομένως και να παραιτείται καταγγέλλοντας όσους βρίσκουν, ας πούμε, 28 δισεκατομμύρια για τους φιλάνθρωπους τραπεζίτες αλλά δυσκολεύονται να «σπαταλήσουν» πολύ λιγότερα για να εφοδιαστούν με τα χρειώδη τα δημόσια νοσοκομεία. Είναι μάλιστα τόσο μεθοδική η απαξίωση των δημόσιων νοσοκομείων, που στο μυαλό των ευλόγως φιλύποπτων περνάει η σκέψη ότι υποβαθμίζονται σχεδιασμένα, ίσως για να πουληθούν κοψοχρονιάς όπως τόσες άλλες φέτες του Δημοσίου, ίσως πάλι για να προκόβουν οι δουλειές των επιχειρηματιών της Υγείας.
Τι κάνει ένας υπουργός Υγείας όταν το πρόβλημα της έλλειψης κλινών στις Εντατικές αποκτά δημοσιότητα όχι επειδή μεσολάβησε κάποιος τηλεδιάσημος αλλά επειδή έδωσε συνέντευξη Τύπου το διοικητικό συμβούλιο της κατεξοχήν αρμόδιας επιστημονικής εταιρείας, της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας; Τι κάνει ο υπουργός όταν ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Εταιρείας παρουσιάζουν με σαφήνεια και υπευθυνότητα, με έγνοια για το λειτούργημά τους και για τους συμπολίτες τους, όλες τις σοβαρότατες πτυχές του ζητήματος, στηριζόμενοι στην πανελλαδική χαρτογράφηση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, που διενεργείται ανά διετία με τη συμμετοχή επιστημόνων από διάφορους κλάδους; Τι κάνει ο υπουργός όταν, για πολλοστή φορά, ακούει (αν ακούει, αν θέλει ν’ ακούσει) ότι 150 κλίνες εντατικής θεραπείας (η μία στις τέσσερις) παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού, πράγμα που σημαίνει ότι 4.500 συνάνθρωποί μας ετησίως (αφού σε μία κλίνη αντιστοιχούν τριάντα ασθενείς) στερούνται τη δυνατότητα να παλέψουν, μαζί με τους γιατρούς και τους νοσοκόμους, για τη ζωή τους, με αποτέλεσμα (απολύτως αναμενόμενο, πάντως όχι «μοιραίο», δεν είναι η Μοίρα υπουργός) να πεθαίνουν οι περισσότεροί τους; Α, τότε ο υπουργός, συνηθισμένος στον ψευδαισθησιακό τηλεοπτικό κόσμο, αντί να κοιτάξει το φεγγάρι που του δείχνουν, κοιτάζει το δάχτυλο, ειρωνεύεται τους γιατρούς (θα ειρωνευόταν όμως οποιονδήποτε Αυτιά ή Αρναούτογλου ή Παπαδάκη, από τους οποίους εξαρτάται εν πολλοίς η καριέρα του;) και «στέλνει τα στοιχεία στον εισαγγελέα για να ελεγχθεί η βασιμότητά τους», στο στυλ «θα φωνάξω την αστυνομία, να δεις». Μπορεί ο υπουργός μας να είναι ενοχλημένος που ο πρωθυπουργός δεν τον αναβάθμισε στον ανασχηματισμό, παρότι ο ίδιος το είχε ζητήσει, εξηγώντας ότι «είχε κλείσει ο κύκλος του στο υπουργείο Υγείας» (περίπου με τον ίδιο τρόπο που «είχε κλείσει και ο βιοϊστορικός κύκλος των παραδοσιακών κομμάτων», όπως με κάποια αυταρέσκεια κήρυσσε όταν ίδρυε το σχεδόν μονοπρόσωπο και περίπου μονοετές ΚΕΠ του). Μπορεί πάλι αντί της δημοκρατίας να προτιμά τη μεντιοκρατία, προτιμά δηλαδή ν’ ακούει και να βλέπει μόνον όσα παίζουν στο γυαλί, στην επικράτεια του οποίου έχει αποδείξει ότι νιώθει άνετα, κι όχι όσα γνωστοποιεί και καταγγέλλει ο αυθεντικός, μη γυάλινος δήμος, με τη μορφή επιστημονικών συλλόγων, συνδικαλιστικών σωματείων, επαγγελματικών ενώσεων, ή με τη μορφή ενός απλού «ανώνυμου» ανθρώπου που σέρνει την αγωνία του στους διαδρόμους των νοσοκομείων ελπίζοντας ότι θα βρεθεί ένα κρεβάτι πριν το παλικάρι του ξεψυχήσει χωρίς καν να δοθεί η μάχη να σωθεί.
Αντί να εξετάσει ο ίδιος τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν, ήδη γνωστά άλλωστε, αφού έχουν δημοσιοποιηθεί κατ’ επανάληψη και στη δική του θητεία και στων προκατόχων του χωρίς να βρουν ανταπόκριση, αντί να αναθέσει στους υφισταμένους τους, στους μηχανισμούς του υπουργείου του, να ψάξουν, να ρωτήσουν, να αναρωτηθούν, να λάβουν τα μέτρα τους, αφού αυτή είναι η δουλειά και το χρέος τους, ο υπουργός, με ύφος (στην επίσημη ανακοίνωσή του) που ακόμα κι αν το δικαιούται ως άτομο, απάδει στο αξίωμά του, ποινικοποιεί την κριτική, τη στατιστική, την έρευνα, την επιστήμη. Και, λάτρης της αυθεντίας του, εκφοβίζει και ουσιαστικά λογοκρίνει, θαρρείς και πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά την εικόνα του κι όχι χιλιάδες συνανθρώπους μας που αγωνιούν, απελπίζονται και μέσα στην απόγνωσή τους φτάνουν να κάνουν και κινήσεις που ενδεχομένως δεν θα τις έκαναν αν δεν ήταν ταραγμένη η ψυχή τους, να τηλεφωνούν δηλαδή στα πρωινάδικα εκλιπαρώντας τα να μεσιτεύσουν, μήπως και μισοξυπνήσει η κοιμωμένη Πολιτεία και πράξει, έστω για λόγους δημοσιότητας και εντυπωσιασμού, αυτό που η ίδια η ύπαρξή της της επιβάλλει να πράττει: να νοιάζεται για τους πολίτες της όποιο κι αν είναι το βαλάντιό τους, κι ας μην έχουν την παραμικρή πρόσβαση σε «ισχυρούς» και «επώνυμους». Ξέρουμε από τον καιρό της «Ιλιάδας» πως ο μετά θάνατον κόσμος είναι δημοκρατικότατος μες στην ανυπαρξία του, ο θάνατος ωστόσο διατηρεί την ταξικότητά του: Υπάρχουν και ιδιωτικές κλίνες Εντατικής, για όποιον αντέχει· οι άλλοι όμως, οι μη έχοντες, σε ποιον μεταθανάτιο εισαγγελέα να προσφύγουν;
Λοιπόν, μπορεί ο κύριος υπουργός να μην είναι ιδιαίτερα καλός στα μαθηματικά ή μπορεί, έτσι απασχολημένος όπως είναι με τα υψηλά και τα οραματικά, να αδιαφορεί για τους ταπεινούς αριθμούς. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν όμως, ενώ υπήρχε έστω μια τόση δα πιθανότητα να επιβιώσουν, δεν είναι αριθμοί σε κάποιες στατιστικές, δεν είναι κουκκιδίτσες σε κάποια διαγράμματα. Αν πάντως επιμένει να θεραπεύσει το πρόβλημα της δημόσιας υγείας διά του εισαγγελέα, ιδού, ας στείλει στη Δικαιοσύνη και τους εργαζόμενους του Αρεταίειου. Στο πανό που έχουν αναρτήσει τούτες τις μέρες γράφουν: «Το νοσοκομείο κλείνει λόγω έλλειψης προσωπικού και χρηματοδότησης με ευθύνη των υπουργών Παιδείας και Υγείας». Ε, τι, παραπληροφόρηση δεν είναι και αυτό και πρόκληση ανησυχίας από ανεύθυνους;