Η προσωπική συνέντευξη προβλέπεται για αυτές τις περιπτώσεις, αλλά στη νομοθεσία (ή σε ερμηνευτική –οδηγία) δεν προβλέπεται τίποτε συγκεκριμένο.
Στόχος της συνέντευξης, όπως εγώ την έχω ζήσει ως κριτής, είναι: Θεωρείς και τους 2, 3, … ίδιους από πλευράς προσόντων και συζητάς μαζί τους να σχηματίσεις μία γνώμη για το ποιόν θα ήθελες εσύ π.χ. αν τον έπαιρνες υπάλληλό σου, μέσα από την κατάρτισή του στα θέματα που του ανοίγεις (κυρίως υγεία, αλλά και πολιτικές υγείας, όραμά του για τη μονάδα, σενάρια κρίσης, …, αν είναι θέση δ/ντου) και γενικά να αποκτήσεις μία εικόνα για την συγκρότησή του (ως επιστήμονα αλλά και ως χαρακτήρα με την έννοια των ικανοτήτων), να διευκρινήσεις σημεία από επιστημονικές του δράσεις, από εκπαιδευτικές του εμπειρίες κ.λ.π. που θα σε έκαναν να δόσεις μεγαλύτερη ή μικρότερη βαθμολογική βαρύτητα σε κάποια-ες από αυτές, σε σχέση με την υπάρχουσα βαθμολογία.
Μπορεί ακόμη να αναζητηθεί η αιτία που ενδιαφέρεται για τη θέση και να βαρύνει η προοπτική ενός να παραμείνει εκεί σε σχέση με άλλον που φαίνεται ότι πάει αλλά μάλλον θα φύγει με πρώτη ευκαιρία.
Χοντρικά, αυτά τα έχω συναντήσει, αλλά τίποτε δεν είναι τυποποιημένο.
Πολλές φορές δημιουργείται σαφής αίσθηση υπεροχής του ενός ή του άλλου σε αυτές τις συνεντεύξεις (που την έχουν περισσότεροι του ενός κριτές). Εκεί η πλάστιγγα γέρνει οριστικά. Άλλες πάλι, είναι δύσκολο να δείς διαφορές και τα πράγματα δυσκολεύουν. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως υιοθετείται η θέση –προτίμηση του Προέδρου –Διοικητή ή του Δ/ντή της μονάδας που συμμετέχει ως κριτής. Άλλες φορές, μπορεί να μην επικρατήσει καμία άποψη και η βαθμολογία να μείνει ως είχε, έστω και με τη μικρή διαφορά.
Σε αυτή την περίπτωση στον πίνακα διοριστέων μπαίνει πρώτος αυτός που είχε πριν τη συνέντευξη την μεγαλύτερη βαθμολογία, ακόμη και με 0,1% διαφορά από τον δεύτερο.