Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
ΕίσοδοςΤου Λυκουργου Λιαροπουλου*
Στην κόντρα μεταξύ Στ. Μάνου και Αν. Λοβέρδου για το θέμα των φαρμάκων, ο ένας βλέπει το ζήτημα ως πολίτης που αγωνιά με το δημοσιονομικό χάλι της χώρας και ο άλλος ως υπεύθυνος για την εφαρμογή πολιτικής και, μάλιστα, υπό καθεστώς επιτήρησης. Η δημόσια συζήτηση των δύο ανδρών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα στο πλαίσιο της «κοινής λογικής», σήμα κατατεθέν του κ. Μάνου, και της «αποτελεσματικότητας», μέχρι στιγμής γνώρισμα της πολιτικής του κ. Λοβέρδου, αλλά και του κ. Μάνου.
Η ιστορία του φαρμάκου είναι ένα τεχνικό ζήτημα, με πολλές παραμέτρους, αλλά και βαθύτατα πολιτικό. Είναι τεχνικό, γιατί η ανάπτυξη νέων φαρμάκων είναι απίστευτα δαπανηρή και αβέβαιη και η τιμολόγηση πολύπλοκη. Είναι πολιτικό γιατί είναι η μόνη περιοχή στη θεματολογία της υγείας όπου η «αγορά» με τις αδήριτες πραγματικότητές της εμπλέκεται με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ή πολιτικά υποχρεωτική ανάμειξη του δημόσιου τομέα στην προστασία της υγείας και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε κόστος που η κοινωνία και το άτομο μπορούν να επωμισθούν. Ολοι μπορούμε να φαντασθούμε δημόσια νοσοκομεία και γιατρούς με σχέση εργασίας με το δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά κανείς, εκτός από την παλαβή Αριστερά (και το πρώιμο ΠΑΣΟΚ), δεν διανοείται δημόσια ή κρατική φαρμακοβιομηχανία. Είναι σαφές ότι το κόστος των φαρμάκων διαμορφώνεται στην ελεύθερη αγορά, αλλά όχι ανεξέλεγκτα, αφού το κράτος και η κοινωνική ασφάλιση αποτελούν μονοψωνιακή ή ολιγοψωνιακή δύναμη παντού. Μάλιστα, επειδή το φάρμακο παράγεται σε λίγες χώρες, αλλά πουλιέται παγκόσμια, οι φαρμακοβιομηχανίες τιμολογούν διαφορετικά ή αποδέχονται τον διοικητικό καθορισμό των τιμών. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι οι χώρες που καθορίζουν τις τιμές διοικητικά πρέπει να προσέχουν να μη βρεθούν «χωρίς φάρμακα». Η περιοδική έκρηξη των «παράλληλων εξαγωγών» στη χώρα μας είναι ένα καλό σήμα. Το πρώτο μάθημα, λοιπόν, είναι ότι το ζήτημα δεν είναι οι τιμές των φαρμάκων και αν κάπου κινδυνεύουμε είναι στον υπερβολικό ζήλο για μείωση των τιμών. Εδώ ελπίζω και οι δύο άνδρες να συμφωνούν.
Το κόστος του φαρμάκου, όμως, καθορίζεται και από δύο άλλες παραμέτρους, τις ποσότητες που πουλιούνται και το κόστος διανομής τους. Οι ποσότητες, τόσο συνολικά, όσο και μεταξύ ομοειδών φαρμάκων, εξαρτώνται αποκλειστικά από τον γιατρό. Ο έλεγχος της συνταγογράφησης έχει απασχολήσει πολλές χώρες, αλλά μόλις πρόσφατα άρχισε να συζητιέται στη χώρα μας. Εδώ ο κ. Λοβέρδος στηρίζει πολλά στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αλλά ίσως είναι υπεραισιόδοξος, με δεδομένο το στάδιο ανάπτυξης και ιδιαίτερα διαχείρισης του συστήματος. Οι πληροφορίες μου με κάνουν πιο ανήσυχο ως προς την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα απ’ ό, τι φαίνεται να είναι ο κ. υπουργός, που, μάλιστα, δεν έχει και την πλήρη αρμοδιότητα. Για τον λόγο αυτό, συμμερίζομαι τον σκεπτικισμό του κ. Μάνου.
Στον τρίτο τομέα ο κ. Μάνος και ο κ. Λοβέρδος διαφωνούν ριζικά.
Το κέρδος των φαρμακαποθηκών και των φαρμακοποιών καθορίζεται ως ποσοστό της τιμής, ανεξάρτητα από το ύψος της. Με την ίδια «κίνηση» ο φαρμακοποιός κερδίζει 2,40 ευρώ στο φάρμακο των 10 ευρώ, 24 ευρώ στο φάρμακο των 100 ευρώ και 240 ευρώ στο φάρμακο των 1.000 ευρώ. Απίστευτος και σκανδαλώδης παραλογισμός και το δίκιο του κ. Μάνου είναι 100%. Από εδώ, όμως, αρχίζουν τα… δίκια του κ. Λοβέρδου. Πρώτον, είναι ένα καθεστώς που βρήκε, με έναν εξωφρενικό αριθμό φαρμακείων όπου εργάζονται οι δημοφιλέστεροι επαγγελματίες της υγείας, και όχι μόνο, και ίσως γι’ αυτό
οι πλέον ευνοημένοι, όπως και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Εδώ ακόμη και η τρόικα έκανε λάθος. Στη «μανία απελευθέρωσης» ανάγκασε τον κ. Λοβέρδο να επιτρέψει ακόμη περισσότερα φαρμακεία. Με τέτοιο εγγυημένο κέρδος, ακόμη κι εγώ το… σκέφτομαι. Αντίθετα, του επέτρεψε να υποκαταστήσει την κατάργηση του σταθερού ποσοστού κέρδους, με ένα rebate, (επιστροφή κέρδους), που ακόμη
δεν έχει αποδώσει και μάλλον δεν θα αποδώσει μέχρι να αποκτήσουν τα Ταμεία πλήρη μηχανογράφηση κατά είδος και φαρμακείο.
Ζήσε Μάη μου… Το ίδιο έγινε και επί Ν. Δ. με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και δεν απέδωσε, φυσικά, τίποτε.
Εδώ ο κ. Λοβέρδος έχει άδικο και θα πρέπει να επανορθώσει.
Ερχομαι, συνεπώς, στις
προτάσεις. Πρώτον, καθορισμό σταθερού ποσού αμοιβής (π. χ. 15 ευρώ για κάθε φάρμακο πάνω από 100 ευρώ), με παράλληλη κατάργηση του rebate και διατήρηση
φθίνοντος ποσοστού κέρδους επί της χονδρικής στα φθηνότερα φάρμακα. Εδώ, μπορούμε να εισαγάγουμε και το «δικαίωμα» του φαρμακοποιού να «προτείνει» φθηνότερα γενόσημα φάρμακα. Δεύτερον,
ανακαθορισμό τιμών με βάση ένα μέσο όρο χωρών με παρόμοιες οικονομίες, μεγέθη και συστήματα υγείας. Ο μέσος όρος των τριών χαμηλότερων είναι αδικαιολόγητος, υποτιμητικός και επικίνδυνος.
Τρίτον, άμεση επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογία για τη σύσταση στο πλαίσιο του ΕΟΠΥΥ μιας Υπηρεσίας Αξιολόγησης Τεχνολογίας, η οποία θα μελετά, με βάση τον γιατρό και την πάθηση, τον τρόπο συνταγογράφησης, αλλά και γενικότερα, τη χρήση της τεχνολογίας. Ετσι, σε 2-3 χρόνια θα γίνει πραγματικότητα ο ουσιαστικός έλεγχος της χρήσης υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και του φαρμάκου. Νομίζω ότι στα παραπάνω θα μπορούσαν να συμφωνήσουν και οι δύο πολιτικοί, ελπίζω προς όφελος της οικονομίας της υγείας.
* Ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.