Καθημερινή, 30/09/2010.
Του Μπαμπη Παπαδημητριου.Oσο δεν προσαρμόζεται το κόστος των επιχειρήσεων, τόσο η ανεργία θα μεγαλώνει. Δυστυχώς, αλλά η περικοπή των αμοιβών στο κράτος δεν είναι αρκετή. Ούτε το «πάγωμα» στον ιδιωτικό τομέα. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας είναι πολύ μεγάλη για να περάσει με απλές ασπιρίνες. Θα χρειαστεί αυστηρή περικοπή των αμοιβών σε πάρα πολλούς τομείς του δραστηριοτήτων. Κυρίως στις υπηρεσίες και ιδιαίτερα σε όσους τομείς δεν παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Την αλλαγή θα την δούμε να έρχεται με την αναστροφή των πληθωριστικών πιέσεων που προκάλεσε η φοροεπιδρομή, που σχεδίασε και εξετέλεσε η κυβέρνηση, πριν από το Μνημόνιο. Επιμένω ότι την αύξηση των φόρων και την αφαίμαξη του διαθέσιμου εισοδήματος την περιέλαβαν, βιαστικά, στις μεθόδους μείωσης κρατικού ελλείμματος επειδή την είχε το ΠΑΣΟΚ στο πρόγραμμα διακυβέρνησης. Αυτό, άλλωστε, ψήφισαν και οι ψηφοφόροι, δίνοντας δίκαιο στον Πάγκαλο να υπενθυμίζει τη σημασία που έχει στη Δημοκρατία η ρήτρα συνυπευθυνότητας. Η σκέψη των τεχνοκρατών του Ταμείου και των Βρυξελλών είναι απλή: «Αφού σας αρέσει να βάζετε φόρους και πιστεύετε ότι ο πληθυσμός θα το ανεχθεί, κάντε το».
Λάθος μέγα! Οι υψηλότεροι φόροι δεν έφεραν τα έσοδα που είχε ανάγκη το κράτος. Υποθέτουν όλοι πως το έλλειμμα του κράτους στη διάρκεια του 2009 δημιουργήθηκε από την καταστροφική φορολογική διοίκηση της προηγούμενης κυβέρνησης («Η χειρότερη μεταπολεμική κυβέρνηση»), τις συνήθεις διεφθαρμένες πρακτικές διασπάθισης δημόσιου χρήματος των πολιτικών («Φέρτε πίσω τα λεφτά») και, βεβαίως, την καθιερωμένη κλεπτοκρατία των φοροφυγάδων («Να πληρώσουν οι πλούσιοι»).
Οι μύθοι είναι βολικοί. Δεν θα έπρεπε! Συχνά οδηγούν τα έθνη στην αυτοκαταστροφή. Και οι Γάλλοι πίστευαν ότι η γραμμή Μαζινό τους καθιστούσε άτρωτους. Παρακάμφθηκε σε λίγες ώρες. Στην περίπτωσή μας, η «γραμμή Μαζινό» ήταν δύο μύθοι, που φαίνεται πως καρφώθηκαν στο μυαλό των δύο τελευταίων πρωθυπουργών. Ο πρώην πρόεδρος είχε την πεποίθηση ότι υποφέραμε από τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης που ξέσπασε μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς.
Ο κ. Καραμανλής εφήρμοσε με ζήλο την κεϊνσιανή ρετσέτα. Aνοιξε τα δημόσια ελλείμματα. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό συνιστούσαν και οι διεθνείς συσκέψεις των G7 και G20. Η πολιτική αυτή είχε το «προσόν» να ταιριάζει γάντι στην παραδοσιακή φαυλότητα του κράτους των πολιτικών μας, που ξοδεύει χωρίς να έχει, περιμένοντας τον πληθωρισμό και τα πρόσθετα δανεικά να καλύψουν πράξεις απιστίας έναντι του υπερχρεωμένου έθνους.
Ο νυν πρωθυπουργός συνέχισε στην οδό της απωλείας με την εξίσου ανεπίκαιρη και λαοπλάνα αντίληψη που προσφυώς συμπύκνωσε με την έκφραση «Λεφτά Υπάρχουν»! Ο Γιώργος Παπανδρέου εννοούσε, διαζευκτικά, τα 30 δισ. που του είχαν υποσχεθεί να εισπράξουν οι φοροτέχνες του «Κινήματος» ή τα 90 δισ. που κάποιοι έλεγαν πως μπορούσαν να συγκεντρώσουν, για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, διεθνείς επενδυτικοί διαχειριστές χρέους. Τα πρώτα από τα παραπάνω «λεφτά» θα τα πάρει η περαίωση. Τα δεύτερα τα εξαφάνισε η πολιτική ατολμία και η εσφαλμένη, λόγω «σοσιαλιστικής σκοπιμότητας», κατανόηση της σημασίας των αγορών στη λειτουργία του σημερινού κόσμου.
Τα μεγάλα κόμματα της χώρας, διά των ηγετών τους, αρνούνται να πουν στους πολίτες το «κακό νέο». Δεν είναι απλώς το κράτος που έχει πέσει έξω. Είναι η ικανότητα της οικονομίας να παράγει αγαθά που κάποιος, εκεί έξω, στις διεθνείς αγορές, έχει ενδιαφέρον να αποκτήσει. Μικρή σημασία έχει τι παράγουμε «εσωτερικά». Προσπαθήστε, για λίγη ώρα, να φαντασθείτε με τι θα έμοιαζε η Ελλάδα και η ζωή μας σε αυτήν αν ήμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μόνον με Made in Greece!
Λέμε συχνά ότι επειδή είμαστε μέλη της Eυρωζώνης, το θέμα του εξωτερικού ισοζυγίου έχει μικρή σημασία. Ακόμη κι αν ξεχάσουμε πως η Ευρώπη δεν διαθέτει πετρέλαιο και άλλα παρόμοια, μια ανισότητα στις συναλλαγές μας με άλλες «περιοχές» της νομισματικής ζώνης «μας», οδηγεί, μοιραία, την Ελλάδα στη θέση της λιγότερο πλούσιας περιφέρειας.
Ο μύθος ότι η δουλειά μας αξίζει όσο ενός οποιουδήποτε Ευρωπαίου έχει το ίδιο με εμάς εισόδημα είναι βραχυπρόθεσμα ορθή, αλλά καταστροφική μακροπρόθεσμα. Επειδή μοιραζόμαστε στο πορτοφόλι μας ένα νόμισμα-υποκατάστατο του μάρκου, δεν σημαίνει ότι αποκτήσαμε την αποτελεσματικότητα της γερμανικής οικονομίας.
«Στην Ελλάδα, η ώθηση στις αυξήσεις των μισθών δεν πηγάζει από την άνοδο της παραγωγικότητας (...) αλλά από την άσκηση πιέσεων από την προσφορά εργασίας στους ολιγοπωλιακά οργανωμένους κλάδους που εντάσσονται κυρίως στον τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών». Ξαναδιαβάστε το απόσπασμα, μέχρι να συμφωνήσετε ότι, για τα πολλά επόμενα χρόνια, οι μισθοί μας θα μειώνονται, ώσπου να ανακτήσουμε το απολεσθέν έδαφος ανταγωνιστικότητας.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος