Για να αναστηθει καποιος θα πρεπει πρωτα να πεθανει.
Εμεις σαν κρατος δεν εχουμε πεθανει ακομη.Ειμαστε στην ενταντικη.
Όταν πεθανουμε(οταν χρεοκοπησουμε κανονικα ομως) τοτε ισως καποια στιγμη να αναστηθουμε.
Αν δε γινει αυτο θα ειμαστε για χρονια στην ενταντικη, σε μηχανικη υποστηριξη...
Δεν έχουμε πεθάνει, δεν εχουμε χρεωκοπησει ακόμα απο οικονομική άποψη, γιατί πνευματικά και ηθικά εχουμε χρεωκοπήσει προ πολλού.
Επι τη ευκαιρία να παραθεσω ενα αλλο ενδιαφέρον κείμενο σχετικό με το θέμα απο Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος.
Ο άνθρωπος χρεοκόπησε.Γενιές και γενιές ελληνοπαίδων μεγάλωσαν με πρότυπα παιδείας την αποταμίευση και την οικονομία. Οι εικόνες – εντός και εκτός σχολείων - με τα εργατικά μυρμήγκια και τις εργάτριες μέλισσες ενάντια στο ράθυμο τζίτζικα και το λάγνο κηφήνα, και οι προτροπές τύπου «φασούλι το φασούλι…», άφησαν το στίγμα τους σε μια εποχή που ταλανίστηκε από εθνικές καταστροφές, πείνα, κατοχή και εθνικό διχασμό. Ο εθνικός κορμός, ή αλλιώς η μεσαία τάξη, σφυρηλάτησε τις αντοχές της σε αντίξοες συνθήκες και φαίνεται ότι βγήκε με ισχυρότερα αντισώματα. Μια-δυό γενιές ανθρώπων που έζησαν με σύνδρομα άγνωστα στους νεώτερους, κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να δημιουργήσουν...
Η εικόνα της γιαγιάς ή της μάνας που καθάριζε το πιάτο της με το ψωμί γιατί «είναι αμαρτία να μείνει το λαδάκι», δείχνει το μέτρο που συγκρότησε ο Έλληνας στα μεταπολεμικά χρόνια. Αν η εικόνα αυτή φαντάζει σήμερα σε κάποιους γραφική, η απάντηση είναι στον ίδιο βαθμό αποστομωτική: κάποτε το στερήθηκε. Αυτή η στέρηση, όσους δεν σκότωσε (ηθικά), δημιούργησε στους περισσότερους ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας που ωστόσο ενθάρρυνε μικρές ή μεγάλες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στα χρόνια που ήρθαν. Το φαινόμενο του φτωχού μετανάστη που σήμερα είναι μέλος της οικονομικής ελίτ σε Νέα Υόρκη, Τορόντο και Μελβούρνη, γεννήθηκε εν πολλοίς από το βίωμα της στέρησης που έζησαν αυτοί ή οι πατεράδες τους. Σε περιπτώσεις όπως η χώρα μας όπου το στρεβλό οικονομικό περιβάλλον δεν επέτρεψε τη δημιουργία υγιούς επιχειρηματικής συνείδησης, το κέρδος ήταν (όπου ήταν) ηθικό. Μάθαμε, δηλαδή, να καθορίζουμε τις ανάγκες μας μέχρι εκεί που μπορούμε να απλώσουμε το ζωνάρι μας, και όχι το αντίθετο!
Όμως ο Εφιάλτης περίμενε στη γωνία για να δείξει το δρόμο στους βαρβάρους. Και αυτοί δεν ήταν άλλοι από τη ρίζα της ανθρώπινης φύσης που αναζητεί την άκρατη ευδαιμονία, άρα την χωρίς όρια κατανάλωση υλικών αγαθών, σε συνδυασμό με την αποφυγή οποιουδήποτε κόστους. Όλα αυτά πρωταγωνιστές σε έναν θίασο κυβερνητών διεφθαρμένων, ανοργάνωτων, χωρίς ίχνος αγάπης για τη χώρα.
Πιο πεζά. Η δαπάνη, και η σπατάλη περισσότερο, υπηρετεί το περίφημο ακόρεστο των αναγκών, που αντιμάχεται τον περιορισμό των πόρων, τη φειδώ, τη λελογισμένη χρήση στο διαθέσιμο εισόδημα. Αυτή η διαμάχη δημιουργεί το περίφημο Οικονομικό Πρόβλημα. Πώς να φτάσεις στο βέλτιστο αλλά και έντιμο συμβιβασμό των δύο; Με ποιο τρόπο θα γίνει το νεγκότσιο, που έγραφε ο Λασκαράτος;
Και πιο απλά. Στον homo economicus, το ζήτημα έγκειται στο να ικανοποιήσει στο μεγαλύτερο βαθμό τις απαιτήσεις της ευημερίας του, έχοντας πεπερασμένα μέσα. Στο σύνθετο αυτό και δυσεπίλυτο πρόβλημα, οι Έλληνες απάντησαν ελληνικά. Ακολούθησαν, όπως πάντα, την οδηγητική προσταγή που όριζε, ανάμεσα στην Ανάγκη και την Ελευθερία να πορεύεται ο έλλογος άνθρωπος, με γνώμονα το Μέτρο και κριτή τη Δίκη. Η λύση που πρότειναν οι Έλληνες δεν μπορούσε παρά να υπακούει στη λογική, και συνακόλουθα στη διαλεκτική της φύσης, την ίδια «επαγωγική» λύση, που πρότεινε αιώνες μετά ο Ρουσσώ στο πεδίο της παιδαγωγικής λέγοντας: «Να μειώνεις τις ανάγκες σου σημαίνει να αυξαίνεις τη δύναμή σου».
«Μηδέν χρημάτων ένεκα, πράττειν» τονίζει το Δελφικό παράγγελμα, μη κάνεις τίποτε, δηλαδή, για χάρη των χρημάτων, γιατί η μοίρα μάς έπλασε να δοκιμάζουμε την αντοχή μας, χρημάτων ένεκα, στο σταυροδρόμι της Αρετής με την Κακία, να τριβόμαστε σε διλήμματα ζωής και συνθήκες αντίξοες, ανυπόδητοι στην κόψη του σπαθιού, όπως όρισε ο Λιαντίνης, να αξιωθούμε τέλος να υψωθούμε στην οντολογική μοναδικότητα του Εσθλού.
Αν δοκιμάζαμε, σήμερα, να εξηγήσουμε τη συγγένεια που κατ΄ευφημισμό και τόσο αυτάρεσκα λέμε πως μας ενώνει με την κλασική Ελλάδα, θα έπρεπε πρώτα να πιούμε μπάφους και να παίξουμε pro που λέει και το σύγχρονο άσμα, γιατί αν η ορθή πολιτική αποτελεί λειτούργημα που αναζητάει κανόνες ορισμού στη διάκριση του δικαίου από το άδικο, του αγαθού από το κακό, του ηθικού από το αξιοκατάκριτο - όπως απαιτεί ο Πλατωνικός Ευθύφρων - εμείς, επευφημήσαμε την πολιτική σαν τέχνη επιβολής των επιτηδείων στο θέαμα και το ακρόαμα.
Χειροκροτήσαμε και επιδοκιμάσαμε αυτούς που έταζαν αγαθά ανέφικτα αλλά προκλητικά στη φαντασία, βλέποντας ταυτόχρονα στο «τελεβίζιο» το δικό μας είδωλο στον καθρέφτη. Γιατί αντί να οπλίσουμε την Πολιτεία με «αγρυπνίες» ατομικών συνειδήσεων μέσα στην κοινωνική κονίστρα, εδραιώνοντας έτσι τη Δημοκρατία, επιλέξαμε την αδράνεια του καναπέ και τη θαλπωρή της εφησύχασης.
Αναζητήσαμε την ισότητα, όχι στο πλαίσιο της «ισηγορίας», και της «ισονομίας» που δίδαξαν ο Σόλωνας κι ο Κλεισθένης, αλλά στη φενάκη της μόστρας, της επίδειξης πλούτου και χλιδής, στη λαρτζ βερσιόν της εικόνας των νεόπλουτων οικογενειών, που πλάσαραν τη δεκαετία του '60, ευτελείς ταινίες, ευτελών παραγωγών. Ξέρετε τι συνθέτει την κράση αυτών των «ηρώων»; Οκνηρία, θρασυδειλία και πριαπισμός. Αν προσθέσει κάποιος τον ζαμανφουτισμό, τη λαιμαργία και την πώρωση, έχει περιγράψει επακριβώς τον Νεοέλληνα.
Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν στην αντινομία της παραοικονομίας και του υγιούς ανταγωνισμού, της εισφοροδιαφυγής και της απαίτησης του κράτους Πρόνοιας, του φοροφυγά και του κράτους Δικαίου, του μεταπράτη και του ρέκτη, του λουφαδόρου και του επιμελούς εργαζόμενου στο Δημόσιο.
Υπακούοντας σε παράταιρα κελεύσματα της νεόκοπης πάλαι ποτέ δημοκρατίας μας, εμπιστευτήκαμε δημαγωγούς και όχι δημεγέρτες, γιατί η φωνή τους ήταν λάγνα μουσική και οι εξαγγελίες τους ικανοποιούσαν δικά μας απωθημένα. Στο τέλος δεν ξεχωρίζαμε οι θύτες από τα θύματα, αν και η ανέχεια ήταν δική μας αποκλειστικά, καθώς οι άλλοι θεσμοθετούσαν στα μέτρα τους, την ασυδοσία και ασυλία.
Ίσως γι’ αυτό ο Λιαντίνης έγραψε:
«Τρεις είναι σήμερα οι πληγές που πεθαίνουν την Ελλάδα, όπως η πανούκλα εσάρωνε τη Θήβα στην εποχή του ανίδεου Οιδίποδα. Οι πολιτικοί, οι δάσκαλοι, και οι δημοσιογράφοι με όλα τα ιδιωτικά Media. Πρόκειται για τρεις ορδές συφοράς, που είναι να παλουκώνεις τη μία και να πατταλεύεις την άλλη».
Υπακούοντας ακόμη στο συρμό του εύκολου κέρδους, εκχωρήσαμε αστόχαστα τον πλούτο μας, στον πρώτο τυχόντα αεριτζή, σπεκουλαδόρο και ντίλερ, επιδιώκοντας κέρδος ανέφικτο, που όμως με εκπληκτική ευφράδεια μας πλάσαρε και μας υποσχόταν.
Αυτόν τον «κακόσημο» (λαμόγιο τον είπανε), θεωρήσαμε πρότυπο εμπιστοσύνης, και ενδώσαμε στις προτροπές των φερέφωνων (παπαγαλάκια τα βάφτισε ο λαός) που τόσο ύπουλα και μπαμπέσικα, μας πλάνεψαν ως άλλες σειρήνες, ξεχνώντας πως ο αλήτης από την Ιθάκη, είχε κερώσει τα αυτιά του περνώντας από τον κάβο των πειρασμών.
Σαν έγινε ο πρώτος χαλασμός και χάθηκε το βιός μας μυαλό δεν βάλαμε, γιατί γευτήκαμε έστω για λίγο το μέλι, ανεβήκαμε σε ανώτερο επίπεδο ευημερίας, σα να λέμε από το ισόγειο στο ρετιρέ αλλά μόνο για επίσκεψη, όχι για κατοικία. Κι αυτό μας χαλούσε, μας πλήγωνε, κι ας γνωρίζαμε πως είχε πάει στράφι η μονέδα μας. Όμως το μέλι είχε γεύση γλυκιά, και μας έλειπε, όπως το σύνδρομο στέρησης στον τοξικομανή. Και σαν δεν είχαμε πλέον χρήματα, αποφασίσαμε να δανεισθούμε ακόμα και χωρίς αντίκρυσμα, αρκεί να έχουμε τις διακοπές, το αυτοκίνητο, την εξάρτιση του σκι και το λίφτινγκ της σύνευνης.
Κι όπως δανειζόμασταν εμείς, έτσι έκανε και η χώρα, υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών μας, ώσπου μία μέρα, η χοντρή γυναίκα του παιδικού τραγουδιού, βγήκε και φώναξε: Νιξ φαί !!! Που σημαίνει:
Το κράτος δεν έχει να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Παύσις πληρωμών-στάσις εμπορίου, σύμφωνα με το Εμπορικό Δίκαιο. Και από κοντά οι «σύμμαχοι»: «Αν θέλετε χρήματα θα σας δώσουμε, αλλά με τους δικούς μας όρους. Μειώστε μισθούς, συντάξεις…». Γιατί έτσι γίνεται πάντα σε όλους τους χρόνους και σε όλες τις κοινωνίες. Από τη δημοκρατία του Περικλή μέχρι τη δικτατορία του Στάλιν, ο δανειστής βάζει τους όρους.
Και τότε τα παιδιά σηκώθηκαν και βγήκαν στους δρόμους, όπως έλεγε το τραγούδι της αντίστασης. Όχι με κάποιο όραμα, όπως το ’74 στην Πλατεία Συντάγματος, καταγγέλλοντας το φασισμό στη Χιλή και τον ιμπεριαλισμό στην Κύπρο, αλλά με μίσος, τυφλή οργή και ενίοτε με τρικυμία στο κρανίο να αποφαίνονται «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», ρίχνοντας Λυκούργο και Σόλωνα στην πηγάδα της ασημαντότητας. Βέβαια, αυτή η τρικυμία που στις μέρες μας έχει πάρει τη μορφή έκνομης πολιτικής αλητείας (ανυπακοή στους νόμους και στις αποφάσεις των δικαστηρίων) αλλά και ανοησίας («όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις επιλογές μας, φταίει η πραγματικότητα») έχει τις ρίζες της πολύ πίσω, τότε που «η ανεμυαλιά των λογίων φύτεψε στη χώρα έναν σοσιαλισμό ασύνταχτο στα ελληνικά μέτρα» όπως θα πει με αφοβία απέναντι στην «αριστερίλα» της διανόησης ο Λιαντίνης. Είναι η ίδια τρικυμία που χάρισε τον ελληνοκεντρικό πολιτικό στοχασμό σε χώρους ξένους (επίσης) προς το ελληνικό μέτρο (βλ. άκρα δεξιά).
Γιατί αφού λαθέψαμε στη ζωή μας και πάθαμε, δεν είδαμε τον ξένο και τον εχθρό στον καθρέφτη, που λέει ο Σεφέρης. Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στο πρόσωπο του βουλευτή, λές και κάθισε με το ζόρι στο σβέρκο μας, λες και δεν τον ψηφίσαμε. Τον είδαμε ακόμη στο πρόσωπο του αργόσχολου και χαραμοφάη του Δημοσίου, λες και εμείς δεν περάσαμε κάποτε πόρτες και πύλες για να διορισθούμε. Κι ακόμη τον είδαμε απρόσωπα, να διαχέεται στο ανθρώπινο πλήθος, ως εργαζόμενος, εισοδηματίας, εργάτης και μεταπράτης, ενώ εμείς τυφλωμένοι από την Άτη, πάντα άσπιλοι και αγνοί στην ηδυπάθειά μας, εκτονωθήκαμε, παραδίδοντας στην πυρά όχι πια βιβλία και ιδέες αλλά ανθρώπινες υπάρξεις, νέες στιβαρές και εύμορφες. Μπορεί να μη μετείχαμε στο ανοσιούργημα, αλλά και δεν στέρξαμε στην αποφυγή του.
Τούτη την ώρα ανακαλούμε στη μνήμη μας τα λόγια του Λιαντίνη στο Ηρώδειο όπου, ως άλλος «αιματολόγος» του πολιτισμού μας, ερμήνευσε χρόνους πολλούς πριν, το «Τέθνηκε ο μέγας Παν» που αναφώνησε ο Θαμούς:
«Όχι δεν πέθανε ο θεός, ο άνθρωπος πέθανε», έκρινε πικρά ο έλληνας δάσκαλος.
Ακολούθησε στερνός λόγος, προφητικός, προς το παιδί του, προς όλους μας:
«Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.»
Πόσο ζωντανά που ηχούνε αυτά τα λόγια σήμερα... Που το πλήθος γαβγίζει τη φωνή του πότε με πλακάτ στην οδό Σταδίου και πότε με σφηνάκια στα ορθάδικα της παραλιακής. Που πολιτικοί, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, γιατροί, δικηγόροι και δημοσιογράφοι δεν ακούνε πια εκείνο το αηδονάκι που το λένε ήθος. Γιατί το σκότωσαν. Έτσι πια γίναμε όλοι μας, πρόδρομοι, αφομοιωτές και τελεστές ηθικής δυσανεξίας.
Τα λόγια αυτά απαιτούν σήμερα, αντί για δέηση στους πλείστους ζωντανούς νεκρούς τού σήμερα, να στρέψουμε την προσοχή μας στις αθώες νέες γενιές που έρχονται. Να πάψει το κακό και το έγκλημα σε βάρος τους. Να διδάξουμε στο άγνωστο ελληνόπουλο, στον αυριανό πολίτη και κυβερνήτη, τη φράση του Πλούταρχου στη βιογραφία του Λυκούργου:
τὸ γὰρ ὅλον καὶ πᾶν τῆς νομοθεσίας ἔργον εἰς τὴν παιδείαν ἀνῆψε.
Και αφού μάθει το μέγα καλό και πρώτο της παιδείας, τότε ένα θάχει στο νου του να «λαφοκυνηγήσει στα όρη τη γνώση, την τιμή, την ειλικρίνεια στην πηγή και τη βάση».
Έτσι θα ξεχρεώσει.