Η Εξοδος του Μεσολογγίου και η σύγχρονη Ελλάδα
Γιορτάζουμε, λένε, αύριο, την επέτειο της ηρωϊκής εξόδου των υπερασπιστών του Μεσολογγίου. Θα εκφωνηθούν, για μια ακόμη φορά, δεκάδες πανηγυρικοί λόγοι και θα χυθεί, πάλι, πολύ περισσότερο μελάνι σε άρθρα και δημοσιεύματα που θα εξυμνούν την ηρωϊκή στάση αυτών που προτίμησαν να πεθάνουν ελεύθεροι παρα να συνθηκολογήσουν με τον εχθρό κατακτητή.
Αναλογιζόμενος, όμως, τα τεκταινόμενα στη σύγχρονη Ελλάδα, την Ελλάδα των μνημονίων, σκέπτομαι: Μήπως οι άνθρωποι εκείνοι δεν ήταν ήρωες, αλλά απλώς ανόητοι ρομαντικοί; Αν είχαν την ικανότητα να προβλέψουν το μέλλον και να ιδούν τη συμπεριφορά μας, ημών των νεοελλήνων, ίσως είχαν ενεργήσει διαφορετικά.
Θα μπορούσαν ,τότε, να διαλέξουν τη φρόνιμη οδό του συμβιβασμού, τη λύση της παράδοσης της πόλης με ταυτόχρονη ασφαλή αποχώρηση τους από αυτήν, όπως συχνά τους προτάθηκε από τους Τούρκους πολιορκητές. Και θα το έκαναν αυτό βλέποντας εμάς, να παραδίδουμε ολόκληρη χώρα, αυτήν που εκείνοι έχυσαν το αίμα τους για να ελευθερώσουν, στους ξένους πιστωτές μας ως ενέχυρο για τα δάνεια που μας έδωσαν. Αυτοί όμως τι απάντησαν, οι ανόητοι και αδιάλλακτοι; «Τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών της». Αντί να μιμηθούν εμάς, που για να εξασφαλίσουμε την ευμάρεια, ή έστω την επιβίωση, του τομαριού μας, θυσιάσαμε τα πάντα στο βωμό του ευρώ, αυτοί, αυτοεξαπατημένοι από ένα ρομαντικό όνειρο ελευθερίας και ανεξαρτησίας, έφθασαν στο σημείο να πεινάνε ή να τρώνε γάτες και ποντίκια για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Τι ανήκουστη συμπεριφορά, μέχρι που μπορεί να φθάσει ο αρρωστημένος ανθρώπινος ψυχισμός; Και το επίσης εκπληκτικό, ήταν όλοι τους ομόφωνα προσηλωμένοι στο όραμα της ασυμβίβαστης και μέχρις εσχάτων υπεράσπισης της ελευθερίας της πόλης και της πατρίδας τους. Καλά, απορώ. Δεν βρέθηκε ούτε ένας ανάμεσα τους, όμοιος αυτών που αφθονούν στη σημερινή Ελλάδα, να τους πείσει για το μάταιο και ανώφελο της προσπάθειας τους; Δεν βρέθηκε στην πόλη του Μεσολογγίου ούτε ένας ομοϊδεάτης της νεοελληνικής πολιτικο-δημοσιογραφικής ανθρωποπανίδας, των παπαγάλων της αναγκαιότητας των μνημονίων και των τσοπανόσκυλων της στάνης του ευρώ, που αλυχτούν λυσσασμένα προς όποιον τολμήσει να εκφράσει την άποψη για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, να τους μεταπείσει και να τους μεταστρέψει από τον μάταιο και ασύνετο αγώνα τους;
Καλά, τι σόϊ άνθρωποι ήταν αυτοί; Να μη μοιάζουν διόλου ηθικά και πνευματικά στους βιολογικούς απογόνους τους; Να είναι τόσο «υπεράνω» υλικών επιθυμιών και αναγκών; Τι κρίμα που έζησαν στις αρχες του 19ου αιώνα, με τόσο οπισθοδρομικές αξίες και ιδανικά και δεν ζούν στη σημερινή Ελλάδα του 21ου αιώνα. Αν ζούσαν σήμερα, θα τους μαθαίναμε τις δικές μας σύγχρονες αξίες και υψηλούς στόχους της ζωής μας. Θα τους μαθαίναμε να ονειρεύονται ένα πολυτελές σπίτι και ένα εξοχικό με ιδιωτική πισίνα, για να περνάνε άνετα και ανέμελα με τη φαμίλια τους, επιδεικνύοντας το κοινωνικό status των στον κοινωνικό περίγυρο. Θα τους μαθαίναμε να ορέγονται να αποκτήσουν ένα ωραίο αυτοκίνητο, μια BMW, μία Mercedes, ένα SUV 4x4 τελοσπάντων, να το καβαλήσουν και να «πουλήσουν μούρη» στην τοπική κοινωνία, καμαρώνοντας σαν γύφτικα σκεπάρνια με αλαζονική ικανοποίηση από το θαυμασμό και τη ζήλεια του συμπολίτη που δεν κατάφερε να αποκτήσει κι αυτός ακριβό αυτοκίνητο. Θα τους πείθαμε για την αξία να συσσωρεύουν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, εγχώριους ή φορολογικών παραδείσων του εξωτερικού, ποσότητας ικανής να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειας των και των απογόνων τους μέχρι τετάρτης γενεάς. Θα τους εμπνέαμε τη φιλοδοξία να εποφθαλμιούν μία θεσούλα στο Δημόσιο ή άλλους επίζηλους οργανισμούς και την προθυμία να ξεπουλήσουν τη συνείδηση και τη ψήφο τους στους πολιτικούς που θα τους «βολέψουν», ακόμα και αν αυτοί οι πολιτικοί θυσιάσουν την πατρίδα τους στο βωμό της «πάσῃ θυσίᾳ» παραμονής στο ευρώ. Θα τους εμφυσούσαμε την αξία της αρπαχτής και της αραχτής, την απόλαυση του να κάθεσαι στον καναπέ σου και να απολαμβάνεις ατάραχα Champions’ League (οι άνδρες), Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή (οι γυναίκες), σερφάρισμα στο Ιντερνετ και το Facebook (η νεολαία), την ώρα που ο κόσμος γύρω σου καίγεται, οικογένειες πεινάνε, βυθίζονται στην εξαθλίωση και την κατάθλιψη, την ώρα που όνειρα για μια αξιοπρεπή ζωή γκρεμίζονται βίαια και άνθρωποι αυτοκτονούν από την απελπισία. Θα τους εκπαιδεύαμε στη δεξιότητα του συμβιβασμού, στην αξία της υποταγής στην εξουσία των ισχυρών, στην τέχνη του να κλείνεις μάτια, αυτιά και στόμα στη διαφθορά, τις απατεωνιές και τις λαμογιές του πολιτικού κατεστημένου και, επιπλέον, θα τους συνιστούσαμε να τους ψηφίζουν κιόλας, ως επιβράβευση για την πολιτική και ηθική αλητεία τους και ως παρότρυνση να ολοκληρώσουν τη λεηλασία και το ξεπούλημα της χώρας. Θα τους συνιστούσαμε τη βολική συμπεριφορά της μοιρολατρικής αντιμετώπισης της κατάστασης, που εκφράζεται είτε με το «δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», είτε με την παθητική προσμονή της σωτηρίας μας από τον Θεό (οι Χριστιανοί) ή από την εξέγερση της εργατικής τάξης (οι αριστεροί), με άλλα λόγια χωρίς εμείς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας για να αντισταθούμε. Θα τους συμβουλεύαμε να έχουν συνετή και ρεαλιστική πολιτική κρίση, να ενστερνιστούν την αξία της σώφρονος υποτέλειας στο εγχώριο και ξένο πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο. Θα τους εξηγούσαμε ότι η υποταγή στις εθνικά ατιμωτικές απαιτήσεις των (λυκό)φιλων δανειστών μας είναι μία αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από σύνεση και ρεαλισμό. Αλλωστε, αυτό το έχουμε μάθει καλά από τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας, ότι δηλαδή η αρνητική διεθνής γεωπολιτική συγκυρία και η έλλειψη εξωτερικών συμμάχων δεν ευνοούν πατριωτικούς «ηρωϊσμούς».
Βέβαια, εδώ υπήρχε το ενδεχόμενο κάποιος ανεπίδεκτος μαθήσεως και αθυρόστομος Μεσολογγίτης αγωνιστής να ξεσπάσει ως εξής (σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση): «Τι μας τσαμπουνάτε, ρε μ…… γραμματιζούμενοι τού κ…., μήπως ήταν ευνοϊκή η πολιτική συγκυρία το 1821 που ξεσηκωθήκαμε; Από τη μιά είχαμε να πολεμήσουμε μια ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία , από την άλλη είχαμε τη Χριστιανική Ευρώπη με τις κυβερνήσεις της και την Ιερή Συμμαχία εχθρικές σε κάθε περίπτωση εξέγερσης. Κι όμως, κάναμε την αποκοτιά να επαναστατήσουμε για την ανεξαρτησία μας και στο τέλος τα καταφέραμε».
Σ’ αυτό το σημείο, οργισμένοι έξω φρενών οι ευρωλάγνοι «διανοητές» και υπέρμαχοι της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, ξιφουλκούν και αντεπιτίθενται:
«Σιγά, ρε άξεστα και αμόρφωτα υποκείμενα, που καταφέρατε κάτι. Εμείς οι νεοέλληνες απόγονοι σας, πολύ σοφότεροι και ωριμότεροι απο εσάς, πετύχαμε να διορθώσουμε τα ιστορικά λάθη σας.
«Αντικαταστήσαμε το όραμα σας για ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα από το όραμα για ένταξη και παραμονή στην ευρωζώνη με κάθε τίμημα. Και δεν πειράζει που οι περισσότεροι από εμάς σε λίγο δεν θα διαθέτουμε ούτε ευρώ τσακιστό στην τσέπη μας. Είναι μεγάλη η ηθική ικανοποίηση να σκέφτεσαι ότι κάποιοι συμπατριώτες σου, έστω λίγοι, «τά έχουν χοντρά» και μπορούν να συναλλάσσονται με τους ευρωπαίους στο κοινό ισχυρό νόμισμα. Δίνει άλλο κύρος, άλλο πρεστίζ στη χώρα μας. Ούτε πάλι είναι τόσο τραγικό, όπως το παρουσιάζουν μερικοί υστερικοί αντιφρονούντες, που η χώρα βουλιάζει στην κοινωνική εξαθλίωση και εκχωρεί τον εθνικό της πλούτο για να το πετύχει. Όλα τα υψηλά οράματα και ιδανικά έχουν κάποιο κόστος. Και η παραμονή στο ευρώ είναι το υψηλό όραμα της νέας Ελλάδας, η νέα Μεγάλη Ιδέα του έθνους.
«Διορθώσαμε το λάθος σας να αγωνισθείτε για εθνική απελευθέρωση και κοινωνική δικαιοσύνη. Είχαμε ήδη παραχωρήσει τη νομή της χώρας σε μεγάλα εγχώρια πολιτικά και οικονομικά «τζάκια». Τώρα, με την ευκαιρία των μνημονίων, δίνουμε τη δυνατότητα στους ξένους να εκμεταλλευθούν και αυτοί τις εθνικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως είναι δίκαιο με βάση τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Ετσι κι αλλιώς ο λαός μας έχει συνηθίσει την εκμετάλλευση του φυσικού και ενεργειακού πλούτου της χώρας από γνωστές παραδοσιακές και σεβαστές οικογένειες της εντόπιας πολιτικο-οικονομικής ολιγαρχίας. Ετσι διόλου δεν θα τον πειράξει τώρα που θα προστεθούν δίπλα σ’ αυτές και ξένες οικογένειες, οικονομικής εμβέλειας και επιφάνειας ανάλογων των Σόρος, Ρότσιλντ κλπ., καθώς και αξιοσέβαστοι διεθνείς τραπεζικοί οίκοι. Τώρα, αν αυτοί απομυζούν και λεηλατούν τον εθνικό πλούτο, εμείς τι να κάνουμε; Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και πρέπει να τηρούμε τους κανόνες του fair-play.
«Αλλωστε, οι αγώνες για εθνική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη συνεπάγονται ένα απαράδεκτο για μάς ρίσκο. Διακινδυνεύουν την ατομική υλική ευμάρεια, την ασφάλεια, το «βόλεμα» στην καθημερινότητα μας και, σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμα και τη ζωή μας, όπως απέδειξε ο αγώνας ο δικός σας και των άλλων αγωνιστών του ’21. Εσείς ειδικά, τι ζόρι τραβάγατε και από τι ψυχολογικά βίτσια υποφέρατε, που ανταλλάξατε τη φρονιμάδα τής συμβιβαστικής αποχώρησης σας από την πόλη, έχοντας κέρδος τη ζωή σας, με τον παραλογισμό μιάς μάταιας αντίστασης και ενός επίσης μάταιου και μαρτυρικού θανάτου;»
Το μυαλό μου είχε γίνει πεδίο μάχης των δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων θέσεων και νοοτροπιών και βούϊζε από τη σφοδρή αντιπαράθεση τους. Εντονότερα όμως αντηχούσε στο νού μου ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός της αντίστασης του Μεσολογγίου από τους «ρεαλιστές» πολέμιους της ως μάταιας. Ηταν πράγματι έτσι; Η Αντίσταση και η Εξοδος του Μεσολογγίου ήταν αναποτελεσματικές, δεν είχαν καμμία θετική επίδραση στην επιτυχή έκβαση της επανάστασης του ’21; Οι εκδηλώσεις μνήμης και τιμής στους μέχρι θανάτου υπερασπιστές του είναι απλώς η συγκαταβατική έκφραση φιλοφροσύνης σε κάποιους ρομαντικούς αυτόχειρες πατριώτες, που θα ήταν προτιμότερο να διάλεγαν άλλο, αποτελεσματικότερο τρόπο αντίστασης;
Ανοιξα τα βιβλία της Ιστορίας για να βρώ την απάντηση. Τη βρήκα και ήταν αδιαμφισβήτητη και αποστομωτική για τους «ρεαλιστές» του συμβιβασμού και του ραγιαδισμού. Η ηρωϊκή Αντίσταση και η Εξοδος ξεσήκωσαν τέτοιο κύμα φιλελληνισμού στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης, που οι κυβερνήσεις τους υποχρεώθηκαν, απρόθυμα βέβαια, να στείλουν συμμαχικό στόλο για έλεγχο της κατάστασης, εξέλιξη που οδήγησε, όπως είναι γνωστό, στην καταλυτική για την επιτυχία της επανάστασης ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ούτε ο πιο αισιόδοξος αγωνιστής του ’21 δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια εξέλιξη όταν η Ελληνική επανάσταση έσβηνε, μέρα με τη μέρα, από τις ορδές του Ιμπραήμ πασά.
Άντε τώρα να τα εξηγήσεις αυτά, με όρους ψυχρής και τετράγωνης λογικής, στους εγχώριους συνήγορους της αναγκαιότητας της υποχωρητικότητας μας στις ιταμές αξιώσεις του Ευρω-Διευθυντηρίου και σ΄όλα τα ανθρωπάκια τα προσκυνημένα στη δωσίλογη κυβέρνηση των μνημονίων. Είναι αδύνατον, δεν γίνεται. Διότι όταν ένας λαός παλεύει «ψυχῄ τε και σώματι», με νύχια και με δόντια για την ελευθερία του, ενεργοποιούνται άλλοι, μυστηριώδεις μηχανισμοί που τον βοηθούν, ενάντια σ’όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις και τις αντιξοότητες, να κατορθώσει το ποθούμενο. Ισως είναι ο Θεός, Θεός ελευθερίας και αγάπης ο ίδιος, που συμπαθεί τους ελεύθερους και τολμηρούς ανθρώπους και κινεί αόρατα τα νήματα της Ιστορίας με τρόπο που να πετύχουν το στόχο τους. Ή ίσως ισχύει αυτό που λέει ο Πάουλο Κοέλο στον «Αλχημιστή»: «όποιος θέλει κάτι πάρα πολύ, συνωμοτεί το σύμπαν για να πραγματοποιηθεί ο στόχος του».
Ανεξαρτήτως τού τί εκ των δύο συμβαίνει, ένα είναι σίγουρο. Αξίζει να μάχεσαι για την ελευθερία σου, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να χάσεις. Διότι τελικά, όπως πάλι ο Κοέλο έχει πεί, «ηττημένος δεν είναι αυτός που χάνει, αλλά αυτός που παραιτείται».