μέρος 2:
Και μια και μιλάμε για τα κριτήρια της αμέλειας στο χώρο, όπως μπορούμε να τον αποκαλούμε, του ιατρικού ποινικού δικαίου, οφείλω εδώ να διευκρινίσω και να τονίσω ότι δεν είναι ορθό, ούτε επιτρεπτό οι τυχόν εξαιρετικές επιτυχίες ή επιδόσεις σε δύσκολα περιστατικά ενός ιατρού ή οι ιδιαίτερες κατά περίπτωση ικανότητες του, που συχνά αναγνωρίζονται στον ιατρικό κόσμο, να επιβαρύνουν δυσανάλογα σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους του την ποινική ευθύνη του, δηλαδή με την έννοια η έννομη τάξη και η δικαιοσύνη να αξιώνουν απ’αυτόν βαρύτερες απαιτήσεις με τη μορφή της επίδειξης εκ μέρους του μιας ιδιάζουσας και ανώτερης επιμέλειας στην αντιμετώπιση του κάθε περιστατικού. Και τούτο διότι, αν συνέβαινε το τελευταίο, ο ιδιαίτερα επιμελής ή ικανός ιατρός θα αντιμετωπίζονταν ποινικά αυστηρότερα από το μέσο συνάδελφο του, κάτι που φαντάζει άδικο και άτοπο. ΓΓ αυτό το ορθό και ασφαλές κριτήριο για τη διαπίστωση της έλλειψης ή μη της προσοχής του ιατρού κατά την αντικειμενικά εσφαλμένη αντιμετώπιση ενός ιατρικού περιστατικού είναι η προσοχή και η επιμέλεια που έπρεπε να επιδείξει ο μέσος ιατρός, της ίδιας ειδικότητας και με την ανάλογη εκπαίδευση και εμπειρία, υπό τις παρόμοιες συνθήκες του προς αντιμετώπιση ιατρικού περιστατικού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή του μέσου κριτηρίου της αμέλειας και του κατά περίπτωση προσδιορισμού της, η ποινική αντιμετώπιση των ιατρών είναι και δίκαιη και ισότιμη ως προς τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια.
Επομένως μόνον αν συντρέξουν όλες σωρευτικά οι παραπάνω αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της αμέλειας, που προσδιορίζει και εξειδικεύει το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, τότε μπορεί να κριθεί ένοχος ο ιατρός ότι πραγμάτωσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις.
Εδώ όμως και ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία ένα ουσιώδες ζήτημα που θα τονίσω με έμφαση. Σε επικίνδυνες ή οριακές για τον ασθενή περιπτώσεις ο ιατρός πρέπει να παίρνει το ρίσκο μιας κρινόμενης lege artis ως αναγκαίας μεν ιατρικής πράξης αλλά με αμφίβολα κατά την ιατρική επιστήμη πιθανά αποτελέσματα, προκειμένου είτε να βελτιώσει την υγεία του ασθενούς είτε να αποτρέψει την άμεση επιδείνωσή της ή τον θάνατο του. Αν -ατυχώς- αυτή η ιατρική πράξη δεν επιτύχει το στόχο της, κάτι που κατά την ιατρική επιστήμη ήταν, ως ελέχθη, ενδεχόμενο, το ποινικό δίκαιο εδώ δεν έχει έδαφος εφαρμογής. Αν δεχθούμε την αντίθετη άποψη, που δεν είναι φυσικά ορθή, ψαλλιδίζουμε την αναγκαία πρωτοβουλία του ιατρού στα δυσχερή ή επικίνδυνα περιστατικά προς βλάβη του αληθούς κατά την επιστήμη συμφέροντος του ασθενούς. Δηλαδή στην τελευταία αυτή περίπτωση θα φάνταζε το άτοπο ότι η έννομη τάξη εξωθεί τον ιατρό στην κατακριτέα, όπως προαναφέρθηκε, και παρακμιακή αμυντική ιατρική.
Ως προς την τελευταία, αξίζει να σημειωθεί, ότι έντονα επικρίθηκε αυτή στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος συνέδριο, που διοργανώθηκε το Νοέμβριο του 2009 στη Θεσσαλονίκη από το ερευνητικό Δίκτυο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ονομασία «Σύγχρονη Ιατρική Πράξη, Βιοϊατρική και Δίκαιο» με θέμα του συνεδρίου Ή ιατρική Ευθύνη στην πράξη» και με μικτή συμμετοχή ιατρών και νομικών. Κατ’ αυτό ο καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας και Ανθρώπινης αναπαραγωγής της ιατρικής Σχολής του ανωτέρω Πανεπιστημίου Βασίλειος Ταρλατζής, επικρίνοντας την αμυντική ιατρική, μεταξύ άλλων επισήμανε ότι «ο φόβος μιάς δικαστικής εμπλοκής μπορεί να οδηγήσει και έχει ήδη οδηγήσει, ιδιαίτερα τους νέους ιατρούς, να ζητούν με μεγάλη ευκολία και χωρίς απόλυτη ένδειξη πληθώρα εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων και πολύ δαπανηρών, όπως αξονική ή μαγνητική τομογραφία, προκειμένου να αισθάνονται καλυμένοι», με ό,τι αρνητικό αυτή η τακτική συνεπάγεται. Συμφωνώντας και εγώ μ’ αυτές τις ορθές επισημάνσεις συμπληρώνω ότι αυτή η αμυντική, όπως θα λέγαμε, υπερβολή σαφώς δεν είναι αυτό που αξιώνει το Ποινικό μας Δίκαιο. Για το λόγο αυτό, αν οι ως άνω περιττές και καθ’υπερβολή ιατρικές εξετάσεις δεν γίνουν, εφ’ όσον κατά την ιατρική επιστήμη και πρακτική δεν κρίνονταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου περιστατικού, δεν υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού, έστω και αν προκύψει επιδείνωση της υγείας του ασθενούς ή θάνατος. Δηλαδή η παράλειψη της μη ενδεδειγμένης lege artis υπερβολής προς την οποία εξωθεί η αμυντική ιατρική, δεν ελέγχεται ποινικά, αφού εδώ ο ιατρός ούτε σφάλλει αντικειμενικά ούτε αμελεί υποκειμενικά.
Ένα επίσης κρίσιμο ζήτημα απολύτως συναφές με τα προηγούμενα, που πρέπει με σαφήνεια να οριοθετηθεί εδώ και να προσδιορισθεί με βάση τις ρυθμίσεις του ισχύοντος δικαίου είναι η σημασία και οι συνεπαγόμενες έννομες συνέπειες της συναίνεσης ή της άρνησης του ασθενούς να δεχθεί συγκεκριμένη ιατρική πράξη. Σύμφωνα λοιπόν με τα ισχύοντα σήμερα νομοθετήματα το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται ως εξής: Κατ’αρχήν σε κάθε περίπτωση ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να προσφέρει τις υπηρεσίες του, εφ’ όσον ο ασθενής συναινεί. Αν ο ασθενής αρνείται την πραγματοποίηση της ιατρικής πράξης, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού ως προς αυτήν παύει να υπάρχει και επομένως σ’αυτή την περίπτωση δεν διαπράττει ο ιατρός τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια, αν μετά απ’ αυτή την άρνηση επέλθει θάνατος ή επιδείνωση της υγείας του ασθενούς. Η άποψη αυτή κυριαρχεί στο χώρο της επιστήμης του ποινικού δικαίου και της δογματικής του και άλλωστε εδράζεται στην ισχύουσα νομοθεσία. Ειδικότερα η υποχρεωτική θεραπεία, ακόμη και όταν η ζωή του ασθενούς βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, απαγορεύτηκε στο δίκαιο μας ήδη με το άρθρο 47 § 3 Ν. 2071/1992. Αυτή η απαγόρευση κατοχυρώθηκε στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν. 2619/1998 -με κρίσιμο το άρθρο 6 § 1 αυτής- και συνακόλουθα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη τυχόν αντίθετη διάταξη νόμου σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος μας.
Η ίδια απαγόρευση υποχρεωτικής θεραπείας περιλαμβάνεται πλέον, εναρμονισμένη με την ανωτέρω Ευρωπαϊκή Σύμβαση, και στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, όπου ορίζεται μάλιστα ρητά ότι ο ιατρός υποχρεούται να απέχει από οποιαδήποτε ιατρική πράξη χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς. Αυτό προβλέπει το άρθρο 12 § 1 του Κώδικα αυτού, δηλαδή του Ν. 3418/2005. Μάλιστα ακόμη και στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, ο ιατρός σύμφωνα με το άρθρο 12 § 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας μπορεί να επέμβει, χωρίς συναίνεση, μόνον όταν η συναίνεση αυτή δεν είναι δυνατόν να ληφθεί. Έτσι η ανάγκη αντιμετώπισης ενός επείγοντος και κρίσιμου περιστατικού δημιουργεί σε κάποιες περιπτώσεις υποχρέωση παρέμβασης του ιατρού χωρίς εδώ να έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση του ασθενούς και να έχει δοθεί η συναίνεσή του σε συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει όταν ο ασθενής μεταφέρεται σε αφασία και σε απολύτως κρίσιμη κατάσταση σε ένα νοσοκομείο μετά από ατύχημα ή κρίνεται ψυχιατρικά απολύτως ακαταλόγιστος.
Στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 12 § 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, ο ιατρός υποχρεούται να προχωρήσει άμεσα στην εκτέλεση της αναγκαίας ιατρικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος που απειλεί την ζωή ή την υγεία του ασθενούς. Ακούγεται μάλιστα στην περίπτωση αυτή η εκδοχή ότι ο ιατρός θα πρέπει να ζητεί πάντως την σύμφωνη γνώμη των συγγενών του ασθενούς ή των προσώπων που έχουν αναλάβει την επιμέλειά του, όπως στην περίπτωση ανηλίκου. Όμως κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στο Δίκαιο καμία τέτοια υποχρέωση δεν έχει ο ιατρός, αλλά πρέπει άμεσα να προβεί στις αναγκαίες ιατρικές πράξεις για την αντιμετώπιση του κρίσιμου και επείγοντος περιστατικού, καθώς άλλωστε κανένας συγγενής ή πολύ περισσότερο τρίτος δεν μπορεί να διαθέτει κατά βούληση τη ζωή ή την υγεία άλλων προσώπων. Τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως και από το άρθρο 12 § 3 περ. γ’ του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ο εισαγγελέας, ως δικαστικός λειτουργός κατά το άρθρο 88 του Συντάγματος, που ερευνά υπόθεση ιατρικού σφάλματος, έχει την ευχέρεια αλλά και τη νομική υποχρέωση από τα άρθρα 43 και 51 ΚΠΔ, αν από την έρευνά του μέσω της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι συνέτρεξαν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι παραπάνω κατά νόμο ουσιαστικές προϋποθέσεις ύπαρξης ιατρικού σφάλματος, οφειλομένου σε αμέλεια του ιατρού με την προεκτεθείσα έννοια, και συνεπώς αυτός δεν πραγμάτωσε τις αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια ή της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, εδώ οφείλει -ο εισαγγελέας- να μην ασκήσει ποινική δίωξη κατά του ιατρού γι’αυτές τις πράξεις αλλά να θέσει την υπόθεση στο αρχείο ή να απορρίψει την έγκληση του παθόντος αντιστοίχως. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται μία άσκοπη, ψυχοφθόρα και δαπανηρή για τον ιατρό ποινική διαδικασία καθώς και η αδικαιολόγητη δυσφήμησή του μέχρι την τελική αθώωσή του από το ποινικό δικαστήριο, αφού, όπως είπαμε, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προκύπτει ποινικό αδίκημα. Παράλληλα, πρέπει να λεχθεί, ότι έτσι παρεμποδίζεται και μια πιθανή οικονομική εκμετάλλευση μιας αβάσιμης ποινικής δίωξης κατά ιατρού για ιατρική αμέλεια, φαινόμενο γνωστό στην καθημερινή πρακτική.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν στοιχεία μίας υπόθεσης, κατά την οποία ερευνάται ιατρικό σφάλμα, πρέπει να προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από την συναξιολόγηση των ισχυρισμών του τυχόν μηνυτή, των καταθέσεων των μαρτύρων, των εγγράφων της δικογραφίας και των ισχυρισμών του εμπλεκόμενου ιατρού. Μεταξύ των εγγράφων εξέχουσα θέση κατά την αξιολόγηση αυτή επέχει η τυχόν συνταγείσα ιατροδικαστική έκθεση του αρμόδιου ιατροδικαστή.
Ειδικότερα ως προς τους μάρτυρες ιατρούς, ιδίως αυτούς της ιδίας ειδικότητας με τον ελεγχόμενο για αμέλεια ιατρό, που καταθέτουν σε τέτοια υπόθεση επισημαίνονται τα ακόλουθα : Η επιστημονική διερεύνηση του θέματος κατέδειξε ότι, πράγματι, υπάρχει μια επιφυλακτική στάση των ελληνικών δικαστηρίων ως προς την αξιοπιστία των ιατρών-μαρτύρων υπεράσπισης. Αυτή η στάση των δικαστηρίων μερικές φορές φτάνει μέχρι την ευθεία αμφισβήτηση των καταθέσεών τους, όπως έντονα φαίνεται και στις διατυπώσεις της σχετικής με το θέμα αυτό υπ’αριθμ. 1438/2001 απόφασης του Αρείου Πάγου. Είναι αλήθεια ότι η 39χρονη εισαγγελική εμπειρία μου δεν κομίζει αντίθετα συμπεράσματα, καθώς η συναδελφική ή επιστημονική αλληλεγγύη των ιατρών και η πολλές φορές εναγώνια προσπάθειά τους να βοηθήσουν, ως μάρτυρες, τον κατηγορούμενο συνάδελφο τους, ενίοτε γίνεται έκδηλη στα μάτια των δικαστών, οι οποίοι μέχρι ένα βαθμό διστάζουν δικαιολογημένα να αποδεχθούν ισχυρισμούς προδήλως αβάσιμους ή και διαβλητούς. Θεωρώ ότι στην αντίδραση των ιδίων των ιατρών, των Ιατρικών Συλλόγων, των Ιατρικών Σχολών και Ιατρικών Επιστημονικών Εταιρειών εναπόκειται η ανατροπή αυτού του κλίματος καχυποψίας ως προς το αξιόπιστο των μαρτύρων-ιατρών σε ποινικές δίκες ιατρικού σφάλματος συναδέλφων τους.
Καταλήγοντας, για να κριθεί τελικά με δικαστική-δικαιοδοτική κρίση η ύπαρξη ή όχι ιατρικού σφάλματος αντικειμενικά και αμέλειας του ιατρού υποκειμενικά υπό την προεκτεθείσα έννοια, που προκάλεσαν αιτιωδώς είτε επιδείνωση της υγείας του ασθενούς είτε το θάνατο του και συνακόλουθα να κριθεί η τέλεση ή όχι των αξιοποίνων πράξεων της σωματικής βλάβης ή της ανθρωποκτονίας από αμέλεια αντιστοίχως με την έννοια των άρθρων 28, 314 και 302 Π.Κ., το δικαστήριο, εάν η υπόθεση παραπεμφθεί σ’ αυτό, κατά ορθή κρίση, οφείλει να λάβει υπ’ όψη, μετά συνεκτίμηση όλων των αποδείξεων και των ισχυρισμών του κατηγορουμένου ιατρού και τα εξής σύμφωνα και με την σταθερή θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου : Τη συνολική αντιμετώπιση εκ μέρους του του συγκεκριμένου ιατρικού περιστατικού της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και πρακτικής. Την επιδειχθείσα απ’ αυτόν επιμέλεια, μέριμνα και φροντίδα κατά την αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού με ασφαλές κριτήριο πάντοτε την επιμέλεια αυτή του μέσου ιατρού της ιδίας ειδικότητας και εμπειρίας.
Και τέλος και σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει και το υποκειμενικό κριτήριο της αμέλειας, δηλαδή τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως λ.χ. όγκο εργασίας, ανάγκη ταχύτητας αντιμετώπισης του περιστατικού, δυσκολία του ή ταυτόχρονες τυχόν και άλλες παράλληλες υποχρεώσεις του ιατρού ανταπόκρισης σε περισσότερα επείγοντα περιστατικά, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση σοβαρού τροχαίου ατυχήματος με πολλούς βαριά τραυματισμένους. Τότε, πράγματι, θα μπορούμε να έχουμε μία ασφαλή, δίκαιη και ορθή δικαστική-δικαιοδοτική κρίση, ικανή να αντιμετωπίσει εύστοχα τη δογματικά επεξεργασμένη από την επιστήμη και τις δικαστικές αποφάσεις έννοια της αμέλειας στο πεδίο των ιατρικών πράξεων και παραλείψεων. Και τούτο ενόψει μάλιστα και των ανωτέρω σοβαρών ζητημάτων που, όπως είπαμε στην αρχή, διακυβεύονται στις υποθέσεις του δυναμένου να αποκαλείται ιατρικού ποινικού δικαίου”.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος