Στο 8% ο ιατρικός πληθωρισμός Σε κάθε 1.000 έλληνες, αντιστοιχούν περίπου 5 γιατροί, όταν για τον ίδιο αριθμό πληθυσμού αντιστοιχούν 3,2 νοσοκόμοι. Πρόβλημα και στη γεωγραφική κατανομή, αφού στη Στερεά Ελλάδα, όπου κατοικεί το 8% του πληθυσμού, δραστηριοποιείται μόλις το 3% των γιατρών. Έτσι, χιλιάδες ασθενείς κάθε χρόνο «μεταναστεύουν» στην πρωτεύουσα. Περίπου οι μισοί «μετανάστες» ασθενείς προέρχονται από την Πελοπόννησο, που διαθέτει 15 κρατικά και πανεπιστημιακά νοσοκομεία! Καλπάζει η ανεργία των νέων ιατρών. Αρνητικές οι προοπτικές για ειδικότητες όπως καρδιοχειρουργοί, οδοντίατροι, παιδίατροι και παθολόγοι. Ακτινοθεραπευτές, αντινολόγοι, ψυχίατροι και πλαστικοί χειρουργοί, οι ειδικότητες του μέλλοντος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι η χώρα μας, βρίσκεται στη 19η θέση, δύο θέσεις κάτω απ’ ότι το 2007, όσον αφορά στην φιλικότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης για τον ασθενή.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύει έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που επιμελήθηκε η επιστημονική συνεργάτιδα του ΙΝΕ Θεοδώρα Τζανετάκη. Σύμφωνα με την έρευνα, στην χώρα μας παρουσιάζεται μια υπερπροσφορά ιατρικού δυναμικού, φαινόμενο που είναι γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο "ιατρικός πληθωρισμός". Την ίδια στιγμή που πλεονάζει το ιατρικό προσωπικό, οι νοσηλευτές είναι λιγότεροι σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας.
Έτσι ενώ 4,9 ιατροί αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους, 3,2 νοσοκόμοι αντιστοιχούν στον ίδιο αριθμό πληθυσμού. Το παράδοξο είναι ότι την ίδια στιγμή που η Ελλάδα αναδεικνύεται πρώτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε «παραγωγή» γιατρών, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών - πληθυσμού, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας που παρέχει στους Έλληνες ασθενείς παραμένει στις τελευταίες θέσεις. Σε όλη την επικράτεια οι γιατροί αριθμούν περί τους 62.000, ενώ η αναλογία ιατρών -κατοίκων είναι 1:185 (Αθήνα 1:150), σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι 1:350. Παρεμφερής είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά στις μεσογειακές χώρες. Στην Ισπανία λόγου χάρη η αναλογία γιατρών προς κατοίκους είναι 1/296 και στην Ιταλία 1/266. Αντίθετα, στην Βρετανία και την Γαλλία η αναλογία είναι 1/562 και 1/336 αντιστοίχως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης είναι ότι σε κάθε έναν ιατρό, που αποφοιτά από σχολές του εσωτερικού, αντιστοιχεί ένας από άλλες σχολές του εξωτερικού. Την πενταετία 1999 - 2004 οι αναγνωρίσεις πτυχίων ιατρικής ανήλθαν σε 4.620 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΔΙΚΑΤΣΑ.
Σε ότι αφορά την γεωγραφική κατανομή των ιατρών στην Ελλάδα, τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για την τετραετία 2004-2007 δείχνουν ότι περίπου το 46% του ιατρικού δυναμικού βρίσκεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Δεύτερη έρχεται η Κεντρική Μακεδονία με ποσοστό γύρω στο 17 %. Στην τρίτη θέση, με ποσοστά λίγο πάνω του 5%, κατατάσσεται η Δυτική Ελλάδα, η Θεσσαλία και η Κρήτη. Την ίδια στιγμή, σε άλλες περιοχές ο αριθμός των γιατρών είναι σημαντικά μικρότερος. Για παράδειγμα, στην Στερεά Ελλάδα όπου κατοικεί το 8% του πληθυσμού, δραστηριοποιείται μόλις το 3% των γιατρών. Ενώ στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου τα ποσοστά κυμαίνονται κάτω του 2%.
Έτσι χιλιάδες ασθενείς, σχεδόν από όλη τη χώρα, γίνονται κάθε χρόνο εσωτερικοί μετανάστες για να θεραπευτούν. Και αυτό γιατί περισσότεροι από 6.000 είναι εκείνοι που μεταφέρονται ως επείγοντα περιστατικά με επίγεια ή εναέρια μέσα από την περιφέρεια προς τα νοσοκομεία της Αθήνας, αφού στον τόπο κατοικίας τους είναι αδύνατο να εξυπηρετηθούν. Αν σε αυτούς προστεθούν και όσοι επιλέγουν την Αθήνα για προγραμματισμένες ιατρικές επισκέψεις ή χειρουργικές επεμβάσεις, ο αριθμός των ασθενών που μεταφέρονται στην Αθήνα για νοσηλεία και θεραπεία είναι πολύ μεγαλύτερος.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα επίσημα στοιχεία, κάθε χρόνο πάνω από 4.800 ασθενείς φτάνουν με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ στην Αθήνα από διάφορες περιοχές της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μήνα οι επείγουσες αφίξεις ασθενών ανέρχονται σε 405, δηλαδή 13 την ημέρα. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς προέρχονται από την Πελοπόννησο (47,3%), η οποία κατά τα άλλα διαθέτει 15 κρατικά και πανεπιστημιακά νοσοκομεία.
Ενδιαφέροντα στοιχεία ανέδειξε και η καταγραφή των ειδικευμένων γιατρών (0,33% του πληθυσμού στην χώρα μας με μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 0,08%). Πέντε ιατρικές ειδικότητες συγκεντρώνουν το 52% όλων των γιατρών. Με άλλα λόγια, οι μισοί Έλληνες γιατροί είναι παθολόγοι, μικροβιολόγοι, παιδίατροι, μαιευτήρες - γυναικολόγοι, καρδιολόγοι και χειρούργοι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι οι Έλληνες έχουν απαραιτήτως πρόσβαση στους προαναφερθέντες ειδικευμένους γιατρούς. Και τούτο γιατί η συντριπτική πλειονότητα δραστηριοποιείται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Είναι ενδεικτικό ότι οι εννιά στους δέκα ψυχιάτρους και νευροχειρουργούς βρίσκονται σε αυτές τις δύο πόλεις. Το ίδιο ισχύει και για το 70% των καρδιολόγων, των ορθοπεδικών και των μικροβιολόγων, ενώ εκτός των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων βρίσκεται μόλις το 20% των αναισθησιολόγων. Εκτός όμως από την πρωτιά στην αναλογία γιατρών ανά κατοίκους η χώρα μας έρχεται πρώτη και στην ανεργία ειδικευμένων γιατρών αφού εκτιμάται ότι 10.000 γιατροί δεν εργάζονται.
Όπως προκύπτει από καταγραφή που έγινε, μόνο στον Ιατρικό Σύλλογο της Αθήνας (ΙΣΑ) από τα 22.000 μέλη του, το 11,2% είναι άνεργοι και το 14% υποαπασχολείται. Από τα 600 νέα μέλη που γράφονται στον ΙΣΑ κάθε έτος τα 175 μέλη κατευθύνονται στην ανεργία. Πολύ αρνητικές προοπτικές έχουν οι καρδιοχειρουργοί, μαιευτήρες, νευροχειρουργοί, οδοντίατροι, παιδίατροι, χειρούργοι, μικροβιολόγοι, οφθαλμίατροι και παθολόγοι. Αντίθετα, θετική προοπτική για τα επόμενα δέκα χρόνια έχουν οι ακτινοθεραπευτές, ακτινολόγοι, ψυχίατροι και πλαστικοί χειρουργοί. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας που εμφανίζει η Ελλάδα μεταξύ των γιατρών οφείλεται στη μεγάλη διάρκεια αναμονής, η οποία σε ορισμένες περιζήτητες ειδικότητες μπορεί να φτάσει ακόμα και τη δεκαετία, στη μεγάλη αύξηση του αριθμού των γιατρών και στην άρνηση των επαγγελματιών του κλάδου να φύγουν από τις μεγάλες πόλεις.
Η μεγάλη αναμονή για την ειδικότητα σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς και τις αντίξοες συνθήκες εργασίας οδηγεί χιλιάδες νέους γιατρούς να ακολουθήσουν τους δρόμους της μετανάστευσης. Από τους περίπου 3.000 έλληνες γιατρούς που μετακινήθηκαν τα τελευταία χρόνια προς την Μεγάλη Βρετανία, μόνο 300-500 είναι ειδικευμένοι. Χώρες που τα τελευταία χρόνια φιλοξενούν ειδικευμένους γιατρούς είναι η Ελβετία, η Σουηδία και η Γερμανία.
Σύμφωνα με την κ. Τζανετάκη, συντάκτρια της μελέτης, η κρίση αυτή που πλήττει το ιατρικό σώμα, δημιουργεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους ιατρούς, σε σχέση όχι μόνο με την επίτευξη των επιστημονικών τους σχεδίων αλλά και με την ίδια την αξιοπρεπή διαβίωση τους. Αυτό το κλίμα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας, αφού οι ιδιαιτερότητες του τομέα υγείας μετακυλύουν άμεσα τις επιπτώσεις της ιατρικής ανασφάλειας στους ασθενείς - χρήστες των υπηρεσιών υγείας διαμέσου των γνωστών μηχανισμών της σχέσης αντιπροσώπευσης και της συνακόλουθης προκλητής ζήτησης. Σημαντικό ποσοστό υποβάλλεται σε περιττές εξετάσεις αμφίβολης χρησιμότητας, θεραπείες και φάρμακα με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραοικονομία σε υψηλά επίπεδα (γύρω στο 17,5% των συνολικών δαπανών Υγείας και στο 1,5% του ΑΕΠ).
Ενώ πέρυσι ο πληθωρισμός έκλεισε κοντά στο 4%, ο «ιατρικός πληθωρισμός», αυτός δηλαδή που μετρά την αύξηση του κόστους των υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων στα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, έφτασε στο 8%. Επιπρόσθετα η εθνική οικονομία επιβαρύνεται με μεγάλο κόστος «παραγωγής» επιστημονικού δυναμικού, το οποίο δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί αλλά και λόγω εξειδίκευσης δεν μπορεί εύκολα να ετεροαπασχοληθεί σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Οι επιπτώσεις δηλαδή της ιατρικής δημογραφίας δεν αφορούν μόνο την κακή λειτουργία του συστήματος αλλά και την επιδείνωση της κατάστασης της εθνικής οικονομίας και μάλιστα σε καιρούς δημοσιονομικής κρίσης.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα να κατατάσσεται ως προς την φιλικότητα ως προς τον ασθενή στην 19η θέση σε σύνολο 31 χωρών, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό πίνακα κατάταξης καταναλωτικών υπηρεσιών υγείας για το 2008. Πρόκειται για πτώση σε σχέση με το 2007 και την 17η θέση. Την πρώτη θέση στον πίνακα καταλαμβάνει η Ολλανδία με 839 βαθμούς και ακολουθούν η Δανία με 820, η Αυστρία με 758 και η Σουηδία με 743.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος