Ανισοκατανομή, ανεπάρκεια και ανισότητα ταλανίζουν τους πολίτες, που στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα.
Ανισοκατανομή, ανεπάρκεια και ανισότητα είναι τα τρία «Α-ρνητικά» που χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις υπηρεσίες υγείας της χώρας μας. Οι περισσότερες νοσοκομειακές κλίνες είναι συγκεντρωμένες στο λεκανοπέδιο Αττικής και τη Μακεδονία, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλη «ροή» ασθενών που αναζητούν νοσηλευτική φροντίδα από τον τόπο κατοικίας τους προς αυτές τις περιφέρειες. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι πολίτες στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα υγείας για πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας και είναι ενδεικτικό ότι περισσότεροι από τους μισούς προσφεύγουν σε ιδιώτες γιατρούς, φαινόμενο που παρατηρείται ακόμα και στις αγροτικές περιοχές, όπου μόνο το 20% των κατοίκων απευθύνεται στα Κέντρα Υγείας και τα Περιφερειακά Ιατρεία.
Αυτά είναι ορισμένα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Οι υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα 1996-2006», του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών που παρουσίασαν χθες ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου, κ. Γιάννης Τούντας, και συνεργάτες του Κέντρου κ. Κυριάκος Σουλιώτης και Νικόλαος Οικονόμου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, η γεωγραφική κατανομή των νοσοκομειακών κλινών στη χώρα παρουσιάζει μεγάλες ανισότητες. Από τις περίπου 52.000 κλίνες που λειτουργούν στην Ελλάδα -πλην των κλινών των στρατιωτικών νοσοκομείων- οι 22.500 (43,3%) είναι ανεπτυγμένες στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και οι 12.200 (23,6%) στην περιφέρεια Μακεδονίας. Συνολικά στη χώρα αντιστοιχούν 4,7 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους με τη μεγαλύτερη αναλογία να καταγράφεται στο λεκανοπέδιο Αττικής (6 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους), και τη Μακεδονία (5). Στη χειρότερη θέση από άποψη αναλογίας κλινών ανά κατοίκους, βρίσκονται η Στερεά Ελλάδα, πλην της Αττικής, και η Εύβοια (2,6 ανά 1.000 κατοίκους) καθώς και η Πελοπόννησος (2,9).
Το παράδοξο είναι ότι σε αυτές τις περιφέρειες το ποσοστό κάλυψης των κλινών είναι ιδιαίτερα χαμηλό, ενώ καταγράφονται υψηλές «μετακινήσεις» ασθενών προς άλλες περιφέρειες και κυρίως προς την Αττική με την οποία γειτνιάζουν. Ειδικότερα, στη Στερεά Ελλάδα (πλην της Αττικής) και την Εύβοια το ποσοστό κάλυψης των κλινών ανέρχεται στο 47% και στην Πελοπόννησο στο 59%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στη χώρα μας είναι 70%.
Ως υγειονομικά αυτοδύναμες περιφέρειες χαρακτηρίζονται από τη μελέτη η περιφέρεια της πρωτεύουσας, της Μακεδονίας, και της Ηπείρου, αφού όχι μόνο «συγκρατούν» τους κατοίκους - ασθενείς εντός των συνόρων τους, αλλά δέχονται και ασθενείς από άλλες περιοχές της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι από τα 637.114 εξιτήρια που εξέδωσαν τα νοσοκομεία της Αττικής το 2004, τα 187.550 αφορούσαν ασθενείς άλλων περιοχών της χώρας. Στον αντίποδα είναι η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια από όπου το ίδιο έτος διακομίσθηκαν σε άλλες περιφέρειες περίπου 83.700 ασθενείς. Εξαρτημένες από υπηρεσίες υγείας άλλων περιφερειών είναι επίσης η Πελοπόννησος και τα Νησιά του Αιγαίου.
Ανεπάρκεια καταγράφεται αναφορικά με το νοσηλευτικό προσωπικό που στελεχώνει τις υπηρεσίες υγείας της χώρας μας, αφού η αναλογία νοσηλευτή ανά κλίνη είναι 1:1, τη στιγμή που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ, είναι περίπου 3:1. Αναφορικά με το ιατρικό προσωπικό οι ελλείψεις εστιάζονται στη στελέχωση των Κέντρων Υγείας, όπου η μέση κάλυψη των οργανικών θέσεων δεν ξεπερνά το 47%.
Γεγονός που εξηγεί και την «προτίμηση» των πολιτών προς τον ιδιωτικό τομέα για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι το 25,6% των πολιτών προσφεύγει σε ιδιώτες γιατρούς μη συμβεβλημένους με το ταμείο τους για πρωτοβάθμια περίθαλψη και το 26% σε συμβεβλημένους ιδιώτες γιατρούς, φαινόμενο που παρατηρείται ακόμα και στις αγροτικές περιοχές, όπου μόνο το 20% των κατοίκων απευθύνεται στα Κέντρα Υγείας και τα Περιφερειακά Ιατρεία.
Ο κ. Τούντας κλείνοντας την παρουσίαση της μελέτης τόνισε την ανάγκη επανεκτίμησης των αναγκών του πληθυσμού για υπηρεσίες υγείας, σχεδιασμού βάσει αυτών των αναγκών του Χάρτη Υγείας της χώρας μας και γενναίας χρηματοδότησης του ΕΣΥ που όπως είπε «πλέον δεν επαρκεί και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν πείθει».
Σε χαμηλά επίπεδα ο βαθμός ικανοποίησης των πολιτών
Τρεις στους δέκα Ελληνες δηλώνουν ότι είχαν κάποια επαφή με γιατρό ή γενικά με επαγγελματία υγείας για κάποιο πρόβλημα υγείας τον περασμένο μήνα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, που συμπεριλαμβάνεται στη μελέτη «Οι υπηρεσίες Υγείας στην Ελλάδα 1996-2006», οι κύριες αιτίες επαφής με επαγγελματία υγείας ήταν ο προληπτικός έλεγχος (30,3%), η οξεία ενόχληση (24,6%) και η χρόνια ασθένεια (18,5%). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βαθμός ικανοποίησης των πολιτών από τις υπηρεσίες υγείας κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα εξαιτίας κυρίως των χαμηλής ποιότητας ξενοδοχειακών υπηρεσιών των δημόσιων νοσοκομείων και της μεγάλης λίστας αναμονής για ορισμένες ειδικότητες. Είναι ενδεικτικό ότι οι Ελληνες πολίτες βαθμολογούν τα νοσοκομεία με 4,56 όταν «άριστα» είναι το 10.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος