Ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος λαμβάνοντας υπόψη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) αποφάσισε πως οι έφηβοι έως 16 ετών έχουν την δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να επιλέξουν τον Παιδίατρο ως θεράποντα ιατρό και τα Παιδιατρικά Νοσοκομεία για την νοσηλεία τους.
Η νοσοκομειακή περίθαλψη εφήβων είναι καλύτερο να γίνεται σε μη επιβαρυμένο περιβάλλον. Με τη λογική αυτή, μία παιδιατρική κλινική είναι προτιμότερη σε σχέση με μία παθολογική.
Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη εφήβων είναι ένα άλλο ζήτημα, καθώς πολλά παιδιά από μόνα τους, όταν αισθάνονται τις μεταβολές της εφηβείας, ζητούν να απαγκιστρωθούν από τον παιδίατρο. Επίσης όταν οι έφηβοι αποκτήσουν την ανάπτυξη που λιγο ή πολύ θα έχουν στην υπόλοιπη ζωή τους, αντιμετωπίζονται από την ιατρική ως ενήλικες ως επί το πλείστον. Το όριο των 14 ετών είναι συμβατικό και για το νομοθέτη. Θα πρότεινα να υπάρχει μία ελαστικότητα μεταξύ των ηλικιών 12 και 16 ανάλογα με την επιθυμία του εφήβου και την κρίση του ιατρού.
Τέλος, όσον αφορά τους ΓΙ πιστεύω ότι στο μέλλον θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους και στη διεκδίκηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που αφορά παιδιά. Η παιδιατρική, όπως και η παθολογία, είναι ξεχωριστές ειδικότητες και σε ένα σύστημα που λειτουργεί ομαλά, θα πρέπει να δέχονται παραπομπές από ΓΙ και μόνο (πλην των ελαχίστων επειγόντων που δεν προλαβαίνουν να απευθυνθούν στο ΓΙ τους).
Με την αιρετική αυτή άποψη (για την ειδικότητά μου, τουλάχιστον) μεταφέρω και μία αγωνία για το μέλλον: Πότε επιτέλους οι παθολόγοι θα κάνουμε παθολογία και θα πάψουμε να ασχολούμαστε με αναπαραγωγή συνταγών, χορήγηση βεβαιώσεων, έκδοση διπλωμάτων κ.λ.π. Η άποψη αυτή μπορεί σαφώς να επεκταθεί και στην παιδιατρική. Δυστυχώς οι υποδομές (επιστημονικές, υλικές, νομικές κ.λ.π.) αλλά και η βούληση της πολιτείας και της συνισταμένης των ιατρικών θεσμικών οργάνων είναι προς το παρόν ενάντιες προς μία τέτοια κίνηση που σε πολλές χώρες της ΕΕ αποτελεί ήδη τη ραχοκοκκαλιά του συστήματος υγείας.