Ήμουν πρωτοετής φοιτητής ιατρικής, θυμάμαι, όταν ο υπερήλικας καθηγητής της ιστολογίας μας διηγήθηκε με περισσή ζωντάνια και γλαφυρότητα μια κωμικοτραγική ιστορία από τη ζωή του, προκειμένου να αντικρούσει τα επιχειρήματα και τη γκρίνια μας περί δυσνόητης και ογκώδους διδακτέας ύλης. Απευθυνόμενος σε όλη την αίθουσα και με φωνή εμφανώς αλλοιωμένη από συγκίνηση, είπε: «Πρέπει να αισθάνεστε πολύ τυχεροί, οι επιστήμονες της γενιάς σας, διότι με την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας, τα δεδομένα στην ιατρική ναι μεν είναι πολύ περισσότερα και καθημερινά ολοένα και προστίθενται καινούργια, αλλά στηρίζονται πλέον σε αδιαμφισβήτητα και γερά θεμέλια. Είναι πρωταρχικής σημασίας να πατάτε σε στέρεες βάσεις, διδασκόμενοι την επιστήμη σας. Τι να πούμε κι εμείς, που τελειόφοιτοι γιατροί το 1953, μας κάλεσαν στο αμφιθέατρο (σαν σε έκτακτο πολεμικό ανακοινωθέν) και μας ζήτησαν να διαγράψουμε μονοκοντυλιά όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή ξέραμε και είχαμε διδαχθεί, γιατί την προηγουμένη είχε ανακαλυφθεί το DNΑ;!!».
Ομολογώ ότι τα λεγόμενα του καθηγητή στιγμιαία με καθήλωσαν, με προβλημάτισαν. Ένα γεγονός, η αποκάλυψη της αλήθειας, ανέτρεψε βίαια τις σπουδές τους, τις κοσμοθεωρίες τους. Σαν το ρημάδι το ντόμινο, που έχοντας φτάσει στο προτελευταίο κομμάτι, μια αβλεψία στο γκρεμίζει ολόκληρο και σε επαναφέρει στο μηδέν. Ίσως και παρακάτω, καθότι η ψυχολογική φθορά που υπόκεισαι βλέποντας ξαφνικά το δημιούργημά σου να χάνεται, σε καθιστά ανήμπορο να τολμήσεις να το ξαναφτιάξεις. Μοιραία, όμως, η αφήγηση του προφέσορα ακολούθως μπήκε στο ντουλάπι με τις δεκάδες αντίστοιχες ιστορίες ανατροπών, που εγώ και η γενιά μου κατά καιρούς είχαμε ακούσει από τους πρεσβυτέρους. Άλλες μίλαγαν για την έλευση του ηλεκτρισμού στα σπιτικά τους, με την εικόνα του πατήματος ενός κουμπιού που αντικαθιστά μια για πάντα τις λάμπες πετρελαίου, να συμβολίζει εν γένει το τέλος μιας εποχής. Άλλες έκαναν λόγο για την επταετία, τον εμφύλιο ή τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την αιφνίδια λουμπενοποίηση μιας κοινωνίας, ενός έθνους, της ανθρωπότητας ολάκερης. Ιστορίες ανατροπής που φάνταζαν ωραίες, πλούσιες, πολυσχιδείς και πιασάρικες, με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ακουγόντουσαν τόσο μακρινές, ενίοτε σουρεαλιστικές, που για τα άτομα της ηλικίας μου πολλές φορές άγγιζαν τα όρια της μυθοπλασίας.
Και κυρίως εμείς, η μετά-Πολυτεχνείου γενιά, δεν είχαμε ανάλογες δικές μας να διηγηθούμε.
Επί 30 συναπτά και πλέον έτη χτίσαμε τα πάντα σε κοινωνικό – οικονομικό – προσωπικό επίπεδο βασιζόμενοι στη ντεμέκ εσαεί σταθερότητα και μια φασόν ευημερία, με εγγυητές την είσοδο και εδραίωσή μας στην Ε.Ε και τη “virtuality” ελληνική κοινωνία που κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας. Οι αποκαθηλώσεις και οι ριζικές μεταβολές δεν μας άγγιξαν ποτέ. Και το χειρότερο όλων είναι ότι πειστήκαμε, όρκο παίρναμε για το νερό που μπήκε στο αυλάκι και το ποτάμι που δεν ξαναγυρίζει πίσω. Καλές οι ιστορίες της γιαγιάς για τον πόλεμο και την πλήρη ανατροπή όλων σε μια νύχτα, αλλά ιστορίες. Παραμυθάκια όμορφα να γίνουν ταινία, που με τη σειρά μας θα απολαμβάναμε στο αναπαυτικό μπάγκετ κάθισμα του village της γειτονιάς. Μέχρι εκεί. Κανείς περαιτέρω προβληματισμός, καμία ανάγκη να διαχειριστούμε την οποιαδήποτε κρίση, γιατί απλούστατα η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα λεξικά μας. Ήπιαμε αργά και με λαγνεία το νέκταρ της ευρωπαίας πλούσιας Ελλάδας, και οι μοναδικές μας αφηγήσεις αφορούσαν ξιπασμένες νοοτροπίες, business, μετοχές, βολέματα και άλλες νεοελληνικές μαγκιές με την κεντρική τους ιδέα να εξοκείλει συνεχώς από την πραγματικότητα.
Και επειδή
«το ψέμα ποτέ δεν ζει για να γεράσει», όπως εύστοχα επισήμανε ο Σοφοκλής, φθάσαμε στο 2010, χρονιά – ορόσημο, όταν η φτιαχτή πανδαισία γκρεμίστηκε συθέμελα σαν χάρτινος πύργος και έδωσε τη θέση της στην αλήθεια. Μια αλήθεια ακέραιη, επαίσχυντη, αμακιγιάριστη και άσχημη, που σαν κακόγουστο εφηβικό αστείο εισέβαλε στη ζωή μας και εξοστράκισε την καθημερινότητα μας σε μια παράλληλη, ξένη διάσταση, σα φυλακή. Δυστυχώς επτωχεύσαμεν…
Αν οι γιατροί της δεκαετίας του 50 υποχρεώθηκαν να διαγράψουν την επιστημονική τους κατάρτιση, γιατί ανακαλύφθηκε ο γενετικός κώδικας,
εμάς μάς ζητήθηκε να απογαλακτιστούμε ξάφνου από το χρυσελεφάντινο στήθος που τρεις δεκαετίες αστείρευτα μας τάιζε, να απαγκιστρωθούμε από της ζωής μας τα στεγανά, να απαρνηθούμε τις πεποιθήσεις μας, τη μεροληψία μας, τη χλιαρότητά μας, τις φιλοδοξίες μας και με βιολέντσα να ξυπνήσουμε από το λήθαργό μας. Από τη μία στιγμή στην άλλη, έπρεπε να μάθουμε να συζούμε αρμονικά με την επερχόμενη κοσμογονία. Ανατροπή από τις λίγες, που θα ζήλευε η μεθυστικά διεστραμμένη φαντασία οσκαρικών σεναριογράφων και παραγωγών.
Κοίτα που, τελικά, απέκτησε κι η γενιά μου μια τέτοια ιστορία, να κληροδοτήσει στους μεταγενέστερους. Τα βράδια πλάθω στο μυαλό μου ένα πιθανό που να πάρει η οργή, μελλοντικό σκηνικό, που με κάνει να ντρέπομαι, με τρομάζει: Η κόρη μου και ο γιος μου να συζητούν με τους φίλους τους σε κάποια χρόνια από τώρα και να λένε:
«Ρε παιδιά το διανοείστε; Ο μπαμπάς είπε ότι κάποτε ήμασταν πλούσιοι…»*Ο Αλέξης Πολίτης είναι ιατρός του Ε.Τ.Α.Α. στη Λάρισα και σύντομα θα ξεκινήσει την ειδίκευσή του στην πνευμονολογία – φυματιολογία.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος