29/01/2018 Καθημερινή.
Του Γιώργου Λιάλιου.Οταν πριν από λίγα χρόνια είδαν το φως της δημοσιότητας τα πρώτα στοιχεία από την
ανάλυση των λυμάτων στην Ψυττάλεια, προκάλεσαν σοκ όχι μόνο στην κοινή γνώμη αλλά και στην επιστημονική κοινότητα. Μέσα σε μια τετραετία, από το 2011 έως το 2014, η χρήση των αντιψυχωσικών στην Αθήνα είχε αυξηθεί κατά 35 φορές, των αγχολυτικών κατά 19 φορές και των αντικαταθλιπτικών κατά 11 φορές. Ηταν ένας σκληρός, ρεαλιστικός καθρέφτης της επίδρασης της κρίσης στην ελληνική κοινωνία. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε. Η «Κ» παρουσιάζει σήμερα
τα νέα στοιχεία της επιστημονικής ομάδας του καθηγητή Νίκου Θωμαΐδη από το τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών που «χαρτογραφούν» το διάστημα 2015-2017.Τι μας αποκαλύπτουν;
Η κατανάλωση ηρεμιστικών παρουσιάζει πτωτικές τάσεις, με παράλληλη αύξηση σε άλλου είδους φάρμακα που συνδέονται με την καταπολέμηση των συνεπειών του άγχους. Παράλληλα, η χρήση αντιβιοτικών «εκτοξεύεται», παρά τις εκστρατείες ενημέρωσης των τελευταίων ετών, με την αύξηση να αγγίζει το 90%.Από το 2010, το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ σε συνεργασία με την ΕΥΔΑΠ παρακολουθεί τα αστικά λύματα της Αθήνας που καταλήγουν στην Ψυττάλεια. Τα δείγματα λαμβάνονται 7-10 ημέρες ετησίως, συνήθως Μάρτιο ή Απρίλιο, σε μια «ουδέτερη» εβδομάδα χωρίς γιορτές ή διακοπές προκειμένου να είναι όσο πιο αντιπροσωπευτική του έτους. Οι επιστήμονες παρακολουθούν χιλιάδες ουσίες ταυτόχρονα, εκ των οποίων στοχευόμενα 181 φάρμακα, και νόμιμες και παράνομες ψυχοδραστικές ουσίες, μέσα από τις οποίες αποκαλύπτονται οι συνήθειές μας: από τη χρήση φαρμάκων και ναρκωτικών, έως καθημερινών προϊόντων.Επικεφαλής της έρευνας είναι ο καθηγητής Νίκος Θωμαΐδης. «Το 2010 ξεκινήσαμε να παρακολουθούμε μία σειρά από ψυχοδραστικές ουσίες: νόμιμες, όπως αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά και ηρεμιστικά και παράνομες, όπως οι αμφεταμίνες (λ.χ. ecstacy), τα οπιοειδή (λ.χ. ηρωίνη, μεθαδόνη), τα διεγερτικά (λ.χ. κοκαΐνη). Η πρώτη φάση της έρευνας ολοκληρώθηκε το 2014. Παρατηρήσαμε λοιπόν μια μεγάλη αύξηση των ψυχοδραστικών ουσιών, την οποία αποδώσαμε στην ένταση της οικονομικής κρίσης και διάφορες αυξομοιώσεις στη χρήση των ναρκωτικών, ανάλογα με την ουσία».
Η «Κ» σήμερα παρουσιάζει τη νέα φάση της έρευνας, από το 2015 έως το 2017, τα ευρήματα της οποίας είναι εξίσου ενδιαφέροντα.
Φάρμακα
• Στα αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά και στα ηρεμιστικά, παρατηρείται μικρή ύφεση σε σχέση με το 2014, παραμένουν όμως υψηλότερα από το 2012.
• Στα αντιεπιληπτικά παρατηρείται μια αλλαγή σε σχέση με τις συνταγογραφήσεις των γιατρών. Για παράδειγμα, έχει αυξηθεί η χρήση του βαλπροϊκού οξέος, ενώ έχει μειωθεί η χρήση της καρβαμαζεπίνης.
• Τα αντιυπερτασικά παραμένουν στα υψηλά επίπεδα του 2014. Ανάλογη είναι η εικόνα και στα γαστρικά φάρμακα και στα φάρμακα κατά του έλκους, που συνδέονται με στρεσογόνες καταστάσεις.
•
Απογοητευτική είναι η εικόνα στα αντιβιοτικά. «Ενώ αρχικά είχαμε καταγράψει μια μικρή μείωση ορισμένων φαρμάκων και υποθέσαμε ότι συνδέονται με τις περικοπές στα νοσοκομεία, η συνέχεια μας διαψεύδει, καθώς όχι μόνο δεν έπεσε, αλλά αυξήθηκε σημαντικά η κατανάλωση», λέει ο κ. Θωμαΐδης. Πολύ σημαντική είναι η αύξηση στην κλαριθρομυκίνη, τη σιπροφλοξασίνη και τη μετρονιδαζόλη.
• Σταθερή και υψηλή παραμένει η χρήση των παυσίπονων και (μη στεροειδών) αντιφλεγμονωδών. Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά δραστικές ουσίες, ανάλογα με τα προϊόντα που προτιμά ο καταναλωτής: για παράδειγμα
παρουσιάζει σημαντική πτώση το μεφεναμικό οξύ, αλλά αύξηση η ναπροξένη. Ναρκωτικά
•
Η κατανάλωση κοκαΐνης μειώθηκε κατά 89,9% σε σχέση με το 2014. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια (εκτιμάται ότι τον Μάρτιο του 2017 «καταναλώνονταν» 2,3 κιλά κοκαΐνης ανά εβδομάδα σε σχέση με 4,8 κιλά το 2014). Να σημειωθεί ότι την προηγούμενη τετραετία, εν μέσω κρίσης, η χρήση κοκαΐνης είχε αυξηθεί κατά 35,8%.
•
Μείωση (κατά 21%) παρουσιάζει και η χρήση του ecstacy. Ωστόσο, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, τετραπλάσια του 2010.
•
Η χρήση ηρωίνης και μεθαδόνης παραμένει σταθερή. Υπολογίζεται ότι το 2017 «καταναλώθηκαν» κατά μέσον όρο 5,7 κιλά ηρωίνης/εβδομάδα. Ο υπολογισμός της, όμως, θεωρείται ότι έχει πολλές επιστημονικές αβεβαιότητες.
• Η χρήση κάνναβης παραμένει σταθερή, σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 12% του πληθυσμού της Αθήνας κάνει χρήση κάνναβης. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι «καταναλώνονται» στην Αθήνα από 380 έως 450 κιλά κάθε εβδομάδα.
«Πνίγεται» στις ουσίες ο Σαρωνικός
Τουλάχιστον 200 κιλά φαρμάκων και ναρκωτικών «καταλήγουν» κάθε ημέρα στον Σαρωνικό, καθώς «διαφεύγουν» από την Ψυττάλεια κατά τον καθαρισμό των λυμάτων. Η παρακολούθηση των ουσιών που καταλήγουν στο περιβάλλον και, φυσικά, οι συνέπειες απασχολούν τους ερευνητές σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι οποίοι ανταλλάσσουν δεδομένα μέσω ενός κοινού δικτύου.
Τι ποσοστό από τις φαρμακευτικές, ναρκωτικές και χημικές ουσίες που «καταναλώνουμε» απομακρύνεται κατά την επεξεργασία των λυμάτων από τους βιολογικούς καθαρισμούς και τι καταλήγει τελικά στη θάλασσα (στο περιβάλλον, στην τροφική αλυσίδα);
«Από τις 181 ουσίες που παρακολουθούμε συστηματικά, οι 108 δεν απομακρύνονται επαρκώς. Υπάρχουν ουσίες που περνούν ανέπαφες στο περιβάλλον, όπως η σουκραλόζη και η ακεσουλφάμη που είναι γλυκαντικές ουσίες, κάποια αντιεπιληπτικά, αντιβιοτικά, αντιφλεγμονώδη κ.ά. Εχουμε υπολογίσει ότι κάθε ημέρα καταλήγουν στον Σαρωνικό περίπου 200 κιλά φαρμακευτικών ουσιών, ναρκωτικών και των μεταβολιτών τους και περίπου 15 κιλά συνθετικών γλυκαντικών ουσιών. Επίσης πρέπει να έχουμε κατά νου ότι καθημερινά καταλήγουν στην Ψυττάλεια εκατοντάδες κιλά επιφανειοδραστικών ουσιών (λ.χ. απορρυπαντικά), πάρα πολλά χημικά βιομηχανίας (λ.χ. αντιδιαβρωτικά), βιοκτόνα και φυτοφάρμακα, και εκατοντάδες χημικά από τα προϊόντα καθημερινής χρήσης (λ.χ. από καλλυντικά), τα οποία δεν απομακρύνονται αποτελεσματικά και καταλήγουν στη θάλασσα», αναφέρει ο επικεφαλής του Εργαστηρίου Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ Νικόλαος Θωμαΐδης.
«Μέσα από τις διαδικασίες καθαρισμού στα κέντρα επεξεργασίας λυμάτων, κάποιες ουσίες μειώνονται κατά 99%, πολλές όμως μετασχηματίζονται σε κάτι διαφορετικό, άρα ουσιαστικά δεν απομακρύνεται η δραστική ουσία: αλλάζει μορφή.
Αυτό είναι ένα πολύ ανερχόμενο, σε ερευνητικό επίπεδο, θέμα: προσπαθούμε να ανακαλύψουμε ποιες καινούργιες ουσίες καταλήγουν στο περιβάλλον και τι επιδράσεις έχουν».
Αταυτοποίητες ουσίες
Η ταυτοποίηση και μελέτη των ουσιών αυτών απασχολεί και την Ε.Ε.
«Οι ουσίες που παρακολουθούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία είναι ένα πολύ μικρό μέρος της πραγματικής ρύπανσης», αναφέρει ο κ. Θωμαΐδης. «Υπάρχουν χιλιάδες ουσίες που δεν έχουν μελετηθεί, ούτε καν ταυτοποιηθεί. Η Ε.Ε., μέσα από το δίκτυο ερευνητικών εργαστηρίων NORMAN Network, ασχολείται με τους αναδυόμενους ρύπους, με απώτερο στόχο τη βελτιστοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Παράλληλα, υπάρχει ενδιαφέρον και σε τεχνολογικό επίπεδο, καθώς αναζητούνται λύσεις για την απομάκρυνση των ουσιών αυτών στα Κέντρα Επεξεργασίας Λυμάτων (ΚΕΛ).
Δεν είναι όμως απλή υπόθεση. Για παράδειγμα, υπολογίστηκε ότι αν η Ισπανία ήθελε να μειώσει τις συγκεντρώσεις δικλοφενάκης (δραστική ουσία γνωστού αντιφλεγμονώδους) στο περιβάλλον μέσω των ΚΕΛ, θα έπρεπε να δαπανά πάνω από 5 δισ. ευρώ τον χρόνο. Μόνο για μία ουσία». Να σημειωθεί, τέλος, ότι
μέσω των λυμάτων εντοπίζονται και οι νέες ψυχοδραστικές ουσίες. «Πρόκειται κυρίως για διεγερτικά και συνθετικά κανναβινοειδή, που διοχετεύονται μέσω του “σκοτεινού” Ιντερνετ (darknet). Μόνο την τελευταία πενταετία έχουν ανιχνευθεί στην Ε.Ε. περισσότερες από 500 τέτοιες ουσίες. Εμείς από το 2014 βρίσκουμε σποραδικά τέτοιες ουσίες και ενημερώνουμε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά».
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος