Ο «εμετός» του κ. Κούβαρη είναι ευθύς, σταράτος, κουτσαβάκικος και σε δημόσια θέα.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μπορούμε να συλλέξουμε από το rebetiko.gr,
κουτσαβάκης αποκαλούνταν ο λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους που μιμούνται τους παλιούς νταήδες του περασμένου αιώνα. Με την πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταήδες κατηγορήθηκαν από την κατεστημένη τάξη για εσκεμμένη επίδειξη δύναμης (η οποία ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν και πραγματική), με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει γενικά την έννοια του
ψευτοπαληκαρά, αυτού που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς λόγο.
Η ονομασία οφείλεται στον Κουτσαβάκη, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό μάγκα του 19ου αιώνα. Άλλοι πάλι λένε ότι το "μάγκικο πέρπατημα", δηλαδή το ότι περπατούσαν σαν να κούτσαιναν, ήταν αυτό που τους έδωσε το όνομα «κουτσαβάκηδες».
Χαρακτηριστικά ήταν τα υποδήματα που φορούσαν, τουτέστιν σκαρπίνια με ψηλό τακούνι («να χωράει δεκάρα απο κάτω» όπως λέγανε), ενώ υποχρέωναν τον παπουτσή να βάλει στη σόλα μια φέτα πετσί βουτηγμένη σε πετρέλαιο για να είναι «τριζάτα» (ο δε Τσιτσάνης είχε δικό του καλαπόδι) και περπατούσαν με εντελώς ειδικές μανιέρες στριφογυρίζοντας στα τακούνια τους, ενώ όταν ανεβοκατέβαιναν σκάλες, πατούσαν πρώτα τακούνι και μετά μύτη σε κάθε σκαλί.
Απαραίτητα αξεσουάρ του κουτσαβάκη ήταν η μουστάκα, η κομπολόγα, το ροντέ καπέλο, το ριγέ γιλέκο με το ρολόι-αλυσίδα στην τσέπη και το μισοφορεμένο σακάκι.
Ο αστυνομικός διευθυντής της εποχής Μπαϊρακτάρης συνήθιζε να τραβά και να σκίζει το ένα μανίκι του σακακιού (σπάσιμο τσαμπουκά) του κουτσαβάκη, με το σκεπτικό ότι δεν το χρειαζότανε καθ' όσον φορούσαν το σακάκι μόνο στο ένα μανίκι (επίδειξη μαγκιάς).
Στο λαϊκό τραγούδι ο όρος "κουτσαβάκης" χρησιμοποιείται με την έννοια του ψευτοπαληκαρά, του νταή. Ο Μάρκος (Βαμβακάρης), όμως, στο «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» τον χρησιμοποιεί επαινετικά.
Ο βεριτάμπλ κουτσαβάκης ομιλεί με αργή (σχεδόν συλλαβιστή) εκφορά την
κουτσαβακικήν,
το οποίον έχει μια τάση να αντλεί από τη λόγια γλώσσα υλικό για την αργκό του, συνήθως με κάποιες παραφθορές είτε στη γραμματική ( π.χ. Αντιλαβού; Ακόμη δεν αντιλήβεσαι; κ.α), είτε στη σύνταξη και τη σημασία (π.χ. το οποίον, ένεκα το πρόσωπο, ο πάσα εις κ.α. ) ή την άκαιρη/εσφαλμένη χρήση πολλών μετοχών όπως π.χ. στη φράση του σωφέρ Νώντα της τηλεοπτικής μαντάμ-Σουσού
εξηγών στον Πρόεδρο πώς συνέβη το ατύχημα:
- Ο Νώνδας ακούων τον σκύλον σκούζων και την συνοδόν αυτού φωνάζων, και πατών το πεντάλ, η Κυρία μη φορών ζώνην, ευρέθη στο παρμπρίτζ .
Επίσης βρίθουν και οι ξενικές λέξεις (Σακκουλετζέμ; κ.α.) καθώς και ψευδολόγιες εκφορές ελληνικών λέξεων π.χ. κατέστημα, μανδάμ, κύριοι δικασθαί κ.α. (το φαινόμενο ονομάζεται
υπεραστισμός.)
Περιμένοντας το επόμενο κουτσαβακικό μανιφέστο του κ. Κούβαρη, ας απολαύσουμε τον Σωτήρη Μουστάκα στο σχετικό ρόλο: