ΠΕΡΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΏΝ ΜΕΘΟΔΩΝ
Αναφερόμενος στις διαγνωστικές μεθόδους ο αείμνηστος Β. Αλβάνης, έγραφε: («Κλινική παρατήρηση», Θεσσαλονίκη 1940) «Ο βαθυστόχαστος όμως και έχων επίγνωση της υψηλότερης αποστολής του ιατρός, δεν ικανοποιείται μόνον από τις εργαστηριακές διαγνώσεις, αλλά φλεγόμενος από επιστημονικό ενδιαφέρον και υπό το κράτος του ενδιαφέροντός του προς τον ασθενή, αποπειράται να συλλάβει αυτόν σε όλη του την υπόσταση, ανακαλύπτοντας και συλλέγοντας όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται για την σωματική και ψυχική του κατάσταση. Από τις αρχές του προηγούμενου ακόμα αιώνα τονίζονταν ότι, τον πάσχοντα άνθρωπο οφείλουμε να εξετάζουμε όχι μονομερώς, αλλά στην ολική του υπόσταση και προσωπικότητα (Fr. Krauss «Pathologie der person»).
Με το παραπάνω σκεπτικό, προτείνουμε διεύρυνση και εμπλουτισμό των διαγνωστικών μεθόδων, με τεχνικές που επεκτείνονται και σε άλλες πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης, αποσκοπώντας σε μια ολική, ακριβή και ολιστική εξέταση του πάσχοντος ανθρώπου, πρόταση όμως που δυστυχώς βρίσκει ανταπόκριση σε ελάχιστα ανοιχτά πνεύματα του σύγχρονου ιατρικού κόσμου.
Ο Ιπποκράτης είχε ήδη θέσει το πλαίσιο αυτής της αντίληψης όταν έγραφε: «Μέγα δε μέρος ηγούμαι της τέχνης είναι το δύνασθαι σκοπείν». Σε άλλο σημείο πάλι τόνιζε, δίνοντας οδηγίες για την διάγνωση από τον ιατρό, ότι: «πλείονα εμπιστοσύνην οφείλομεν να δίδωμεν εις τους οφθαλμούς μας, παρά εις τους λογικούς συλλογισμούς», το οποίο κατά μίαν έννοια μας προειδοποιεί ότι, από τις λεγόμενες επιστημονικές συστηματικές έρευνες μέσα από λογικές τυποποιημένες μεθόδους (π.χ. SPSS), καλό είναι περισσότερη εμπιστοσύνη να δίνουμε στην εμπειρία και στην προσωπική διάγνωση του έμπειρου ιατρού.
Όμως η πικρή αλήθεια είναι ότι, την ικανότητα της προσωπικής διάγνωσης την διαθέτουν όλο και λιγότεροι σύγχρονοι ιατροί, καθότι όπως δήλωνε ο Sergent για την αξία της διαγνωστικής μεθόδου της ακροάσεως, «η ακρόαση δεν χρεοκόπησε, αλλά ο τρόπος εκτέλεσής της είναι πλέον ως επί το πλείστον πλημμελής, επειδή, οι πολλοί (ιατροί) συνήθως ακούνε χωρίς όμως να ακροώνται». Ποιο είναι άραγε το χαρακτηριστικό του πετυχημένου ιατρού στην διάγνωση με παρατήρηση απλά και ακρόαση; Έχει κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες ή δεξιότητες ή μήπως κάποια μεταφυσικά χαρίσματα; Φαίνεται ότι, ναι, υφίστανται και κάποιες μη κλασσικά ερμηνεύσιμες ικανότητες, για τις οποίες εμείς υποστηρίζουμε ότι δύνανται να αναπτυχθούν στον κάθε έναν.
Ήδη από τα χρόνια της ραγδαίας εξάπλωσης των εργαστηριακών διαγνωστικών μεθόδων, αρκετοί αντιμετώπισαν το γεγονός με σκεπτικισμό, καθώς παρασυρόμενος ο ιατρός σε υπερβολική εκτίμηση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων, χάνει σε μεγάλο βαθμό την επαφή του με τον άρρωστο, υποτιμώντας παράλληλα την σημασία των κλινικών δεδομένων, αγόμενος πολλές φορές σε χονδροειδή σφάλματα. Είναι μάλιστα στο σημείο αυτό το πιο αξιοκατάκριτο γεγονός της ιατρικής, το να φεύγει στην πράξη ο ασθενής από το επίκεντρο της ίασης και την θέση του να παίρνει μια αφηρημένη έννοια περί νόσου, η οποία αποσπά ολοκληρωτικά την έγνοια, προσοχή και φροντίδα του θεράποντα ιατρού, ο οποίος τείνει να αδιαφορεί για τον ασθενή άνθρωπο.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Συντασσόμαστε με τον Kuhn θεωρώντας ότι ο Λόγος, κτήμα του κάθε ανθρώπου, είναι το μόνο προαπαιτούμενο για να αντλήσουμε γνώση από την πρακτική ή διαλεκτική εμπειρία, φρονώντας ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει το ίδιο καλά. Η προσέλευσή μας όμως στο φόρουμ, μας έδειξε πως οι υποψίες μας ότι η πρόοδος του πολιτισμού μας απειλείται επειδή τα άτομα παύουν να είναι λογικά, δυστυχώς επιβεβαιώνονται. Η απειλή εδώ φαίνεται πως προέρχεται από την ίδια την κοινωνία, καθώς οι κοινωνικές πιέσεις, τα πολιτικά πάθη, οι δογματισμοί, οι προκαταλήψεις και τα οικονομικά συμφέροντα μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του ατόμου, με αποτέλεσμα να αρνείται άλογα την τροποποίηση μιας «αγαπημένης» του πεποίθησης, ή την αποδοχή μιας άλλης, δυσάρεστης για αυτόν. Είναι γεγονός πια ότι με τον χρόνο η δράση των κοινωνικών αυτών παραγόντων επιφέρει μια μεταβολή στην σκέψη, μετατρέποντάς την σε πολιτική ιδεολογία ή θρησκευτικό δόγμα.
Θεοποιήσαμε έναν άκρατο επιστημονισμό και πιστεύουμε σε αυτόν όπως ακριβώς πιστεύουμε σε έναν θρησκευτικό μύθο, επειδή μας διαμόρφωσαν έτσι ώστε να ταιριάζει καλά με τα υπόλοιπα σχήματα της σκέψης μας και της δράσης μας. Καλούμαστε να ακολουθούμε τυφλά μιαν επιστημονική θεώρηση η οποία περιγράφει τα φαινόμενα και τα εξηγεί με όρους που εφεύραν ή συγκρότησαν οι οπαδοί της. Έτσι προέκυψε η θεώρηση και η υποχρεωτική επιβολή μιας «κανονικής επιστήμης», η οποία έχει όμως ως βάση τις αξιωματικές παραδοχές που κατάρτισε μια συγκεκριμένη επιστημονική κοινότητα. Στα πλαίσια όμως αυτής της «κανονικής επιστήμης» ο Kuhn διέγνωσε ότι η επιστημονική γνώση δεν διδάσκεται ως κάτι υποθετικό και προσωρινό, ούτε ότι οι διδάσκαλοί της προσπαθούν να καλλιεργήσουν στους μέλλοντες επιστήμονες μια σκεπτική διάθεση ή την ευρύτητα σκέψης και αντιλήψεων, για να τους καταστήσουν εύκαμπτους και δεκτικούς στην νέα εμπειρία. Αντίθετα, η σύγχρονη επιστημονική εκπαίδευση είναι ασυνήθιστα αυταρχική και δογματική, ακριβώς για να προκαλέσει τον μεγαλύτερο βαθμό αφοσίωσης στα αποδεκτά «παραδείγματα» και την μικρότερη δυνατή ροπή προς το να σκέφτεται και να δρα έξω από αυτά.
Φτάνει και μια σύντομη ματιά, τόνισε ο μεγάλος θεωρητικός, στον χώρο της επιστήμης, η οποία μας δείχνει ότι πιθανότατα η επιστημονική εκπαίδευση είναι πολύ πιο αποτελεσματική στο να επιφέρει επαγγελματική ακαμψία, από ότι η εκπαίδευση σε άλλους τομείς, με εξαίρεση – ίσως – της συστηματικής θεολογίας.
Ο Kuhn μας ερμήνευσε πολύ ικανοποιητικά την σταθερότητα και την αφοσίωση στη σύγχρονη «κανονική» επιστήμη με όρους κοινωνιολογικούς, επικαλούμενος την ύπαρξη και λειτουργία ισχυρών μηχανισμών κοινωνικοποίησης και προπάντων κοινωνικού ελέγχου. Έτσι μας επιβλήθηκε μια «κανονική» επιστήμη, η οποία όμως σε μεγάλο βαθμό αυτοακυρώνεται, καθώς παράγει και προάγει αποκλειστικά έναν κόσμο στον οποίο θεωρείται αναμφισβήτητη.
Αυτήν την «κανονική» επιστήμη δογματικά προσπαθούν να επιβάλλουν, αναγνωρίζοντας μόνον αυτές τις διεργασίες που ενεργούνται αποκλειστικά στα δικά της στενά πλαίσια, αφορίζοντας κάθε άλλη έλλογη διαπραγμάτευση. Επισείοντας μάλιστα μιαν αναμφισβήτητη μαθηματική πλατφόρμα, αυτοϋποβάλλονται οι οπαδοί της για την μοναδικότητα της αλήθειας, ως ένα νέου τύπου θρησκευτικό δόγμα. Η «θεοπνευστία» αυτής όμως της δήθεν «κανονικής» επιστήμης, προκαλεί το μειδίαμα στον σύγχρονο Φυσικό αυθεντικό επιστήμονα για τον τρόπο χρήσης των μαθηματικών εργαλείων, προξενεί όμως παράλληλα οργή στον Μαθηματικό επιστήμονα για την ολοκληρωτική παραποίηση ακόμα και των στοιχειωδών κανόνων της μαθηματικής σκέψης. Η «Βιοστατιστική» των ιατρικών ερευνών και η αντικειμενικότητά τους, θα γίνει το καινούριο ανέκδοτο για την υφήλιο τα επόμενα χρόνια, μετά τα γνωστά «greek statistics».
Η έρευνα για την διαβλητότητα των ιατρικών ερευνών, μας αφήνει άφωνους για το θράσος των ερευνητών απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον άνθρωπο.
ΠΕΡΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Εντύπωση προκαλεί η στάση του σύγχρονου ιατρικού κόσμου απέναντι σε νέες ιδέες σχετικές με την θεραπευτική, απέναντι στις οποίες κατά κανόνα ο σημερινός γιατρός κρατά εχθρική θέση, αρνούμενος ουσιαστικά να τις επεξεργαστεί, απορρίπτοντάς τες σχεδόν ασυζητητί. Ακόμα και στις λίγες εκείνες περιπτώσεις όπου φαινομενικά δέχεται να γίνουν αντικείμενο διαλόγου, στην πράξη αρνείται τον διάλογο, αναλισκόμενος στο να ψάχνει να διακρίνει κάποια αδύναμα στοιχεία – ακόμα και ελάχιστης σημασίας – τα οποία θα χρησιμοποιήσει ως επιχειρήματα αντίλογου, ουσιαστικά όμως χρησιμοποιώντας τα ως άλλοθι για να παραμείνει προσηλωμένος στις δογματικές και παγιωμένες αντιλήψεις του.
Με τέτοιες όμως προκαταλήψεις είναι αδύνατο να γίνει υγιής διάλογος, ή όπως όρισε ο Habermas, να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μιαν ιδανική ομιλιακή κατάσταση.
Σε μια τέτοια ομιλιακή κατάσταση θα φθάναμε αν όλα τα σχετικά εμπειρικά δεδομένα έρθουν στην επιφάνεια και ληφθούν υπόψη και αν τίποτα άλλο πέρα από έλλογα επιχειρήματα δεν επηρεάζει την επερχόμενη συναίνεση. Μια τέτοια ιδανική ομιλιακή κατάσταση χαρακτηρίζεται όμως αποκλειστικά από παντελή απουσία εξωτερικών καταναγκασμών, οι οποίοι θα επηρέαζαν όσους μετέχουν στην συζήτηση κατά την αξιολόγηση των υπό εξέταση δεδομένων και επιχειρημάτων και από το γεγονός ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες να συμμετάσχει ισότιμα στην συζήτηση.
Είναι σαφές λοιπόν ότι τις περισσότερες φορές οι πραγματικές συνθήκες κοινωνικής διαντίδρασης και επικοινωνίας ουδόλως υπακούν σε τέτοιο πρότυπο.
Ήδη στον χώρο αυτόν αντιμετωπίσαμε μία κατάσταση η οποία ούτε στο ελάχιστο προσομοιάζει στην οριζόμενη ως ιδανική ομιλιακή κατάσταση από τον Habermas. Η άψογη στάση μερικών όπως του κ. Μακρέα. του κ. Βέρρα, του κ. Medicus, ή ακόμα και του κ. Παπαδόπουλου, δεν στάθηκε αρκετή για να αντισταθμίσει την πλημμελή στάση του κ. Κουναλάκη, του οποίου οι υποτιμητικοί και σεξουαλικοί του υπαινιγμοί συνοδευόμενοι από την καταφάνερη μεροληψία του ως admin, μαζί με την υφέρπουσα τάση φαλλοκρατικής κυριαρχίας, προκάλεσε και προσέλκυσε κακόγουστα σχόλια και εικόνες, όπως το κατάπτυστο βιντεάκι. Ήδη έχουμε πλέον κατανοήσει γιατί απουσιάζουν χαρακτηριστικά, ιατροί και επισκέπτες από το άλλο φύλο, καθώς είναι οφθαλμοφανής η έλλειψη σεβασμού προς αυτό.