ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΛΑΘΗΥπάρχουν προβλήματα σ’ ότι αφορά την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων έγκαιρης διάγνωσης;Θα επικεντρώσουμε την προσοχή στα στατιστικά λάθη που σχετίζονται με την έγκαιρη διάγνωση. Αφορμή στάθηκε ένα επεξηγηματικό άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην έγκριτη γερμανική εφημερίδα “Sueddeutshe Zeitung”. Σ’ αυτό παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας που έγινε στις Η.Π.Α. και έδειξε πως η πλειοψηφία των ερωτηθέντων γενικών γιατρών παρασύρεται σε λάθος εκτιμήσεις, εξαιτίας των εγγενών σφαλμάτων στη στατιστική αξιολόγηση των προγραμμάτων έγκαιρης διάγνωσης(ή πληθυσμιακού ελέγχου ή προγραμμάτων διαλογής ή – σύμφωνα με την καθιερωμένη διεθνώς ονομασία- προγραμμάτων screening).
Το
πρώτο λάθος είναι ότι με τον πληθυσμιακό έλεγχο θα ανακαλυφθούν καρκίνοι που δεν επρόκειτο να δημιουργήσουν προβλήματα εφ’ όρου ζωής σ’ αυτούς που τους έχουν. Κάτι τέτοιο αποδεδειγμένα συμβαίνει αρκετά συχνά σε διάφορους καρκίνους, όπως π.χ. στον καρκίνο του προστάτη ή στον καρκίνο του μαστού(αφορά ένα ποσοστό των περιπτώσεων που χαρακτηρίζονται ως μη διηθητικοί καρκίνοι ή in situ, καθώς και ένα μικρό ποσοστό διηθητικών καρκίνων με πολύ «ήρεμα» χαρακτηριστικά). Επομένως, αν μετράμε την ποσοστιαία αναλογία των επιζώντων μετά από 5ετία ως απόδειξη επιτυχίας της έγκαιρης διάγνωσης, αυτό είναι λανθασμένο(προκύπτουν φουσκωμένες τιμές) γιατί σ’ αυτή τη μέτρηση περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις που έτσι και αλλιώς δεν θα ενοχλούνταν από τον καρκίνο τους. Και είναι γεγονός ότι το όριο της 5ετούς επιβίωσης αποτελεί, πράγματι, το βασικό κριτήριο με το οποίο αξιολογείται και γίνεται αποδεκτή ή όχι η αποτελεσματικότητα μίας προληπτικής παρέμβασης ή μίας θεραπείας.
Το
δεύτερο λάθος είναι ότι ανακαλύπτοντας πιο γρήγορα τον καρκίνο, είναι λογικό ότι ο ασθενής θα ζήσει περισσότερο, ακόμα και αν η ζωή αυτού του ασθενή δεν είναι μακροβιότερη συνολικά από έναν άλλο συνομήλικο του στον οποίο η διάγνωση του καρκίνου έγινε πιο καθυστερημένα. Και αυτό γιατί ο αριθμός των ετών από τη διάγνωση μέχρι το θάνατο του έχει αυξηθεί, όχι γιατί αυξήθηκε η ηλικία θανάτου του, αλλά μειώθηκε η ηλικία στην οποία έγινε η διάγνωση. Δηλαδή, όπως δείχνει και ο δεύτερος πίνακας, αν σε δύο ασθενείς η διάγνωση στον ένα έγινε 5 χρόνια νωρίτερα(με την έγκαιρη διάγνωση), αλλά και οι δύο πέθαναν στην ίδια ηλικία, τότε αυτός με την έγκαιρη διάγνωση, θα φαίνεται να έχει ζήσει περισσότερα χρόνια με τον καρκίνο του(5 χρόνια περισσότερα) από ότι ο άλλος. Επομένως η επιβίωση μετά τη διάγνωση θα είναι και θα φαίνεται μεγαλύτερη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος ασθενής κέρδισε κάτι με την έγκαιρη διάγνωση, αφού στην ουσία θα έχει ζήσει συνολικά τα ίδια χρόνια με τον άλλο(που δεν του είχε γίνει έγκαιρη διάγνωση).
Αυτά τα λάθη αναιρούν τη χρησιμότητα της έγκαιρης διάγνωσης; Η απάντηση είναι όχι.
Αυτά τα λάθη στατιστικής αδυνατίζουν τις αποδείξεις για τη χρησιμότητα της έγκαιρης διάγνωσης.Η έγκαιρη διάγνωση δίνει αποδεδειγμένα δυνατότητες ίασης. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε
προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας και να χρησιμοποιούνται πιο αξιόπιστα δεδομένα για να μετράμε την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων έγκαιρης διάγνωσης. Ένα τέτοιο είναι η μέτρηση της μείωσης της συνολικής θνησιμότητας σ’ έναν πληθυσμό μετά την εφαρμογή πληθυσμιακών ελέγχων. Η μείωση που προκύπτει δίνει πιο αξιόπιστη εικόνα για την αποτελεσματικότητα του πληθυσμιακού ελέγχου.
Όμως και στη δεύτερη περίπτωση που τονίζεται το λάθος στον υπολογισμό λόγω του ότι η έγκαιρη διάγνωση επιμηκύνει το συνολικό χρόνο, αφού μειώνει την ηλικία του ασθενούς κατά τη διάγνωση, βασική προϋπόθεση είναι η θεραπεία να μην έχει κάποιο αποτέλεσμα. Κάτι, όμως, που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, αφού στην εποχή μας οι διάφορες θεραπείες μπορούν να επιμηκύνουν ουσιαστικά την επιβίωση(και στο παράδειγμα μας ο θάνατος του διαγνωσθέντος έγκαιρα ασθενή να μην επέλθει στα 70, αλλά στα 79).
Ο καρκίνος του μαστού είναι μία περίπτωση που αποδεδειγμένα η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα. Και αυτό αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων. Υπάρχουν, βεβαίως, καρκίνοι του μαστού που από τη γένεση τους είναι εξαιρετικά επιθετικοί(και επομένως είτε διαγνωστούν έγκαιρα, είτε καθυστερημένα η πορεία τους δεν είναι ευνοϊκή για την ασθενή). Όμως, οι υπάρχουσες μελέτες δείχνουν ότι αφενός η συνολική θνησιμότητα μειώνεται με τον προληπτικό έλεγχο για τον καρκίνο του μαστού, αφετέρου οι περιπτώσεις ίασης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες όταν ο καρκίνος είναι σε αρχικό στάδιο.
Επιπλέον, για καλή τύχη των γυναικών, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στις θεραπευτικές μεθόδους είναι πολύ σημαντική και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των ασθενών να ζει πάρα πολλά χρόνια χωρίς προβλήματα και την ζωή τους να απειλούν άλλοι κίνδυνοι και όχι ο καρκίνος.