Σήμερα, είχα την εμπειρία να απολαύσω ένα μοναδικό feedback (ανάδραση/παλίνδρομη τροφοδότηση) από έναν ασφαλισμένο του ΙΚΑ.
Ο περί ου ο λόγος, χαλάστηκε στον πάγκο του Φαρμακείου με την αφεντομουτσουνάρα μου, επειδή διαπίστωσε ότι του είχα γράψει το Λομπιβόν για την ΑΥ με 25%, ενώ είχε συνηθίσει να το παίρνει με 0% λόγω Ca προστάτη.
"Πού είναι αυτό το σκατό;" τον άκουσα να ωρύεται πίσω στο Κέντρο Υγείας.
Σκατό.
Κοινή ονομασία του περιττώματος, του αποπατήματος ανθρώπου. Συνώνυμα: αποπάτημα, αφόδευμα, κόπρανο, κουράδι, μαγαρισιά, περίττωμα, κακά, τσιρλιά.
Όταν πρόκειται για περίττωμα ζώου: βουρβουλιά, καβαλίνα, κατσίπορδο, κοπριά, κουράδι (θυμηθείτε την αρκούδα και το κουράδι της στο δάσος), κουτσουλιά, μυγόχεσμα, ποντικοκούραδο, σβουνιά, ψυλλόχεσμα και, ναι, στα Κυπριακά ....κότσιρας!
Η λέξη «σκατὸ» είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση λέξης.
Πρόκειται για αρχαιοελληνική λέξη, απ' ευθείας επιβιώση του ενός από τα δύο θέματα της λέξης σκώρ, με την ίδια σημασία. Πρόκειται δηλαδή για διπλόθεμη λέξη, που κλίνεται:
Τὸ σκώρ, τοῦ σκατός, τῷ σκατί, τὸ σκώρ, σκώρ. Πληθ. τὰ σκατά κλπ.
Η λέξη «σκῶρ» συνήθως περισπάται. Παραπάνω πρόκειται για τη δωρική εκδοχή, η οποία οξύνεται.
Το έτυμον ανάγεται στο σανσκριτικό apa ava-skara-h, με την ίδια σημασία· ανάλογοι τύποι απαντώνται σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. αγγλ. shit) και την ιαπωνική.
Παράγωγες λέξεις είναι η σκωρία (σκουριὰ και παραπροϊόντα μεταλλουργίας), η σκωραμίς = δοχείο για σκατά = πάπια (σκωραμὶς λέγεται σήμερα στα Νοσοκομεία), και ἀποσκωρακισμὸς = απόρριψη περιττών πραγμάτων (εκκαθάριση). Η λέξη έχει αργότερα παρετυμολογηθεί (κόραξ) και γραφεί με ο, παίρνοντας τη σημασία πέμπω εἰς κόρακας = στέλνω στὸ γεροδιάολο, διατηρώντας εμμέσως την σημασία της απορρίψεως.
Μακρινά παράγωγα θεωρούνται τα κρίνω και κείρω.
Η διπλοθεμία της λέξης σκῶρ <σκατὸς είναι ανάλογη με αυτήν τής λέξης ὕδωρ <ὕδατος.
Η έννοια «σκατὸ» του λήμματος που μου αποδόθηκε από τον τίμιο, αγέρωχο ξωμάχο της υπαίθρου, δεν εννοεί προφανώς απόρριμμα, αλλά κάτι τόσο μικρό (ίσως και ασήμαντο, ωστόσο ενοχλητικό/απωθητικό), όσο ένα σκύβαλο ==> περίττωμα ==> σκατό κυριολεκτικά με τη σύγχρονη στενή έννοια.
Ποιόν αποκαλούμε "σκατό"; Μεταφορικά ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει άτομα νεαρής ηλικίας με προπετή/θρασεία/ανάγωγη συμπεριφορά.
Π.χ. Αυτό το παιδί είναι μια σταλιά σκατό και αντιμιλάει στους μεγάλους/δεν μου τα γράφει με 0%.
Παράγωγα: σκατάς, σκατένιος, σκατίλα.
Έκφραση: Τα έκανε σκατά = τα έκανε άνω κάτω, τα θαλάσσωσε, τα μπέρδεψε, τα έκανε μαντάρα
Εγώ μπορεί να είμαι στα μάτια του περήφανου, αγέρωχου ασφαλισμένου του ΙΚΑ ένα σκατό, αλλά αυτός συνταγή με Λομπιβόν 0% από μένα, δεν πήρε (ούτε θα πάρει). Κρίμα μόνο που οι κανονισμοί του ΙΚΑ (ου μιν αλλά και η έως τούδε εφαρμογή τους) είναι τέτοιοι που δίνουν έναυσμα για παρόμοια γεγονότα.
Μέχρι χθες, είχα ένα ακαθόριστο συναίσθημα ότι η (Γενική)1 Ιατρική δεν μου ταιριάζει. Σήμερα, το έχω εντελώς καθορισμένο.
1Η παρένθεση αφιερούται τῷ Διαμαντῆ.