Παραθέτω το παρακάτω άρθρο στην ενότητα Ο ΕΟΠΥΥ σε αριθμούς γιατί υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα νούμερα που τα υπογραμμίζω. Τα σχόλιά μου με μπλε και μέσα στο άρθρο αλλά και στο αμέσως επόμενο post.10/05/2015
Τη μετακύλιση του κόστους για τη φαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων στις τσέπες των ίδιων των ασφαλισμένων, αλλά και την πολιτική επιλογή να μην υποστηριχθεί όσο θα έπρεπε ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), επισημαίνει σήμερα στο protagon ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης. Εισηγείται, επίσης, τη ριζική αλλαγή στον τρόπο χρηματοδότησης του δημοσίου συστήματος Υγείας της χώρας μας και την αποσύνδεση της εργασιακής κατάστασης των πολιτών από το δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη.
Για την προμήθεια των φαρμάκων τους, συμπεριλαμβανομένων των μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενων (και μη αποζημιούμενων από τα ασφαλιστικά ταμεία) φαρμάκων (ΜΥΣΥΦΑ), οι ασφαλισμένοι δαπανούν περίπου 1 δισ. ευρώ κατευθείαν από τις τσέπες τους. Έχουμε περάσει στην αποασφάλιση της φαρμακευτικής περίθαλψης;
Είναι προφανές ότι μία από τις επιπτώσεις της περιοριστικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια στον τομέα της υγείας ήταν η μετακύλιση ενός σημαντικού μέρους του κόστους των φροντίδων στα νοικοκυριά. Αν αναλογιστούμε ότι
οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία έχουν περιοριστεί κατά το ήμισυ, με αποτέλεσμα να μην υπερβαίνουν το 5% του ΑΕΠ -με τον αντίστοιχο στόχο του Μνημονίου να ανέρχεται σε 6%-, γίνεται αντιληπτό ότι η εμμονή σε λογικές συρρίκνωσης της συμμετοχής του κράτους στις δαπάνες υγείας, νομοτελειακά θα προκαλούσε περαιτέρω επιβαρύνσεις στους πολίτες. Σύμφωνα, δε, με εκτιμήσεις μας, το κενό χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας από δημόσιες πηγές ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ. Συνεπώς, παρά τον εξορθολογισμό που έχει συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική αυτή μετέφερε πρόσθετο κόστος στα επίσης συρρικνωμένα ατομικά και οικογενειακά εισοδήματα.
Κατά τη γνώμη σας, οι όποιες μειώσεις σημειώθηκαν στις τιμές των φαρμακευτικών σκευασμάτων παρακολούθησαν τις ανάλογες αυξήσεις στην οικονομική συμμετοχή των ασφαλισμένων για την προμήθεια των φαρμάκων τους, ή η δυσανάλογη αύξηση της συμμετοχής έκρυψε κατά το δυνατόν τις πολύ μικρές μειώσεις στις τιμές των σκευασμάτων;
Τη στιγμή που, όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, η πολιτική φαρμάκου και υγείας ευρύτερα περιορίστηκε σε πολιτικής (μείωσης της) φαρμακευτικής δαπάνης και της δαπάνης υγείας αντίστοιχα, οι επιλογές της μείωσης των τιμών των φαρμάκων και της αύξησης της συμμετοχής των ασθενών στο κόστος συνδυάζονται μεταξύ τους καθώς υπηρετούν τον ίδιο στόχο. Η λογική αυτή έπληξε τόσο τους πολίτες όσο και την αγορά φαρμάκου
(πιο πολύ έπληξε τους πρώτους). Μελέτες μας έχουν καταδείξει σημαντικά προβλήματα πρόσβασης των ασθενών στη θεραπεία, όπως επίσης και μείωση των εσόδων του κράτους από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας του φαρμακευτικού κλάδου. Όσον αφορά την «προσήλωση» στην τιμολόγηση των φαρμάκων, αυτή κατά την άποψή μου δεν υπηρετεί τον στόχο του ελέγχου του κόστους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εδώ και περίπου δέκα χρόνια, σε μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία είχε κυριαρχήσει η πλάνη ότι οι πόροι για την υγεία είναι δεδομένοι, είχαμε επισημάνει ότι το πρόβλημα του φαρμάκου δεν είναι «ζήτημα τιμής»
(;;;; ). Αυτό που ενδιαφέρει μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι κυρίως το ζήτημα της αποζημίωσης, πεδίο στο οποίο η διεθνής εμπειρία έχει να επιδείξει καινοτόμες και πολύ αποτελεσματικές πρακτικές. Η διαρκής πίεση επί των τιμών αφ’ ενός έχει κατά βάση επιπτώσεις σε άλλες αγορές και αφ’ ετέρου δημιουργεί κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας μελετά ήδη το ενδεχόμενο να προχωρήσει στο μοντέλο της κλιμακούμενης ανάλογα με το εισόδημα οικονομικής συμμετοχής των ασφαλισμένων για την προμήθεια των φαρμάκων τους. Πως τοποθετείστε στο θέμα;
Τη λογική αυτή την είχαμε επίσης προτείνει στο παρελθόν επισημαίνοντας, ωστόσο, τους κινδύνους που απορρέουν από τη φοροδιαφυγή, καθώς αφ’ ενός θα ευνοηθούν όσοι φοροδιαφεύγουν από τη χαμηλότερη συμμετοχή στο κόστος των φαρμάκων και αφ’ ετέρου θα έχουν έναν ακόμα λόγο να συνεχίσουν να το κάνουν. Από την άλλη, είναι αναγκαία η επικράτηση μιας αναδιανεμητικής λογικής και στη συμμετοχή των πολιτών στο κόστος των υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να καταστεί εφικτή η κάλυψη των ευπαθών ομάδων. Αυτό κατά την άποψή μου δεν περιορίζεται στο φάρμακο, αλλά θα πρέπει να αφορά το σύνολο των φροτίδων υγείας. Ωστόσο, ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν πιο δόκιμο να μην βασίζεται σε ένα μόνο κριτήριο (εισόδημα), αλλά να λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους όπως π.χ. οι συνοσηρότητες.
Εάν πέραν της λιανικής τιμής των φαρμακευτικών σκευασμάτων είχαμε και μία δεύτερη τιμή, την τιμή αποζημίωσης των σκευασμάτων από τα ασφαλιστικά ταμεία
( μα αυτό υπάρχει τουλάχιστον στα χαρτιά ήδη, είναι η λεγόμενη ασφαλιστική τιμή. Μήπως κατάλαβα κάτι λάθος; ), η οποία θα προέκυπτε μετά από διαπραγμάτευση των φαρμακευτικών εταιρειών με τον ΕΟΠΥΥ, θα μπορούσε, με αυτόν τον τρόπο, το δημόσιο να επιτύχει ιδιαιτέρως συμφέρουσες τιμές για τα φάρμακα των ασφαλισμένων;
Ακριβώς αυτή είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, δεδομένων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Άλλωστε το «σύστημα των δύο τιμών» είναι αυτό το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα, μέσα από διαπραγμάτευση, να καταστούν προσιττές θεραπείες, σε διαχειρίσιμους όρους αποζημίωσης. Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, το σημείο αποζημίωσης που θα προκύψει μετά από διαπραγμάτευση δεν συνιστά τιμή με την παραδοσιακή έννοια του όρου, καθώς έχει έναν δυναμικό χαρακτήρα και μπορεί να μεταβάλλεται σύμφωνα με τον όγκο, τα αποτελέσματα, τον ανταγωνισμό, τις προτεραιότητες της πολιτικής υγείας κ.ά. Επιπλέον, δεν (πρέπει να) αποτελεί βάση τιμολόγησης για άλλες χώρες καθώς οι σχετικές συμφωνίες προκύπτουν ειδικώς στη βάση των παραπάνω.
Με 1,5 εκατ. ανασφάλιστους στην χώρα μας, μήπως είναι η ώρα να αποσυνδεθεί η ιδιότητα του εργαζομένου με τις υγειονομικές παροχές και να προχωρήσουμε στη σύνδεση της ιδιότητας του πολίτη ή του κατοίκου της χώρας μας με τις υγειονομικές παροχές, μέσω της γενικής φορολογίας;
Αυτή η πρόταση, ήτοι η υιοθέτηση του βρετανικού υποδείγματος χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, έχει πλέον αρκετούς υποστηρικτές. Ένα τέτοιο σύστημα θεωρείται ότι αφ’ ενός μπορεί να εγγυηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό την καθολική κάλυψη και, παράλληλα, να διαμορφώσει ένα περιβάλλον ελεγχόμενου κόστους. Επιπλέον, ενδέχεται να καταστήσει περισσότερο ανταγωνιστικό το κόστος εργασίας και να συμβάλλει στην αύξηση τόσο της απασχόλησης όσο και του διαθέσιμου εισοδήματος από αυτή. Από την άλλη, η υιοθέτησή του θέλει προσοχή και κατάλληλο σχεδιασμό καθώς, αν το υλοποιούσαμε σήμερα, θα προέκυπτε άμεσα ένα δημοσιονομικό κενό μεγαλύτερο από δύο δισ. ευρώ
(εδώ νομίζω ότι μόνο ένας Ιατρός μπορεί να κατανοήσει το μέγεθος της σπατάλης που γίνεται ακόμη και τώρα μέσα στο σύστημα και το πόσες πολλές εξοικονομήσεις μπορούν να γίνουν χωρίς να πληγεί η ποιότητα παροχής υπηρεσιών στους ασθενείς, το αντίθετα μάλιστα). Για τον λόγο αυτό, θα μπορούσε να επιχειρηθεί σταδιακά, σύμφωνα με την πορεία της οικονομίας και τη διακύμανση των φορολογικών εσόδων. Σημειώνεται, δε, ότι σημαντικός παράγοντας επιτυχίας μιας τέτοιας μετάβασης είναι η αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Αυτό και μόνο καθιστά σαφές ότι ένα τέτοιο σχέδιο, παρά την όποια τεκμηρίωση το συνοδεύει σε επίπεδο σκοπιμότητας, απαιτεί προσεκτικές κινήσεις και διαρκή παρακολούθηση των κρίσιμων προς την επιτυχία του μεγεθών.
Διατελέσατε αντιπρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, αμέσως με την ίδρυση του φορέα. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ΕΟΠΥΥ δεν στηρίχθηκε οικονομικά από τις κυβερνήσεις; Είναι χαρακτηρηστικό ότι
ο ΕΟΠΥΥ ουδέποτε έλαβε το 0,6% του ΑΕΠ ως κρατική χρηματοδότηση, παρά το γεγονός ότι αυτό αναφέρει ρητώς ο ιδρυτικός νόμος του...Η κοινωνική ασφάλιση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρύτερη οικονομική πραγματικότητα, δεδομένου ότι οι πόροι της προέρχονται κατά βάση από εισφορές και δευτερευόντως από τη φορολογία. Τη στιγμή που οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση είναι δραματικές, τα (αναμενόμενα) έσοδα από την πηγή αυτή μειώνονται με αποτέλεσμα να μην επαρκούν για μια αποτελεσματική λειτουργία χωρίς την πρόκληση νέων ελλειμμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι,
για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι μόνοι βέβαιοι πόροι του οργανισμού ήταν αυτοί που προέρχονταν από τον ΟΠΑΔ, λόγω του ότι (μόνο) οι εισφορές όσων εργάζονται στο δημόσιο είναι δεδομένες. Η ενίσχυση που θα μπορούσε να δοθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό -με πρόσθετες χρηματοδοτήσεις ή με την κάλυψη των ελλειμμάτων όπως γινόταν στο παρελθόν- προσκρούει επίσης στη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς,
το πρόβλημα των εσόδων του ΕΟΠΥΥ δεν συνίσταται στη μη απόδοση της προβλεπόμενης επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά στις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνται και στους δύο βασικούς χρηματοδοτικούς του πυλώνες.(εδώ θα συμφωνήσω) Έτσι, υπό τις συνθήκες αυτές, η ομαλή χρηματοδότηση και λειτουργία του ΕΟΠΥΥ ανάγεται σε θέμα ευρύτερων κυβερνητικών προτεραιοτήτων στην κατανομή των πόρων. Επίσης, συνδέεται με τη γενικότερη στάση των δανειστών στον τομέα της υγείας, από την οποία ουσιαστικά «υποδεικνύεται» μια μετακύλιση του όποιου κενού χρηματοδότησης προκύπτει κάθε φορά στα νοικοκυριά (αύξηση συμμετοχής στο κόστος) και τις επιχειρήσεις του κλάδου (clawback, rebates κ.λπ.).
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος