Υψηλή φαρμακευτική δαπάνη, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξακολουθεί να εμφανίζει η Ελλάδα σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ.
( αφιερωμένο σε όσους μιλάγαν για ανθρωπιστική κρίση, επειδή η Ελλάδα είχε καταφέρει να κατεβεί από το δυσθεώρητο ποσό των 5,4 δις €/έτος για φάρμακα το 2009, στα 2 δις το 2014.)
Όντως η Υγεία των Ελλήνων θα μπορούσε να γίνει πολύ καλύτερη αλλά, πιστέψτε με, αυτό δεν οφείλεται στο ότι το κράτος δίνει λίγα για φάρμακα (όσο και αν οδύρεται η Φαρμακοβιομηχανία).28/03/2016, ΕΘΝΟΣ.
Του Δημήτρη Καραγιώργου.«ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ» ΣΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ
Εθισμένοι στα φάρμακα οι Ελληνες
Υψηλή φαρμακευτική δαπάνη, ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), εμφανίζει η Ελλάδα.Τα χρήματα που δαπανά το κράτος για φάρμακα ξεπερνούν το 1% του ΑΕΠ, όταν η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν μειώσει το ποσοστό κάτω από το 1%.
Σημαντική είναι η πρωτιά της Ελλάδας και στην κατανάλωση αντιβιοτικών, η οποία είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ολλανδία.Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στην έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την πολιτική Υγείας στις χώρες-μέλη του.Οι ειδικοί του Οργανισμού επισημαίνουν μια σειρά από άλλους αρνητικούς δείκτες, όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία, οι οποίοι φέρνουν τη χώρα μας σε πολύ χαμηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη.
Για τη φαρμακευτική δαπάνη λαμβάνουν υπόψη τους τα στοιχεία του 2013, από τα οποία προκύπτει ότι η Ελλάδα δαπάνησε το 1,9% του ΑΕΠ. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσά που θα διαθέσει η χώρα μας είναι μειωμένα και καθηλωμένα στα 1,94 δισ. ευρώ έως το 2018 ή 1,1% του ΑΕΠ.Εξορθολογισμός
Επικαλούμενοι την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες έχουν περιορίσει τη δαπάνη κάτω από το 1% του ΑΕΠ, οι ειδικοί του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο για
ανάγκη περαιτέρω εξορθολογισμού της δαπάνης και αναδιάρθρωση της νοσοκομειακής δαπάνης στην Ελλάδα.Η διασύνδεση του ΑΕΠ με τη φαρμακευτική δαπάνη προκαλεί αντιδράσεις από τους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας.
( εμ βέβαια...)Σημειώνουν ότι η κατά κεφαλήν δαπάνη για φάρμακα στην Ελλάδα υστερεί κατά 30% από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Προτείνουν τον καθορισμό ορίων ασφαλείας, αντί του υπολογισμού με το ΑΕΠ.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνεται και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών, με την αναφορά ότι οι Ελληνες γιατροί συνταγογραφούν κατά 50% περισσότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, προτείνουν να παρακολουθείται πιο αποφασιστικά η χορήγηση των εν λόγω φαρμάκων και να γίνεται πιο ορθολογική τους χρήση, με το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Προτείνουν, επίσης, προγράμματα ενημέρωσης των επαγγελματιών της Υγείας, για την πρόληψη της υπερβολικής χορήγησης αντιβιοτικών.
Από την παράθεση των στοιχείων προκύπτει και μία κατάρρευση κρίσιμων δεικτών πρόσβασης και λειτουργίας του συστήματος Υγείας. Οι εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ εκτιμούν πως
το 21% των Ελλήνων δεν έχουν κάλυψη από το δημόσιο σύστημα Υγείας.Εκτός κάλυψης
Το έλλειμμα αυτό επιχειρείται να καλυφθεί με την πρόσφατη διάταξη για τη δωρεάν φροντίδα των ανασφάλιστων.
Ακόμη και με τη συγκεκριμένη παρέμβαση, μένουν εκτός κάλυψης οι διαγνωστικές εξετάσεις στην πρωτοβάθμια (εξωνοσοκομειακή) φροντίδα Υγείας.
Δεν καλύπτονται, επίσης, χρονίως πάσχοντες οι οποίοι διαμένουν σε περιοχές της χώρας, όπου οι δημόσιες δομές δεν διαθέτουν γιατρούς ειδικότητας που αφορά την πάθησή τους, όπως ενδοκρινολόγοι και ογκολόγοι - παθολόγοι.
Στρεβλώσεις παρατηρούνται και στη στελέχωση του συστήματος.
Η αναλογία νοσηλευτών ανά γιατρό στο ελληνικό ΕΣΥ είναι 0,6 προς 1. Την ίδια ώρα, η Ιρλανδία έχει αναλογικά 6,5 φορές περισσότερους, με αναλογία τέσσερις νοσηλευτές ανά γιατρό, ενώ η μέση αναλογία στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι σχεδόν 3 προς 1.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται συνεχώς, με το νοσηλευτικό προσωπικό να καταφεύγει στη σύνταξη. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ προτείνουν τη χορήγηση κινήτρων σε γιατρούς να στελεχώσουν την εξωνοσοκομειακή φροντίδα και την καλύτερη λειτουργία των τμημάτων επειγόντων περιστατικών.
Αρνητική είναι η εικόνα της χώρας και ως προς κρίσιμους δείκτες υγείας, όπως η παχυσαρκία και το κάπνισμα. Το 44% των αγοριών στην Ελλάδα είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ είναι 33% και στη Γερμανία μόλις 15%.
Η κατάσταση με το κάπνισμα δείχνει να βελτιώνεται, με το ποσοστό των καπνιστών να μειώνεται στο 27,3% έναντι 31,9% το 2009, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία. Η Ελλάδα παραμένει, ωστόσο, πάνω από τη Γαλλία, όπου οι καπνιστές στις ηλικίες άνω των 15 ετών δεν ξεπερνούν το 24,1%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 19,7%.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος