Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
ΕίσοδοςΑπό Νίνα Κομνηνού
Αποκαλυπτική είναι η πανελλαδική έρευνα της STAT BANK για το παρόν και το μέλλον της φαρμακευτικής αγοράς στην Ελλάδα.
Οι συνολικές ζημιές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα το 2011 σε σχέση με το 2010 ήταν αυξημένες κατά 236%.
Εντούτοις, οι 20 πιο κερδοφόρες εταιρείες εμφάνισαν συνολικά κέρδη 183 εκατ. ευρώ όταν ο κλάδος παρουσίασε συνολικές ζημιές 240 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη μεγάλη πανελλαδική έρευνα της STAT BANK, οι συνολικές ζημιές των 194 μεγαλύτερων παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων φαρμάκων (με απολύτως συγκρίσιμα στοιχεία και με εξαίρεση μία εταιρεία) αυξήθηκαν από 65 εκατ. ευρώ το 2010 σε 219 εκατ. ευρώ το 2011.
Οι
πιο κερδοφόρες εταιρείες ήταν οι: Βιανέξ, Specifar, Glaxosmithkline, Bayer Hellas, Novartis Hellas, Boehringer Ingelheim, Reckitt Benkiser, Bristol Myers, Astra Zeneca, Janssen Cilag, LEO, Pharmathen, Menarini, Pharmaserve-Lilly, Elpen, ΣΕΡΒΙΕ, Βιταφάρμ, CSL Behring και ΠΡΟΣΥΦΑΠΕ.
Οι επιχειρήσεις που εμφάνισαν
ζημία είναι οι: Γερολυμάτος Medical, Roche Hellas, Σάντα Φάρμα, Pfizer, Gilead, Abbott Laboratories, Γερολφάρμ, Alapis, Μαρινόπουλος Κ.Π., Sanofi Aventis, Φαρμαγορά, Βέρμα Ντράγκς και Φαράν.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις της STAT BANK για το άμεσο μέλλον. Στην έρευνα επισημαίνεται ότι από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις θα μείνουν περίπου 100, διότι θα καταγραφεί μείωση των κωδικών φαρμάκων, στον τομέα του χονδρεμπορίου, από τις 150 εταιρίες που λειτουργούν θα μείνουν 40 σαν σημεία διανομών, με 10 ή 12 ομίλους και από τα 10.500 φαρμακεία σε πρώτη φάση θα μείνουν 7.000 και σε δεύτερη φάση 5.000.
Αναλυτικά, στη μελέτη της STATBANK για τις ζημιές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, τονίζεται ότι η εικόνα διαφοροποιείται αισθητά εάν προσθέσει κανείς και την εταιρεία Alapis, οπότε οι συνολικές ζημιές ανέρχονται στα 239 εκατ. ευρώ.
Από το σύνολο του δείγματος, το 11,82% των εταιριών, δηλαδή οι 23 μεγαλύτερες εταιρίες, καλύπτουν το 54,4% του συνολικού τζίρου, ο οποίος έφθασε τα 9 δις. ευρώ το 2011.
Από τις 195 εταιρείες του δείγματος οι 155 είναι εμπορικές και οι 40 είναι παραγωγικές. Οι δύο κατηγορίες - παραγωγικές και εμπορικές - απασχολούν περίπου τον ίδιο αριθμό εργαζομένων.
Οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις απασχολούν περίπου το 50% των εργαζομένων στη φαρμακοβιομηχανία και οι 155 εμπορικές εταιρίες απασχολούν τους άλλους μισούς.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι εν Ελλάδι παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει την τελευταία πενταετία στη χώρα περίπου 300 εκατ. ευρώ ενώ οι εξαγωγές τους αγγίζουν τα 275 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 2% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν εκχωρήσει τη ρευστότητά τους στο ελληνικό Δημόσιο, με τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί από τα νοσοκομεία, ενώ διατηρούν την πιστωτική τους πολιτική, διαθέτοντας φάρμακα.
Θετικά
Ενώ η συνολική εικόνα εμφανίζεται απογοητευτική, 20 εταιρείες εμφάνισαν ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, οι 20 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις παρουσίασαν συνολικά κέρδη 183 εκατ. ευρώ όταν ένα χρόνο πριν - το 2010 - οι ίδιες εταιρίες είχαν δηλώσει ζημιές της τάξεως των 6 εκατ. ευρώ !
Οι πιο κερδοφόρες εταιρείες ήταν οι: Βιανέξ, Specifar, Glaxosmithkline, Bayer Hellas, Novartis Hellas, Boehringer Ingelheim, Reckitt Benkiser, Bristol Myers, Astra Zeneca, Janssen Cilag, LEO, Pharmathen, Menarini, Pharmaserve-Lilly, Elpen, ΣΕΡΒΙΕ, Βιταφάρμ, CSL Behring και ΠΡΟΣΥΦΑΠΕ.
Διαπιστώνει δηλαδή κανείς ότι στην πρώτη 20άδα του καταλόγου των πλέον κερδοφόρων εταιρειών υπάρχει σχεδόν απόλυτη κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση λίγες ελληνικές εταιρείες (Βιανέξ, Pharmathen, Elpen και τον χονδρεμπορικό συνεταιρισμό φαρμακοποιών Αττικής ΠΡΟΣΥΦΑΠΕ).
Σύμφωνα με την έρευνα της STAT BANK, ο συνολικός τζίρος των 195 μεγαλύτερων φαρμακευτικών επιχειρήσεων της χώρας μειώθηκε από περίπου 9,5 δις. ευρώ στα 8,8 δις. ευρώ.
Το μεγαλύτερο τμήμα του τζίρου αυτού διαχειρίστηκαν σχετικά λίγες εταιρείες: Συγκεκριμένα, οι 23 μεγαλύτερες εταιρείες (11,82% του δείγματος) διαχειρίστηκαν το 54,4% του συνολικού τζίρου, γεγονός αποκαλυπτικό της μεγάλης συγκέντρωσης του κλάδου.
Σε ό,τι αφορά τα τελικά αποτελέσματα, από 195 εταιρείες οι 124 παρουσίασαν κέρδη και οι 71 εμφάνισαν ζημιές. Από το σύνολο των εταιρειών του δείγματος 91 εμφάνισαν βελτίωση και 104 επιδείνωση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων.
Συγκεκριμένα, 45 εταιρείες εμφάνισαν αύξηση κερδών, 26 μετέτρεψαν τις ζημιές σε κέρδη και 20 παρουσίασαν μείωση ζημιών.
Επιδείνωση
Αντιστοίχως, 53 παρουσίασαν μείωση κερδών, 28 αύξηση ζημιών και 23 πήγαν από κέρδη σε ζημιές.
Η επιδείνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων εκφράστηκε και στο κλείσιμο αρκετών επιχειρήσεων του κλάδου: αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι τα δύο τελευταία έτη έκλεισαν 25 φαρμακαποθήκες.
Σύμφωνα με την έρευνα της STAT BANK, οι επιχειρήσεις που εμφάνισαν τα πλέον δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα, παρουσιάζοντας ζημιές πάνω από 8 εκατ. ευρώ η κάθε μία (η πλέον ζημιογόνος εμφάνισε ζημιές πάνω από 67 εκατ. ευρώ) είναι οι παρακάτω: Γερολυμάτος Medical, Roche Hellas, Σάντα Φάρμα, Pfizer, Gilead, Abbott Laboratories, Γερολφάρμ, Alapis, Μαρινόπουλος Κ.Π., Sanofi Aventis, Φαρμαγορά, Βέρμα Ντράγκς και Φαράν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων επιχειρήσεων, η εγχώρια αγορά θα εμφανίσει περαιτέρω σημεία υποχώρησης: από τους 11.000 κωδικούς φαρμάκων που διακινούν οι 250 φαρμακευτικές εταιρείες, στην αγορά σήμερα διακινούνται μόνο οι 5.500 κωδικοί, ενώ προβλέπεται να μειωθούν ακόμα περισσότερο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι 500 κωδικοί φαρμάκων κάνουν το 70% του τζίρου της αγοράς.
Σε επίπεδο αριθμού εμπλεκόμενων επιχειρήσεων,
από τις 250 φαρμακευτικές θα μείνουν περίπου 100, διότι θα καταγραφεί μείωση των κωδικών φαρμάκων που θα υπάρχουν στη χώρα.
Τελικά, συνέπεια όλων αυτών θα είναι οι εξαγορές, συγχωνεύσεις και αποχωρήσεις εταιρειών.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, στον τομέα του χονδρεμπορίου, από τις 150 εταιρίες που λειτουργούν θα μείνουν 40 σαν σημεία διανομών, με 10 ή 12 ομίλους.
Από τα 10.500 φαρμακεία σε πρώτη φάση θα μείνουν 7.000 και σε δεύτερη φάση 5.000. Το μείζον θέμα της αγοράς είναι ότι οι εταιρίες και τα φαρμακεία δεν έχουν ρευστότητα. Η αισθητή μείωση της ρευστότητας επιβεβαιώνεται και από τα συμπεράσματα της έρευνας της STAT BANK.