Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος
Γιατροί 35-44 ετών κατευθύνονται σε Γερμανία, Αγγλία, Σουηδία, ΔανίαΩς το πιο ισχυρό αριθμητικά μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων, «επιστημονικού επιπέδου», καταγράφεται αυτό των νέων γιατρών, που τελειώνοντας τις ιατρικές σχολές αναζητούν να κάνουν ειδικότητα σε ιατρικό κέντρο του εξωτερικού, με την προσδοκία άμεσης και πιο συμφέρουσας οικονομικά επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι ενδεικτικό ότι τέσσερις στους δέκα αποφοίτους ιατρικών σχολών κάθε χρόνο βρίσκονται στη διερευνητική διαδικασία να κάνουν την ειδικότητά τους στο εξωτερικό, κυρίως βέβαια σε χώρες της Ε. Ε. Τα κίνητρα; Υψηλότερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης σε σχέση με αυτές εντός ΕΣΥ σε συνθήκες κρίσης, όπου ο φόρτος εργασίας σε συχνά υποστελεχωμένα νοσοκομεία υπονομεύει το ζητούμενο του ειδικευόμενου, που είναι να εκπαιδευτεί στο αντικείμενο που έχει επιλέξει.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε στην «Κ» ο αντιπρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας και πρόεδρος της Επιτροπής Εκπαίδευσης, κ. Ιωάννης Δατσέρης, οι αποφοιτήσεις από τις ελληνικές ιατρικές σχολές αριθμούν περί τις 1.200 κάθε έτος. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον 500 άτομα κάθε χρόνο -το 40% των αποφοίτων- κινούν διαδικασίες για να κάνουν την ειδικότητά τους στο εξωτερικό, αριθμός που φαίνεται ότι αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον κ. Δατσέρη οι βασικές χώρες προορισμού είναι η Γερμανία, η Αγγλία, η Σουηδία και η Δανία. Το κύμα μετανάστευσης για το εξωτερικό δεν αφορά μόνο τους γιατρούς που θέλουν να πάρουν ειδικότητα, αλλά και τους ειδικευμένους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2011 ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών εξέδωσε σε γιατρούς, ειδικευόμενους και ειδικευμένους, 1.483 πιστοποιητικά για μετάβαση στο εξωτερικό έναντι 1.044 το 2010, ενώ μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2012 ο αριθμός των πιστοποιητικών για το εξωτερικό ανέρχεται σε 581. Με βάση τα στοιχεία, οι γιατροί που φεύγουν στο εξωτερικό είναι κυρίως αναισθησιολόγοι, χειρουργοί, ορθοπεδικοί και καρδιολόγοι και στην πλειονότητά τους ηλικίας 35-44 ετών.
«Η μετανάστευση νέων γιατρών έχει γίνει “νόμος”», λέει χαρακτηριστικά στην «Κ», ο κ. Αντώνης Μπουλταδάκης, ειδικευόμενος αναισθησιολόγος στον Ευαγγελισμό. «Ο μόνος τρόπος να έχει ένας γιατρός αποδοχές που να αναλογούν στη δουλειά του και ένα ανθρώπινο ωράριο είναι να φύγει στο εξωτερικό», επισημαίνει. Τουλάχιστον τέσσερις γνωστοί του έχουν φύγει για ειδικότητα στο εξωτερικό. «Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό. Φίλος μου με τον οποίο σπουδάσαμε μαζί και γνωριζόμαστε 14 χρόνια, κάνει την ειδικότητά του στην Κύπρο. Παίρνει 2.100 ευρώ τον μήνα καθαρά. Εγώ αντίστοιχα λαμβάνω 1.050 ευρώ τον μήνα καθαρά, τα οποία με τις αλλαγές στα ειδικά μισθολόγια που προωθούνται θα μειωθούν κατά 17%-20%».
Ο κ. Μπουλταδάκης περιγράφει στην «Κ» τη δύσκολη καθημερινότητα για έναν ειδικευόμενο στην Ελλάδα. «Ενας ειδικευόμενος γιατρός στο ΕΣΥ δεν δουλεύει επτά ώρες καθημερινά όπως ορίζει ο νόμος. Δουλεύει πάνω από 8-9 ώρες που ειδικά σε κλινικές με ελλείψεις προσωπικού ξεπερνούν τις 10-11 ώρες. Κάνει τουλάχιστον επτά εφημερίες τον μήνα, και εάν ξεπεράσει αυτό το πλαφόν, πράγμα διόλου απίθανο, τότε αυτές είναι συνήθως απλήρωτες. Το ρεπό έπειτα από κάθε εφημερία για τις περισσότερες παθολογικές και χειρουργικές κλινικές είναι επιστημονική φαντασία». Αλλωστε οι ειδικευόμενοι καλύπτουν πλέον τις πάγιες ανάγκες του νοσοκομείου σε προσωπικό. «Στην ουσία κάνουμε τα πάντα, από καθαρά ιατρική δουλειά, διάγνωση στα επείγοντα και αντιμετώπιση του ασθενούς, να ψάξουμε τις εξετάσεις στα τμήματα ή και καθαρά νοσηλευτική δουλειά, όπως να παίρνουμε αίμα, πίεση, ζάχαρο». Ο ίδιος σκιαγραφεί το «πορτρέτο» ενός ειδικευόμενου:
«Ο χρόνος εργασίας είναι πολύ διογκωμένος. Και θα πρέπει να συνδυαστεί με διάβασμα. Εάν είναι τυχερός ο ειδικευόμενος -με δεδομένο ότι η έρευνα στην Ελλάδα έχει μπει στη φορμόλη- θα λάβει μέρος σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα. Παράλληλα θα πρέπει να παρακολουθεί εκπαιδευτικά σεμινάρια, τα οποία όμως κοστίζουν. Πρακτικά για ένα μεγάλο κομμάτι της ειδικότητάς του ο ειδικευόμενος δεν μπορεί να διαβάσει. Η αλληλεπίδραση της εκπαιδευτικής σχέσης μεταξύ ειδικευόμενου και εκπαιδευτή νοσεί. Οι παρεχόμενες γνώσεις θυσιάζονται στον βωμό της ταχύτητας: να βγει η δουλειά. Ομως εμείς είμαστε στο νοσοκομείο για να μάθουμε και οι ειδικευμένοι για να προσφέρουν. Δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε, δεν προλαβαίνουν να προσφέρουν».
Ενας στους τέσσερις «δεν μπορεί να ζήσει»
Στο φάσμα της ανεργίας ή της υποαπασχόλησης κινείται ένα μεγάλος αριθμός γιατρών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις γιατρούς δεν μπορούν να ζήσουν ασκώντας το επάγγελμά τους. Οπως ανέφερε στην «Κ» ο πρόεδρος του ΙΣΑ κ. Γιώργος Πατούλης, περίπου το 14% των μελών του συλλόγου είναι άνεργοι, ενώ εάν προστεθούν και όσοι υποαπασχολούνται, το ποσοστό ανέρχεται στο 27%. Δηλαδή, περίπου 7.000 γιατροί σε σύνολο 27.500 εγγεγραμμένων είτε είναι άνεργοι είτε υποαπασχολούνται στο επάγγελμά τους. Από την ανεργία και την υποαπασχόληση, μαστίζονται περισσότερο οι εξειδικευμένοι γιατροί και κυρίως οι χειρουργικές, παθολογικές και εργαστηριακές ειδικότητες. Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Πατούλη, ο αριθμός των ανέργων έχει αυξητικές τάσεις τα τελευταία δύο χρόνια, λόγω και του «παγώματος» των προσλήψεων στο ΕΣΥ. «Αυτοί οι γιατροί είτε ζουν από τις οικογένειές τους, είτε βρίσκουν άλλη απασχόληση για να μπορούν να επιβιώσουν, π.χ. να κάνουν μεταφράσεις βιβλίων, είτε ψάχνουν την τύχη τους στο εξωτερικό». Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα παρατηρείται παράλληλα το φαινόμενο της υπερπληθώρας γιατρών. Η αναλογία γιατρών και πληθυσμού στην Ελλάδα είναι 6,1 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 3,3 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους.