ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ;
Η προπαγάνδα των βαλκανικών κρατών (1821-1923).
Συγγραφέας: Ivan Ilchev.
Eκδόσεις «Επίκεντρο».
[spoiler]Έχει δίκιο η πατρίδα μου;
Niko Ago
Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/08/2011
Του NIKO AGO|nikoago@gmail.com
Η «γειτονιά των Βαλκανίων» έχει χαρακτηριστεί και ως «πυριτιδαποθήκη» και μάλλον όχι αδίκως. Μόνο μετά την τελική οριοθέτηση των συνόρων των κρατών -που μόνο τελική δεν υπήρξε, όπως απέδειξε η πρόσφατη ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας-, τα γειτονικά κράτη ενεπλάκησαν με ποικίλους τρόπους σε διάφορες διενέξεις. Το κάθε κράτος ξεχωριστά, με τους δικούς του μηχανισμούς και δυνάμεις, έχει προσπαθήσει να επιβάλει την κυριαρχία του, θέλοντας να έχει «τη μερίδα του λέοντος» σε σύγκριση με τους άλλους γείτονες. Σε διάφορες φάσεις της Ιστορίας, διάφορα κράτη το έχουν προσπαθήσει. Τα αποτελέσματα, λίγο-πολύ γνωστά σε όλους.
Ακόμα και σήμερα που γράφουμε, το νεότερο κράτος της Ευρώπης είναι στα Βαλκάνια. Το Κόσοβο είναι μια πραγματικότητα που, όσο κι αν δεν την παραδεχτούμε, δεν θα αργήσει η μέρα που θα αναγνωριστεί απ' όλους.
Αλλά ποια πατρίδα «έχει το δίκιο» τελικά; Σ' αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει -και τα καταφέρνει πολύ καλά- ο Βούλγαρος ιστορικός και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σόφιας, Ιβάν Ιλτσέφ, με το βιβλίο-μελέτη «Έχει δίκιο η πατρίδα μου;», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» και εξετάζει την περίοδο 1821-1923. Το βιβλίο αυτό καταφέρνει δίχως άλλο μια «γροθιά στο στομάχι» του κάθε «πατριώτη» και ανοίγει ένα παράθυρο στον κάθε ψύχραιμο μελετητή της ιστορίας των βαλκανικών κρατών.
Όπως γράφει και στον πρόλογο ο Ιάκωβος ∆. Μιχαηλίδης , Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Α.Π.Θ., «… περιγράφει τους προπαγανδιστικούς µηχανισµούς που δηµιούργησαν τα βαλκανικά κράτη, από τη σύστασή τους έως και το τέλος του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου, προκειµένου να επηρεάσουν την παγκόσµια κοινή γνώµη -και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή- για το δίκαιο των επιχειρηµάτων και των αγώνων τους. Ο Ίλτσεφ χρησιµοποιεί ποικίλο αρχειακό υλικό και µια ογκώδη βιβλιογραφία, προκειµένου να ανασυνθέσει και να αναλύσει τους µηχανισµούς της προπαγανδιστικής τακτικής. Πακτωλούς χρηµάτων διέθεσαν οι ενδιαφερόµενοι, τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό, προκειµένου να συγκροτήσουν οµάδες που θα διάκειντο φιλικά προς τις απόψεις τους, αποτελούµενες από πολιτικούς, διπλωµάτες, ιστορικούς, γεωγράφους, δηµοσιογράφους. Μυστικά κονδύλια από τα εκάστοτε υπουργεία Εξωτερικών χρησιµοποιήθηκαν προκειµένου να επιτευχθεί ο προσεταιρισµός σηµαντικών προσώπων που επηρέαζαν την πολιτική των Μεγάλων ∆υνάµεων, αλλά και διαµόρφωναν την κοινή γνώµη στις ξένες πρωτεύουσες, καθώς και ο συντονισµός της δράσης οργανώσεων φοιτητών και σωµατείων αποδήµων και προσφύγων.
Ιδιαίτερα µετά τον Κριµαϊκό Πόλεµο και κατά τη διάρκεια της Ανατολικής Κρίσης, ο αγώνας εντάθηκε. Έτσι, για παράδειγµα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 η βουλγαρική προπαγάνδα κατόρθωσε να προσεγγίσει τον ανταποκριτή της εφηµερίδας 'The Daily News' στην Κωνσταντινούπολη Edwin Pears, ο οποίος µε τις ανταποκρίσεις του καλλιεργούσε τη συµπάθεια προς τον δοκιµαζόµενο από τις αγριότητες των Οθωµανών βουλγαρικό λαό. Η επιτυχία της Βουλγαρίας στον προπαγανδιστικό τοµέα κορυφώθηκε όταν εξασφάλισε την εύνοια του αρχηγού του βρετανικού Φιλελεύθερου Κόµµατος, William Glandstone. Σηµαντικές προπαγανδιστικές επιτυχίες είχαν, όµως, την ίδια χρονική περίοδο και οι Κροάτες, οι οποίοι προσέγγισαν τον Βρετανό ιστορικό και δηµοσιογράφο R.W. Seton-Watson.
Τη δεκαετία του 1870 κι ενώ οι µάχες µαίνονταν σε διάφορα πολεµικά µέτωπα, ιδρύθηκαν τα πρώτα βαλκανικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, προκειµένου να ελέγξουν συστηµατικότερα τη ροή ειδήσεων προς το εξωτερικό, ενώ η σύναψη συµφωνιών µε διάφορα ευρωπαϊκά ειδησεογραφικά πρακτορεία διευκόλυνε τη διοχέτευση βολικών ανταποκρίσεων. Υπήρχαν βεβαίως και εντάσεις.
Η προπαγανδιστική δραστηριότητα αυξήθηκε τις επόµενες δεκαετίες, καθώς τα σύννεφα των Βαλκανικών και του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου πλήθαιναν ανησυχητικά. ∆ίπλα στις παραδοσιακές τακτικές προπαγάνδας προστέθηκαν τότε και νέες, όπως η αποστολή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πολιτικών και επιστηµόνων, προκειµένου να πραγµατοποιήσουν επαφές και να δώσουν διαλέξεις, αλλά και η έκδοση ξενόγλωσσων εφηµερίδων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το περιοδικό 'Le Bulletin d’ Orient', που προωθούσε τα ελληνικά συµφέροντα, αλλά και η βουλγαρικών συµφερόντων εφηµερίδα 'L’ Echo de Bulgarie'.
Την ίδια περίοδο, όµως, οι προπαγανδιστικοί µηχανισµοί ενισχύθηκαν, αφού συµπαρατάχθηκαν στους στόχους τους και τα ακαδηµαϊκά ιδρύµατα των αντίστοιχων βαλκανικών χωρών, όπως οι ακαδηµίες επιστηµών και τα πανεπιστήµια. Ο Ίλτσεφ δεν διστάζει να παρατηρήσει πως 'στον αγώνα ανάµεσα στην επιστηµονική αντικειµενικότητα και τον πατριωτισµό, ο πατριωτισµός συνήθως υπερίσχυε'. Παράλληλα, από το δηµόσιο ταµείο στέλνονταν χρήµατα σε ιδιωτικά ινστιτούτα του εξωτερικού και βιβλιοθήκες, µε κύριο σκοπό να προωθηθούν τα εθνικά συµφέροντα. Έτσι, ο επιφανής Σλαβολόγος Leon Lamouche έλαβε το 1919 από τη Σόφια 2 χιλιάδες φράγκα για τις διαλέξεις που έδινε. Σηµαιοφόροι της προπαγανδιστικής εκστρατείας των χωρών τους αναδεικνύονταν συνήθως οι πρωθυπουργοί τους, οι οποίοι συχνά 'προσπαθούσαν να πείσουν τον ένα ή τον άλλο δηµοσιογράφο να γράψει λίγα ευχάριστα λόγια για τη χώρα τους έναντι κατάλληλης αµοιβής'. Στο ίδιο πλαίσιο κινούµενοι και οι βασιλιάδες των βαλκανικών κρατών διέθεταν αφειδώς χρήµατα σε ξένους δηµοσιογράφους για να επαινούν τη χώρα τους, αλλά και τους ίδιους προσωπικά. Έτσι, ο ηγεµόνας της Ρουµανίας Αλεξάνταρ Κούζα, αλλά και ο διάδοχός του Κάρολος, πλήρωναν αδρά διάφορους Γάλλους δηµοσιογράφους, ενώ παρόµοια πολιτική ακολούθησε και ο Σέρβος βασιλιάς Μιχαήλ Οµπρένοβιτς, αλλά και ο Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος.
Ο πόλεµος των εφηµερίδων τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα για την προσέλκυση χρηµατικών εµβασµάτων από τα Βαλκάνια είχε λάβει τεράστιες διαστάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ένας από τους συντάκτες της εφηµερίδας 'Le Temps' δήλωνε ευθέως πως η εφηµερίδα του µπορούσε να αλλάξει τη φιλελληνική γραµµή της αν η Σόφια συµφωνούσε να πληρώνει από 20 φράγκα τη σειρά τού κάθε άρθρου που θα υπεράσπιζε τα βουλγαρικά εθνικά δίκαια. Αλλά και η γαλλική εφηµερίδα 'Journal des Debats', η οποία παραδοσιακά υποστήριζε την Ελλάδα, µετέβαλε τη στάση της παραµονές της Επανάστασης των Νεοτούρκων το 1908, µετά την αποστολή χρηµάτων από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και λόγω των οικονοµικών συµφερόντων που είχε ο διευθυντής της στην Οθωµανική Αυτοκρατορία.
Στα τέλη του 1919, πάλι, η ελληνική κυβέρνηση πλήρωνε 700 χιλιάδες φράγκα για συµφωνίες µε ισχυρές γαλλικές εφηµερίδες. Στο ίδιο πλαίσιο µε τους δηµοσιογράφους εντάσσονται και αρκετοί γεωγράφοι που κατέκλυσαν µε τους εθνογραφικούς χάρτες τους την επιστηµονική κοινότητα. Ένας από αυτούς, ο Γάλλος Bianconi, προσέγγισε το 1915 τους Βούλγαρους, απαιτώντας το ποσό των 20 χιλιάδων λέβα για να συµπεριλάβει στη Βουλγαρία την περιοχή της Στρούγκας. Όταν όµως η Σόφια αρνήθηκε, ο Γάλλος γεωγράφος δηµοσίευσε τον χάρτη υιοθετώντας τις σερβικές αντιλήψεις επί της συγκεκριµένης περιοχής.
Τα χρησιµοποιούµενα µέσα της προπαγανδιστικής δράσης ήταν διάφορα προπαγανδιστικά λιβελλογραφήµατα και βιβλία, εφηµερίδες και περιοδικά, εθνογραφικοί χάρτες, ντοκιµαντέρ µικρού µήκους και περιοδικές εκθέσεις. Κορύφωση της προπαγανδιστικής δραστηριότητας των βαλκανικών κρατών υπήρξε η περίοδος του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου και ιδιαίτερα οι παραµονές της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι, όταν διαµορφώθηκε το νέο εδαφικό status quo στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σχολιάζοντας την αποτελεσµατικότητα της ασκούµενης προπαγάνδας, ο Ίλτσεφ παρατηρεί πως αυτή λειτούργησε απλώς υποβοηθητικά σε παγιωµένες γεωστρατηγικές επιδιώξεις των Μεγάλων ∆υνάµεων, παρέχοντάς τους επιχειρήµατα ώστε να δικαιολογήσουν την πολιτική τους. Όσον αφορά, τέλος, τις συνέπειες της προπαγανδιστικής δράσης στις ίδιες τις βαλκανικές κοινωνίες, στην πραγµατικότητα βάθαιναν το χάσµα ανάµεσα στους λαούς, καταλήγει ο Ίλτσεφ, αφού υπερέβαλαν και καθιέρωσαν τα ήδη υπάρχοντα αρνητικά στερεότυπα του ενός για τον άλλο. Έτσι έκοψαν ακόµη και το µικρότερο γεφυράκι προς την αµοιβαία κατανόηση».
Info:
ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ;
Η προπαγάνδα των βαλκανικών κρατών (1821-1923),
εκδόσεις «Επίκεντρο», σελίδες: 624,
τιμή: 28,00 ευρώ[/spoiler]
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος