Καθημερινή, 05/01/2012.
Του Γιάννη Παλαιολόγου.Πώς θα γίνεται η ασφαλιστική κάλυψη με αυτό το σύστημα.Η ραγδαία διόγκωση του αριθμού των συμπολιτών μας που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας είναι ίσως η πιο δραματική έκφανση της κρίσης. Μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που κλείνουν οι επιχειρήσεις τους και χρωστούν στον ΟΑΕΕ δεν μπορούν να λάβουν ασφαλιστική ενημερότητα και άρα αδυνατούν να εκδώσουν βιβλιάριο απορίας. Το ίδιο ισχύει για στρατιές ανέργων μισθωτών οι οποίοι, παρότι έχουν πενιχρά εισοδήματα, έχουν κάποιο ακίνητο γραμμένο στο όνομά τους, με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται, επισήμως τουλάχιστον, άποροι. Οι άνθρωποι αυτοί -καρδιακοί, καρκινοπαθείς και άλλοι με χρόνια νοσήματα που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή- μένουν χωρίς κάλυψη και δεν έχουν να πληρώσουν από την τσέπη τους. Οπως αναφέρουν γιατροί που δραστηριοποιούνται σε κοινωνικά ιατρεία και σε άλλες εθελοντικές πρωτοβουλίες, υπάρχουν βαριά ασθενείς, μένουν για μήνες χωρίς φροντίδα, ώσπου να απευθυνθούν σε κάποιο κοινωνικό ιατρείο ή εθελοντική πρωτοβουλία που θα τους προσφέρει υπηρεσίες δωρεάν.
Η κατάσταση αυτή θυμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου o αριθμός των ανασφάλιστων ξεπέρασε το 2010 τα 50 εκατομμύρια. Από το 2014, με την πλήρη εφαρμογή της μεταρρύθμισης του συστήματος ασφάλισης υγείας που προώθησε ο πρόεδρος Ομπάμα, ο αριθμός των ανασφάλιστων που είναι Αμερικανοί πολίτες (μέρος των 50 εκατομμυρίων είναι παράνομοι μετανάστες) θα μειωθεί δραστικά. Αυτό θα επιτευχθεί κυρίως μέσω της επέκτασης του κρατικού προγράμματος Medicaid για τους απόρους και της επιδότησης των ιδιωτικών ασφαλίστρων στα πολιτειακά health insurance exchanges που ο νόμος θεσμοθετεί. Καθώς η Αμερική βαδίζει προς την καθολική ασφάλιση με άλλα λόγια, η Ελλάδα ολισθαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση.
Το αμερικανικό και το ελληνικό σύστημα υγείας διαφέρουν εκ βάθρων: το πρώτο βασίζεται στην ιδιωτική παροχή υπηρεσιών και στην ιδιωτική ασφάλιση, το δεύτερο στη δημόσια παροχή υπηρεσιών και την κλαδική, κρατικά επιδοτούμενη ασφάλιση. Παρά τις ουσιώδεις αυτές διαφορές, υπάρχει μία ομοιότητα που έχει κάνει μεγάλο κακό και στις δύο χώρες, τόσο με οικονομικά όσο και με κοινωνικά κριτήρια. Πρόκειται για την εξάρτηση της ιατρικής ασφάλισης από την απασχόληση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η συνήθης πρακτική (ισχύει για το 45% των Αμερικανών) είναι η ασφάλιση σε επίπεδο εταιρείας, που λήγει σε περίπτωση απόλυσης. Από εκεί και πέρα υπάρχουν τα κρατικά προγράμματα για τους απόρους και τους ηλικιωμένους (Medicaid και Medicare), που δεν προσφέρουν όμως δίχτυ ασφάλειας για όλους.
Τα τελευταία χρόνια, καθώς το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών και των φαρμάκων σκαρφαλώνει διαρκώς, οι ιατρικές δαπάνες αναδείχθηκαν στην πρωταρχική αιτία πτωχεύσεων νοικοκυριών στις ΗΠΑ.
Μελέτη του Χάρβαρντ αποκάλυψε ότι το 62% των πτωχεύσεων νοικοκυριών για το έτος 2007 προκλήθηκε από το κόστος αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας. Το αντίστοιχο ποσοστό το 1981 ήταν 8%. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας υπονομεύει αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, όπως γίνεται φανερό με τραγικό τρόπο από την πολυετή ύφεση των τελευταίων ετών, το ισχύον σύστημα ασφάλισης υγείας, εξαρτημένο καθώς είναι από την απασχόληση, αποτυγχάνει να προστατεύσει τους ασφαλισμένους στη συγκυρία που είναι πιο ευάλωτοι από ποτέ. Οσο μάλιστα συνεχίζεται η κρίση, μειώνονται περισσότερο τα έσοδα από εισφορές και τα Ταμεία (ο ΕΟΠΥΥ, πλέον) βυθίζονται όλο και βαθύτερα στο «κόκκινο», αφήνοντας πλέον σημαντικά εκτεθειμένους και αυτούς που έχουν ακόμα ασφάλιση.
Σύμφωνα με τον Λυκούργο Λιαρόπουλο, καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ριζοσπαστική λύση για τα θλιβερά αδιέξοδα του υφιστάμενου συστήματος συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: εθνική ασφάλιση υγείας. Η βασική ιδέα, την οποία προσπαθεί να προωθήσει εδώ και μία πενταετία, είναι ότι η ασφαλιστική κάλυψη θα χρηματοδοτείται από τη γενική φορολογία και δεν θα εξαρτάται από την κατάσταση απασχόλησης του ασφαλισμένου. Η εθνική ασφάλιση υγείας συνεπάγεται κατάργηση των υποχρεωτικών εργοδοτικών και εργασιακών εισφορών - και των κλαδικών ταμείων που τις συλλέγουν. Τα απολεσθέντα έσοδα -ο ΕΟΠΥΥ εισπράττει σήμερα περίπου 4 δισ. ευρώ από τα Ταμεία- θα καλυφθούν, σύμφωνα με την πρόταση του κ. Λιαρόπουλου, εν μέρει μέσω αυξημένης φορολογίας στις επιχειρήσεις (που θα έχουν όμως απαλλαγεί από το κόστος των εργοδοτικών εισφορών) και εν μέρει χάρη στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας που θα επέλθει από την κατάργηση των εισφορών, η οποία θα ενισχύσει και τα κρατικά έσοδα.
Ανάγκη, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.«Το πρώτο που θα επιφέρει η εθνική ασφάλιση υγείας είναι μια πιο ισότιμη κοινωνία, όπου δεν θα μεταβάλλονται οι μισοί πολίτες σε πένητες όταν αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό ιατρικό πρόβλημα», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Λιαρόπουλος. Οπως οραματίζεται την ιδέα, είναι διπλά προοδευτική. Πέρα από το ότι θα χρηματοδοτείται από τη γενική φορολογία, με την προοδευτική διάρθρωση που τη χαρακτηρίζει, θα προβλέπει εισοδηματικά κριτήρια στην παροχή υπηρεσιών. Οπως εξηγεί, κάθε υπηρεσία που θα περιλαμβάνεται στο βασικό πακέτο της εθνικής ασφάλισης θα είναι προσβάσιμη από όλους, τόσο από τους χαμηλόμισθους και τους ανέργους όσο και από τους οικονομικά επιφανείς. Τη στιγμή της παροχής κανένας ασθενής δεν θα καταβάλλει τίμημα.Το κόστος της υπηρεσίας απλά θα καταγράφεται και θα «χρεώνεται» στο συγκεκριμένο άτομο. Στην επόμενη φορολογική τους δήλωση, ο άνεργος και ο χαμηλόμισθος δεν θα δουν πουθενά αυτή τη χρέωση. Ατομα με μεγαλύτερα εισοδήματα θα πληρώνουν ένα μέρος της -μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερα είναι τα εισοδήματα- ως επιπλέον φόρο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει η μεταρρύθμιση είναι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής, που είναι το βασικό ζητούμενο, τόσο για να βρεθούν οι πόροι ώστε να χρηματοδοτηθεί το νέο σύστημα όσο και για να αποφευχθεί η επιδότηση των δαπανών υγείας κατοίκων της Εκάλης και οδηγών Cayenne με δηλωμένα εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο κ. Λιαρόπουλος, «αν αυτή η χώρα δεν φτιάξει το φορολογικό της σύστημα, είναι χαμένη γενικότερα».
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος