ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΓΓΕΛΗ , ΤΗ ΤΖΟΗ, ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΙ ...
Αν ισχυριστώ ότι τη στιγμή που γράφω είμαι καλά, θα πω ψέματα. Δεν είμαι καθόλου καλά, στην πραγματικότητα σχεδόν κλαίω. Νιώθω υποχρεωμένος όμως, να γράψω μερικά λόγια για τους ανθρώπους που φεύγουν αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, σε ένα συναισθηματικό πεδίο που απέχει αρκετά από το αυστηρά επαγγελματικό. Μιλάω για αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους που πρώτα τους γνωρίζεις ως ασθενείς, μεγαλώνεις μαζί τους, μαθαίνεις από αυτούς. Αυτούς που απλόχερα σου χαρίζουν την αγάπη τους και με τον τρόπο τους διαρρηγνύουν τα επαγγελματικά πλαίσια της σχέσης. Μιλάω για αυτούς που χαμογελάς όταν τους βλέπεις , που αγωνιάς όταν κάτι δεν πάει καλά, που και εσύ τελικά τους αγαπάς. Για αυτούς που γίνονται χωρίς να πάρεις χαμπάρι δικοί σου άνθρωποι. Που δίνεις μαζί τους μικρές και μεγάλες μάχες με τον πόλεμο να είναι πάντα και από χέρι χαμένος. Που τελικά τους βλέπεις να σβήνουν, ανήμπορος να τους προσφέρεις οτιδήποτε περισσότερο από μερικά λόγια παρηγοριάς, μια τελευταία εξέταση που δεν είναι εξέταση, αλλά ένα δειλό και αδέξιο χάδι αποχαιρετισμού. Και φεύγεις με την ουρά στα σκέλια , ανίκανος και να περιφρουρήσεις τον εσωτερικό σου κόσμο, αλλά ανίκανος και να πενθήσεις. Μετέωρος, κάπου ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο , στην αλήθεια και το ψέμα. Και κάθε φορά που νιώθεις έτοιμος , κάθε φορά που νομίζεις ότι ελέγχεις την κατάσταση με τη βοήθεια των επαγγελματικών σου εργαλείου και του κυνισμού που αποκτάς με τον καιρό, έρχεται κάτι που σπρώχνει στην άβυσσο, που ανοίγει κάθε πληγή που έχεις συσσωρεύσει από την επαφή με την αρρώστια και το θάνατο. Σήμερα ήταν μια φωτογραφία και η γωνία με τα όργανα , το περίφημο λαούτο για το οποίο τόσο περήφανος είναι-ήταν ο κυρ Βαγγέλης. Το μαντολίνο και το μπαγλαμαδάκι… Και ο κυρ Βαγγέλης για πρώτη και μοναδική φορά , ανήμπορος και ανίκανος να κινήσει οτιδήποτε. Και αυτό το βλέμμα της άδολης και αγνής αγάπης , αλλά και αξιοπρέπειας. Ένα βλέμμα που δε ζητούσε ούτε παρηγοριά, ούτε οίκτο, ούτε θαύματα. Τουλάχιστον αυτόν τον χαιρέτισα… όχι όπως τη Τζόη , τη γυναίκα που με έμαθε να ζητάω περισσότερα από τον εαυτό μου, που ζητούσε και απαιτούσε περισσότερα από μένα, που επέμενε να είμαι ο θεραπευτής της και στα δύσκολα, ακόμα και όταν δήλωνα άγνοια και αδυναμία. Τη γυναίκα που με εμπιστευόταν πολύ περισσότερο από όσο εγώ τον εαυτό μου, που με έκανε πολύ καλύτερο , ωριμότερο και σοφότερο ως άνθρωπο. Δεν πρόλαβα να την χαιρετήσω, έφυγε στη διάρκεια μιας βρογχοσκόπησης , κάπου μακριά. Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει που δεν ήμουν εγώ αυτός που θα της κοινοποιούσε τα άσχημα μαντάτα. Το θεωρούσα ευθύνη και υποχρέωση μου, όσο αλαζονικό και αν ακούγεται θεωρούσα ότι μόνο εγώ θα μπορούσα να το κάνω με το «σωστό» τρόπο και να την ετοιμάσω. Και τότε είχα σκεφτεί να σας γράψω δυο λόγια για την αγαπημένη Τζόη, αλλά δείλιασα και φοβήθηκα. Τώρα το νιώθω να με πνίγει. Ίσως έπρεπε να είχα επιλέξει άλλη πορεία, άλλη δουλειά. Δεν ήξερα ποτέ ότι θα μπορούσε να γίνει τόσο δύσκολο. Κανείς δε μου το είπε ποτέ, κανείς δε προετοίμασε, κανείς δε μου δίδαξε πώς να αποβάλλω την τοξικότητα του θανάτου και της αρρώστιας. Κανείς δε μου είπε ότι κάθε φορά που θα τείνω να θεωρήσω τη μετριότητα μου σπουδαία και τρανή, θα έτρωγα μια κατραπακιά που θα με (ξανα)έκανε μικρό και ασήμαντο. Τι λένε άραγε τα guidelines και η evidencebasedmedicine για την περίπτωσή μου??? Πιο μικρομόριο φταίει και δε μπορώ να χειριστώ τη λύπη και το θυμό μου?
Κούρασα και κουράστηκα.
Νομίζω όμως ότι ανακουφίστηκα.
Και νιώθω τυχερός που υπάρχει ένας χώρος με ανθρώπους που μπορεί να μοιράζομαι τις ίδιες αγωνίες.
ΒΑΓΓΕΛΗ, ΤΖΟΗ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ, σας χαιρετώ με αυτό το γράμμα που δε θα διαβάσετε ποτέ…