Εξώδικα με Καταγγελία διοικητών για Παράνομες Μετακινήσεις ή/και Περικοπή ποσών δεδουλευμένων εφημεριών:
Εμπειρίες / σκέψεις από την κατάθεση σε ένα δικαστή και την προσέγγισή του.
Πρό 2ετίας απεστάλη εξώδικο από μερικούς γιατρούς ΚΥ προς τον διοικητή του νοσοκομείου με κοινοποίηση προς τον εισαγγελέα.
Η θεματολογία αφορούσε:
1ον: Την απόσπαση γιατρών για εφημερίες στο Νοσοκομείο (θεωρητικά στο ΤΕΠ, αλλά πρακτικά στην Χ, Ψ, Ζ κλινική για τα επείγοντα και τους νοσηλευόμενους ασθενείς). Η απόφαση αφορούσε γιατρούς πέραν της 1ης θητείας, αλλά και γιατρούς στην 1η θητεία.
2ον: Την περικοπή ποσών που αντιστοιχούσαν στις δεδουλευμένες εφημερίες προκειμένου τα ποσά των δεδουλευμένων να αντιστοιχηθούν στα ποσά που διέθετε το νοσοκομείο για τους αντίστοιχους μήνες.
Σχόλια -συμπεράσματα:
Από τη στιγμή που το εξώδικο κοινοποιείται στον εισαγγελέα, υπέχει θέση μηνυτήριας αναφοράς και ο εισαγγελέας επιλαμβάνεται αυτού και προχωρεί σε προκαταρτική διερεύνηση.
Η ελπίδα των προσφευγόντων ιατρών βέβαια ήταν ο εισαγγελέας να δεί άμεσα το κατάφορο της παρανομίας και να «τραβήξει» το αυτί του διοικητή ώστε να μη προχωρήσει η παρανομία και όχι να την αφήνει να προχωρά και –κάποτε στο μέλλον- να την διερευνήσει.
Αυτό δυστυχώς είναι μία μεγάλη αδυναμία και μία πληγή της δικαιοσύνης που κάνει πολλούς πολίτες να αισθάνονται απροστάτευτοι απέναντι στο δίκαιό τους.
Η προσέγγιση του δικαστή (όπως την βίωσαν οι γιατροί που έκαναν το εξώδικο κατά την κλήτευση τους για κατάθεση στον πταισματοδίκη που ανέλαβε την υπόθεση):
(εννοείται ότι επιστρατεύτηκαν, τόσο στο εξώδικο, όσο και στην συζήτηση, όλες οι νομικές μας αναφορές και οι νόμοι και διατάξεις, όπως π.χ. ότι ο ΓΓ δεν μετακινείται στην 1η του θητεία, ότι τα ιατρεία ειδικοτήτων λειτουργούν με τον αντίστοιχο ειδικό κ.λπ.)
-Σχετικά με την απόσπαση: Το θεωρεί σχεδόν αδιανόητο το ότι διαμαρτυρόμαστε που καλούμαστε να «βοηθήσουμε» στις ανάγκες των συνανθρώπων μας.
Του εξηγήθηκε ότι αυτή η πρόσκληση δεν αφορά μόνο τα ΤΕΠ (όπου όντως μεγάλο ποσοστό είναι πρωτοβάθμια επείγοντα και άρα διαχειρίσιμα από τον ΓΓ), αλλά και στους νοσηλευόμενους παθολογικού, καρδιολογικού κ.λπ. Όταν του τονίστηκε πώς π.χ. θα χειριστεί ο ΓΓ την επιπλοκή που θα παρουσιάσει η χορηγούμενη αγωγή σε μία λευχαιμία? Από πού και ως που είναι αντικείμενό του? Και εσείς, ως δικαστής, δεν θα με καταδικάσετε μετά που χειρίστηκα κάτι που δεν γνώριζα και δεν είχα εκπαιδευτεί? έδειξε να το σκέπτεται.
Συμπερασματικά, ο δικαστής πείθεται για το αδόκιμο της εμπλοκής μας στην κλινική (για το αν πείθεται για το παράνομο, δεν είμαι σίγουρος), αλλά όχι για την άρνησή μας στα ΤΕΠ, όπου θεωρεί ότι η ανάγκη του δημοσίου συμφέροντος, υπερκεράσει την αντίρρηση μας και όπου θα μπορούσαμε να συνεισφέρουμε, σε όσα περιστατικά εμπίπτουν των γνώσεών μας. Δεν υπέδειξε βέβαια τι θα κάνουμε για εκείνα που εκφεύγουν.
Κύριο σημείο όμως στο οποίο εστιάζουν είναι: Υπάρχει δόλος από τη μεριά του διοικητή? Αν όχι, τότε να πάς και ότι μπορέσεις να προσφέρεις (με εξαίρεση την κλινική).
-Σχετικά με την περικοπή εφημεριών, για να μην πλατειάζω, δέχτηκε σχεδόν ασυζητητί το ότι ο διοικητής, αφού υπήρξαν εφημερίες Χ ποσού και αυτός βεβαιώνει εφημερίες Ψ ποσού, παρανόμησε (παράβαση καθήκοντος) και διώκεται.
Και πάλι συζητιούνται 2 παράμετροι:
1. Είχε δόλο?
2. Είχε άλλες εναλλακτικές λύσεις? Όταν τονίσαμε πως, ναι, είχε. Να αντιστοιχίσει τα ποσά που διαθέτει με τις εφημερίες που εγκρίνει να πραγματοποιηθούν, ακόμη και αν χρειαστεί να κλείσει κάποιο Τμήμα, τότε διαφάνηκε ότι πείθεται για την ενοχή και ότι θα προχωρήσει σε δίωξη.
Συμπερασματικά:
Όπως είναι σαφές από τα ανωτέρω: Σχεδόν δεν έχει σημασία αν έχουμε δίκαιο.
Αν ο δικαστής προτάξει το «κοινό συμφέρον» έτσι όπως το αντιλαμβάνεται αυτός, τότε, όσα δίκαια και να έχουμε, μπορεί η διοίκηση να μας «τρέχει» για να βουλώνουμε τρύπες, όσο και μέχρι εκεί που ξέρουμε και μπορούμε (κατά το πνεύμα του δικαστή).
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, δεν είναι μόνο η ανάγκη αλλαγής κουλτούρας ημών, των διοικούντων και των δικαστών, αλλά και η ανάγκη ενός σαφούς και στοχευόμενου νομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση αυτής της τριτοκοσμικής κατάστασης και γι’ αυτό έχουμε πολύ δρόμο ακόμη.
Και τα όργανα του χώρου έχουν μεγάλη ευθύνη και να σχεδιάσουν προτάσεις /λύσεις και να πιέσουν να δρομολογηθούν εξελίξεις.
Η καταγγελία των πρακτικών αυτών απλά δεν επαρκεί και κυρίως δεν θεραπεύει το πρόβλημα μόνη της, χωρίς παράλληλες προτάσεις, αφού κάθε φορά θα επαφίεται στην καλή πίστη, την αντίληψη, την κοσμοθεωρία και γιατί όχι και την προαίρεση της διοίκησης ή/και του δικαστή που θα επιλαμβάνεται.
Οι γιατροί δε, θα είναι μονίμως, ή στις δικαστικές προσφυγές ή στην ανοχή της παρατυπίας και παρανομίας με σκυμμένο το κεφάλι, κάτι που δεν τους αξίζει.