ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12.10.2008
Της Ευης Χατζηανδρεου*
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσόστο, ανά 1.000 κατοίκους, κατανάλωσης σε Ημερήσια Δόση (συνταγογράφησης) για αντιδιαβητικά φάρμακα και αντιβιοτικά απ' όλες της χώρες του ΟΟΣΑ. Μήπως έχουμε αντίστοιχα άριστο έλεγχο του διαβήτη ή των λοιμώξεων; Οχι, βέβαια. Εύλογα τίθεται το ερώτημα αν οι ποσότητες που συνταγογραφήθηκαν ήταν απαραίτητες και σύμφωνα με τις ενδείξεις.
Οι δαπάνες υγείας όμως δεν αφορούν μόνο τα φάρμακα. Αφορούν τον τεχνολογικό εξοπλισμό, τα αναλώσιμα είδη, τις παρεχόμενες υπηρεσίες-επισκέψεις, εξετάσεις, παρεμβάσεις. Αναμφίβολα, μια κύρια αιτία είναι ο ιατρικός πληθωρισμός. Η χώρα διαθέτει τους περισσότερους γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους απ' όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, 4,9, με μ.ο. 3,0 (με άνιση κατανομή είναι αλήθεια). Η προκλητή ζήτηση είναι φυσικό επακόλουθο. Ο ιατρικός πληθωρισμός είναι μια βόμβα στα θεμέλια της χρηματοδότησης της περίθαλψης, της δημόσιας και ιδιωτικής.
Οι δαπάνες υγείας είναι αποτέλεσμα της σχέσης «τιμές Χ ποσότητα». Η ταυτόχρονη και συντονισμένη αντιμετώπιση και των δύο παραμέτρων έχει ελπίδες να αποδώσει καρπούς στον έλεγχο των δαπανών. Λόγω ευκολίας στόχευσης, οι προσπάθειες επικεντρώνονται στις τιμές των φαρμάκων. Η παράμετρος «ποσότητα» είναι εξίσου σημαντική αλλά και δύσκολη στην αντιμετώπισή της. Προϋποθέτει τη δυνατότητα ελέγχου και αποτελεσματικής παρέμβασης.
Η σπατάλη στο σύστημα είναι μεγάλη. Ενα μέρος αυτής της σπατάλης είναι ξεκάθαρη απάτη και διαφθορά, άλλο είναι αποτέλεσμα ανεπάρκειας, αδράνειας και αδιαφορίας. Τέλος, υπάρχει και η περίθαλψη (συμπεριλαμβανομένης και της συνταγογράφησης) που παρέχεται χωρίς να είναι απαραίτητη ή αποτελεσματική, αλλά που αποφέρει είτε στον γιατρό είτε στο ιδιωτικό νοσοκομείο ή διαγνωστικό κέντρο επιπλέον αμοιβές και πελατεία.
Οταν προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες υπολογίζουν ότι ένα 35-40% της παρεχόμενης ιατρικής περίθαλψης είναι μη αναγκαίο και περιττό, τι να υποθέσουμε για την Ελλάδα; Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι φορείς χρηματοδότησης, ιδιωτικοί και δημόσιοι, δεν έχουν αξιοποιήσει την πραγματική τους δύναμη και δυνατότητα παρεμβολής διαπραγματευόμενοι και θέτοντας τους κανόνες, τις προδιαγραφές της σωστής περίθαλψης. Τα ασφαλιστικά Ταμεία λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, έλλειψης οργάνωσης και υποδομών αλλά και πολιτικής βούλησης. Δυστυχώς ούτε οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν το κάνουν με τον ιδιωτικό τομέα υγείας (και συνεχίζουν να ζημιώνονται οικονομικά).
Η θεσμοθέτηση διυπουργικής επιτροπής παρακολούθησης, οι έλεγχοι των Ράμπο, η «αναδιοργάνωση» του συστήματος προμηθειών δεν θα καταφέρουν να βελτιώσουν την ανεξέλεγκτη αυξητική τάση των δαπανών, ίσως πρόσκαιρα να επιβραδύνουν λίγο τον ρυθμό αύξησης). Οι ριζικές αιτίες δημιουργίας και συντήρησης των προβλημάτων αυτών είναι πολύ στέρεα θεμελιωμένες, δομημένες και ενσωματωμένες σε όλο το φάσμα δραστηριοτήτων του συστήματος για να αντιμετωπισθούν με αποσπασματικά και γραφειοκρατικά ημίμετρα.
Η βασική προϋπόθεση επιτυχίας είναι η ύπαρξη μιας δημόσιας διοίκησης που να μπορεί και μιας πολιτικής εξουσίας που να θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και όχι να «ξύσει την επιφάνεια» με επιδερμικές, επιπόλαιες, πρόσκαιρες και τελικά αναποτελεσματικές προσεγγίσεις. Αμφιβάλλω πραγματικά αν στη σημερινή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη σύγχρονων δομών, εργαλείων διοίκησης, κατηρτισμένων στελεχών, ανυπαρξίας αυτοματοποιημένων μόνιμων ελεγκτικών διαδικασιών, έλλειψης μηχανοργάνωσης, ατιμωρησίας και παράλληλα ενός ιδιωτικού τομέα που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για καταχρήσεις, σε συνδυασμό με τον «πανικό» του δήθεν πολιτικού κόστους, θα δούμε βελτίωση. Ενα άλλο επιβαρυντικό στοιχείο είναι ότι η επιτυχία (έστω και η μερική) προϋποθέτει εκτός από τη βαθιά γνώση, στρατηγική - σχεδιασμό - υλοποίηση, δράσεις που απαιτούν χρονικό ορίζοντα που δεν περιλαμβάνεται στο ραντάρ των πολιτικών. Επιπλέον απαιτείται πολιτική ενηλικίωση, τόλμη, αποφασιστικότητα και αταλάντευτη βούληση. Λύσεις υπάρχουν, το πρόβλημα είναι όχι τόσο το τι πρέπει να γίνει όσο το πώς αυτό θα γίνει πράξη στο «ιδιόμορφο» περιβάλλον της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Πάντως, εάν υπάρχει μια προτεραιότητα, αυτή πρέπει να είναι η αξιοποίηση της πληροφορικής. Ολα πρέπει να αρχίζουν από τον αυτοματοποιημένο και αντικειμενικό έλεγχο, με συστήματα καταγραφής, παρακολούθησης, αξιολόγησης και παρέμβασης. Το αυτονόητο «γιατί» εξακολουθεί να είναι αδιόνοητο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία...
* Η κ. Εύη Χατζηανδρέου είναι διευθύντρια Πολιτικής Υγείας της RandEurope, διδάκτωρ Πολιτικής Υγείας του πανεπιστημίου Harvard.Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος