Κάθε μήνα ο κυρ-Λάζαρος ήταν συνεπής στο ραντεβού του. Συνεπέστατος. Διάλεγε μέρες με λίγη κίνηση - συνήθως Τετάρτες - και ερχόταν πρωί, πριν καν ανοίξω.
Ογδόντα τριών ετών, θυμόσοφος, ίσως και κομματάκι ανοϊκός, αλλά τέλος πάντων. Στο σύνολο ήταν πιο σοφός από πολλούς.
"Γιατρέ", μου έλεγε πάντα, "το ξέρεις τούτο δω το μπαστούνι, δεν το ξέρεις;" και μού ΄δειχνε με περηφάνεια τους θυρεούς που ήταν κολλημένοι πάνω του. "Δεκαεπτά πόλεις γύρισα με το ποδήλατο στη Γερμανία. Οι πόλεις που δούλεψα, τριανταπέντε χρόνια. Φάμπρικα". Κάθε φορά πάνω-κάτω τα ίδια λόγια, διανθισμένα με πολλές ιστορίες για τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς, αλλά και για την αγάπη του για την πατρίδα.
Τριάντα πέντε χρόνια δούλεψε σκληρά ο κυρ-Λάζαρος στη Γερμανία. Εδώ και αρκετά χρόνια ήρθε να αναπαυτεί στο πατρικό του, ένα χαμηλό σπιτάκι σε ένα αδιέξοδο μιας φτωχής γειτονιάς της Ξάνθης, τον Ασά-Μαχαλά.
...
Πριν λίγο καιρό είδα και πάλι τον κυρ-Λάζαρο στο ιατρείο μου. Η γραμματέας του είχε ανοίξει - περίμενε υπομονετικά και με χιούμορ να έρθω.
Όμως για μένα ήταν μια μέρα δύσκολη. Έπρεπε να του πω ότι δεν μπορώ να τον βλέπω άλλο. Έπρεπε να του εξηγήσω ότι το τελευταίο έγγραφο του ταμείου τον υποχρέωνε να πάει "στο ΙΚΑ".
"Ποιο ΙΚΑ μωρέ;" μου λέει. "Το ΙΚΑ έκλεισε. Δεν το πήρες χαμπάρι;".
Άντε να εξηγήσεις.
"Κυρ-Λάζαρε", του είπα μαλακά. "Περίμενε λίγες μέρες. Θα ξανανοίξει".
Γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που μου έσχισε την καρδιά - απορία και θυμό μαζί.
...
Την επόμενη τηλεφώνησε μια φαρμακοποιός. "Είναι εδώ ο κ. Λάζαρος. Ένας γιατρός του έγραψε συνταγή με τα φάρμακά του. Του είπα ότι επειδή αυτός είναι ασφαλισμένος εξωτερικού και ο γιατρός δεν είναι συμβεβλημένος δεν έχει το δικαίωμα. Δε θα την εκτελέσω".
Για μια στιγμή σκέφτηκα το απόλυτο παράλογο: Ένας Έλληνας, πήγε στη Γερμανία, δούλεψε τόσα χρόνια, χωρίς να έχει στην ουσία κανένα δικαίωμα.
Υπάρχουν και οι συμβεβλημένοι, θα πει κανείς.
Και τα ΚΥ και τα ΠΙ, θα πω εγώ.
Αλλά ο κυρ-Λάζαρος είχε άλλη άποψη.
Μετά μερικές μέρες πέρασε από δίπλα μου και δε μου είπε πια για το μπαστούνι του.