18/10/2006.
του συγγραφέα Νίκου Δήμου.Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μόνο μία μέθοδος παραγωγής γνώσης που έχει αποδείξει – και καθημερινά αποδεικνύει – την αξία και την εγκυρότητά της: Η επιστημονική.
Βασίζεται στην σαφή και ακριβή διατύπωση θεωριών ή υποθέσεων, στον συνεχή πειραματικό τους έλεγχο, που οδηγεί στη επιβεβαίωση ή την διάψευσή τους.
Και βέβαια η εφαρμογή των επιστημονικών θεωριών στην τεχνολογία, είναι η τελική καταξίωσή τους.
Παράλληλα με την επιστημονική μέθοδο υπάρχουν και άλλοι τρόποι να προσεγγίζει κανείς τη ζωή και το σύμπαν: η τέχνη, η θρησκεία, το συναίσθμα, η διαίσθηση, η φαντασία. Όλες αυτές είναι σημαντικές και πλουτίζουν τη ζωή μας, αλλά μένουν μέσα στον χώρο της ατομικής «επαλήθευσης» και γνώση δεν παράγουν.
Αγαπώ πολύ την επιστήμη (και το παιδί της την τεχνολογία). Ακόμα περισσότερο αγαπώ την τέχνη – που έρχεται από τον άλλο, τον υποκειμενικό, τον αντίθετο χώρο. Κι επειδή ακριβώς τις αγαπώ, προσπαθώ να τις κρατήσω χώρια. Να μην μπλέκουμε την φαντασία με την γνώση.
Το πρόβλημα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες είναι απλό: δεν έχουν ποτέ εκτεθεί με επιστημονικό τρόπο ούτε έχουν ελεγχθεί ανάλογα. Πρόκειται και μία σειρά από υποθέσεις που εκλαμβάνονται ως αληθείς, ενώ παραμένουν στον χώρο του έξω- (ή ψεύδο-) επιστημονικού.
Δεν υπάρχει καμία επιβεβαίωση για την ύπαρξη του ασυνείδητου (κι ακόμα περισσότερο του συλλογικού ασυνείδητου), ή για τον μηχανισμό της απώθησης, ή για την φροϋδική ερμηνεία των ονείρων. Το ότι η ζωή μας κυβερνάται από δύο αντίρροπες δυνάμεις την Libido και τον Thanatos (επιθυμία του θανάτου) μόνο σαν ποιητική παραβολή μπορεί να σταθεί. Το Οιδιπόδειο, ο φθόνος του πέους (για τις γυναίκες) η απόδοση της σχιζοφρένειας και της κατάθλιψης όχι σε διαταραχές του εγκεφάλου αλλά σε ναρκισσισμό… και άλλες πολλές θεωρίες, δεν έχουν ίχνος πειραματικής πιστοποίησης.
Αλλά το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει ούτε μέτρηση αποτελεσματικότητας της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Ο ίδιος ο Φρόυντ αναρωτιόταν αν είχε ποτέ θεραπεύσει κανένα. Κι ενώ έχουμε ακριβείς μετρήσεις για τα αποτελέσματα των ψυχοφαρμάκων – υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι όχι μόνο η ψυχανάλυση δεν θεράπευσε κανένα, αλλά δημιουργεί πολύχρονες εξαρτήσεις ή και ψυχικά τραύματα (π. χ. από την εφεύρεση δήθεν απωθημένων παιδικών εμπειριών).
Άλλη μία δυσκολία όταν μελετάς την ψυχανάλυση είναι οι αντικρουόμενες και συχνά αντιφατικές και αυτοαναιρούμενες απόψεις των ιδρυτών και των συνεχιστών τους. Δεν υπάρχει βασικό αξίωμα της που να μην έχει απορριφθεί από κάποιον κορυφαίο ψυχαναλυτή. Έτσι που σήμερα ο όρος «ψυχανάλυση» να μην σημαίνει σχεδόν τίποτα.
Όμως η ψυχανάλυση είχε μία μεγάλη επιτυχία: κατάφερε να εισχωρήσει στην λαϊκή σκέψη και να γίνει ένας σύγχρονος μύθος. Ο τύπος που σου λέει: «κομπλεξικός είσαι, ρε;» δεν έχει ακούσει ποτέ για τον Άντλερ. Όλοι παίζουν με τις έννοιες που εισήγαγε ο Φρόυντ – και πόσες φορές δεν έχουμε συζητήσει για το Οιδιπόδειο της γειτόνισσας.
Ένα καλό που της χρωστάμε – έμμεσα- είναι η αποενοχοποίηση του σεξ και η απελευθέρωση των ηθών. Αν το σκεφθεί κανείς, η ψυχανάλυση είναι μία σαφέστατη αντίδραση στον Βικτοριανό πουριτανισμό του 19ου αιώνα. Δεν θα είχε προκύψει στον 18ο των λιμπερτίνων. Διαδίδοντας την ιδέα πως η καταπίεση του σεξ βλάπτει την υγεία, άνοιξε την πόρτα στην ελευθερία.
Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και των μαθητών του είναι εντελώς άχρηστες. Θα ήταν εξίσου αντιεπιστημονικό με το να ισχυριστώ πως είναι σωστές. Αλλά αν δεν υπάρξει έλεγχος και επιβεβαίωση, η ψυχανάλυση θα παραμένει για μένα μία, αν όχι ψευδο-επιστημονική, τουλάχιστον έξω-επιστημονική θεωρία.
Υπάρχει και το άλλο ύποπτο στην ψυχανάλυση: είναι μία κλειστή σέχτα. Για να γίνεις π. χ. ψυχαναλυτής πρέπει (εκτός από τις όποιες σπουδές σου, έστω κι αν έχεις διδακτορικά στην Ψυχιατρική και την Ψυχολογία) να ψυχαναλυθείς ο ίδιος για πολλά χρόνια. Δηλαδή να αποδεχθείς έμπρακτα την αλήθεια για να μπορέσεις να την εφαρμόσεις. Αυτό δείχνει πως, πέρα από την γνώση, χρειάζεται και μύηση. Καμία επιστήμη δεν έχει ανάγκη από μία τέτοια πλύση εγκεφάλου. Και πώς να υπάρξει τότε ελεύθερη έρευνα, πιστοποίηση και έλεγχος από ανθρώπους που πρέπει να είναι ή να γίνουν «πιστοί»; Μιλώντας με ψυχαναλυτές άκουσα συχνά το επιχείρημα: «Μόνον όποιος έχει κάνει ψυχανάλυση έχει το δικαίωμα την να κρίνει». Αυτή και μόνο η θέση αρκεί για να της αμφισβητηθεί η επιστημοσύνη.
Συνήθως ομαδοποιούν τον Φρόυντ μαζί με τον Μαρξ, τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν ως ένα από τους μεγάλους επιστήμονες που άλλαξαν την αντίληψή μας για τον κόσμο και κατά συνέπεια την ζωή μας. Ότι την άλλαξαν είναι αναμφισβήτητο – αλλά με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Ο Αϊνστάιν και ο Δαρβίνος ήταν καθαρόαιμοι επιστήμονες και οι θεωρίες τους επιβεβαιώνονται όλο και περισσότερο. Ο Μαρξ ήταν και επιστήμονας και φιλόσοφος και επαναστάτης-οραματιστής. Ως επιστήμονας-οικονομολόγος επιβεβαιώθηκε σε αρκετά πράγματα – όχι σε όλα. (Αλλά σε αυτόν αξίζει να αφιερώσουμε ειδικό post). Ο Φρόυντ ήταν ο μεγάλος μυθολόγος αλλά και απελευθερωτής. Τα ψυχοφάρμακα απέδειξαν ότι μεγάλο μέρος από τα προβλήματα που ήθελε να λύσει, ήταν θέματα χημείας. Η πρακτική αξία της θεραπευτικής ψυχανάλυσης δεν επιβεβαιώθηκε. Οι θεωρίες του παραμένουν αιωρούμενες μεταξύ ποίησης και επιστήμης. Το μέλλον τους είναι αβέβαιο.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος