Με μια απόλυτα τεκμηριωμένη, αλλά και εμπεριστατωμένη ανάλυση, το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 9009/2012 απόφασή του, δικαίωσε οδοντίατρο για δήθεν παράνομη διαφήμιση και εξαφάνισε, εν μέρει, την απόφαση του Α.Π.Σ.Ο.
Συγκεκριμένα, ο οδοντίατρος Ε.Β. με αντικείμενο την αποκλειστική άσκηση ορθοδοντικής, γνωστοποίησε, μέσω εντύπων [περιοδικών, εφημερίδων], την μέθοδο ορθοδοντικής θεραπείας, την οποία χρησιμοποιεί για την θεραπεία των ασθενών του, με την ονομασία “FASTBRACES”. Κατόπιν καταγγελίας, από ειδικούς ορθοδοντικούς, ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Αττικής [Ο.Σ.Α.] για παράνομη διαφήμιση. Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του Ο.Σ.Α., επέβαλλε, ως πειθαρχική ποινή, πρόστιμο 600 ευρώ, με οριακή πλειοψηφία τεσσάρων έναντι τριών ψήφων, που έκριναν ότι έπρεπε να επιβληθεί η ποινή τής έγγραφης επίπληξης. Η πειθαρχική αυτή ποινή διατηρήθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Οδοντιάτρων της Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας [Ε.Ο.Ο.], μετά την άσκηση εφέσεως από τον οδοντίατρο, κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου.
Η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κάνει μνεία των σχετικών άρθρων της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που αναφέρονται στην ελευθερία της εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών [άρθρα 43, 46 και 49 ΣυνθΕΚ]. Επίσης, αναφέρεται στην επαγγελματική ελευθερία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 10 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης [Ε.Σ.Δ.Α.]. Γίνεται, επίσης, αναφορά στην υπόθεση του Γερμανού χειρουργού οφθαλμιάτρου Stambuk, στον οποίο επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή, για προβολή των υπηρεσιών του, μέσω της τηλεόρασης. Η ποινή αυτή θεωρήθηκε ότι παραβίαζε την ελευθερία της έκφρασης, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο προσέφυγε ο Γερμανός γιατρός.
Τα πολύ σημαντικά σημεία της απόφασης του ελληνικού δικαστηρίου, τα οποία θα αναγνώσετε, αφού παρατίθεται ολόκληρη, είναι τα εξής : 1] ερμηνεύοντας τις διατάξεις του Δεοντολογικού Κανονισμού των Οδοντίατρων, υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος, της Ε.Σ.Δ.Α και της ΣυνθΕΚ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν απαγορεύεται κατά τρόπο απόλυτο η διαφήμιση στους οδοντιάτρους, αλλά προβλέπεται η απαγόρευση συγκεκριμένων μορφών διαφημίσεων και ειδικότερα αυτών που χρησιμοποιούν απατηλά μέσα, καθώς και αυτών που σκοπεύουν, κατά τρόπο επιδεικτικό και κραυγαλέο, να καταδείξουν την επιστημονική υπεροχή του οδοντιάτρου έναντι των λοιπών συναδέλφων του» [σκέψη 6 της απόφασης].
Στην συνέχεια, το Δικαστήριο αναφέρει ότι είναι απολύτως επιτρεπτές οι επιστημονικές ανακοινώσεις του οδοντιάτρου σε εφημερίδες και περιοδικά ποικίλης ύλης, «οι οποίες στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και αποβλέππουν στην πληροφόρηση του κοινού σχετικά με την εξέλιξη της επιστήμης και τις νέες θεραπευτικές δυνατότητες που παρέχονται στους ασθενείς, δεν απαγορεύονται από τις ως άνω διατάξεις του Δ.Κ.Ο. ακόμη και εάν, λόγω του περιεχομένου τους, οι ανακοινώσεις αυτές έχουν ως παρεπόμενο αποτέλεσμα την ανάδειξη των εν λόγω νέων θεραπευτικών δυνατοτήτων ως πλεονεκτικότερων σε σχέση με τις έως τότε εφαρμοζόμενες και την συνεπακόλουθη προβολή του ασκούντος αυτές οδοντιάτρου», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Κοντολογίς, η απόφαση δέχεται ότι η θεραπεία με την μέθοδο “VIAZI” αποτελεί εξέλιξη της επιστήμης, εισάγει νέες θεραπευτικές δυνατότητες, οι οποίες είναι πλεονεκτικότερες, σε σχέση με τις μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες, δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προβολή της νέας αυτής μεθόδου, προς όφελος του κοινού, εστω και αν η προβολή αυτή συνεπάγεται αναγκαία και την προβολή του ασκούντος την μέθοδο αυτή, οδοντιάτρου [σκέψη 6]. Θεωρεί, με λίγα λόγια, υψίστης σημασίας την πληροφόρηση του κοινού και ήσσονος σημασίας το ενδεχόμενο όφελος του οδοντιάτρου από την προβολή του.
Το Δικαστήριο, επίσης, αντιλαμβανόμενο πλήρως την διαφορά του οδοντιάτρου - ειδικού ορθοδοντικού από τον οδοντίατρο, που ασκεί ορθοδοντική, δέχεται ότι «..Ο οδοντίατρος που δεν έχει αποκτήσει την σχετική ειδικότητα δικαιούται να ασκεί δραστηριότητα στο αντικείμενο της ορθοδοντικής, ωστόσο δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί τον τίτλο του ειδικού ορθοδοντικού» [σκέψη 8 της απόφασης].
Αναγνωριζει επίσης, ότι «ο οδοντίατρος δικαιούται να ασκεί ορθοδοντική, ακόμη και κατ’ αποκλειστικότητα, ωστόσο για την απόκτηση του τίτλου του ειδικού ορθοδοντικού απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του π.δ. 235/1988» [σκέψη 11 σελ. 18 της απόφασης]. Να σημειωθεί, πάντως, ότι δεν είναι υποχρεωτικό ο οδοντίατρος, που ασκεί την συγκεκριμένη ειδικότητα να επιδιώξει την αναγνώρισή της, αλλά μπορεί de facto να την ασκεί.
Με την ορθότατη αυτή ερμηνεία η απόφαση επισημαίνει κάτι, το οποίο είναι παγκοσμίως γνωστό, δηλαδή ότι ο οδοντίατρος δικαιούται να ασκεί ορθοδοντική θεραπεία και έτσι ανατρέπει τα ψευδο-επιχειρήματα των ελλήνων ειδικών ορθοδοντικών ότι, δήθεν, όποιος ασκεί ορθοδοντική, χωρίς να έχει τίτλο μεταπτυχιακό στην ειδικότητα αυτή, ενεργεί αντιποίηση επαγγέλματος, ή ότι δεν έχει δικαίωμα ο οδοντίατρος να ασκεί την ορθοδοντική. Μάλιστα, οι ειδικοί ορθοδοντικοί παραπλανούν το κοινό με έντυπα, που περιέχουν αναληθές και ανακριβές περιεχόμενο [βλ. στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Ορθοδοντικής Γναθοπροσωπικής Μελέτης και ΄Ερευνας [Ε.Ο.Γ.Μ.Ε.] στο Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος, στο σχετικό χωρίο με επικεφαλίδα «ποιος την ασκεί ;», φυλλάδιο με θέμα «Γνωριμία με την Ορθοδοντική», στην παράγραφο με τίτλο «Τι είναι ορθοδοντική και ποιος την ασκεί»; Άλλο φυλλάδιο του έτους 2005 με θέμα «Γνωριμία με την ορθοδοντική», παρ. 1 με επικεφαλίδα «τι είναι ορθοδοντική και ποιος την ασκεί»].
Στην συνέχεια, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι επιτρεπτή η προβολή μιας επιστημονικής μεθόδου, μέσω του τύπου, ακόμα και αν η προβολή αυτή επαναλαμβάνεται περισσότερο από μία φορά. Ειδικότερα, υπογραμμίζεται ότι είναι αναγκαία η προβολή μιας μεθόδου, με την παράθεση, μάλιστα, των βασικών χαρακτηριστικών της και των ιδιοτήτων της. Η απόφαση επισημαίνει, επίσης, ότι τα χαρακτηριστικά της μεθόδου ορθοδοντικής θεραπείας, που πρόβαλλε ο προσφεύγων, δεν αμφισβητήθηκαν από τα πειθαρχικά συμβούλια. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην σχετική σκέψη του δικαστηρίου :
«Περαιτέρω, από το περιεχόμενο των επίμαχων δημοσιευμάτων προκύπτει ότι τα άρθρα που δημοσίευσε ο προσφεύγων παρουσιάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του ορθοδοντικού συστήματος VIAZI, το οποίο εφαρμόζει αυτός και ειδικότερα το είδος των αγκίστρων που χρησιμοποιούνται και τις ιδιότητές τους, τον τρόπο τοποθέτησής τους, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του συστήματος και τον μέσο χρόνο θεραπείας. Κατά συνέπεια και ενόψει του γεγονότος ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αμφισβητούνται τα επιστημονικά δεδομένα που παραθέτει ο προσφεύγων, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα άρθρα αυτά αποτελούν επιτρεπόμενες από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Δεοντολογικού Κανονισμού Οδοντιάτρων ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με ορισμένη οδοντιατρική θεραπευτική μέθοδο, οι οποίες δεν απαιτείται, όπως αβασίμως αναφέρεται στη προσβαλλόμενη πράξη, να συνοδεύονται από δημοσίευση των επιστημονικών συγγγραμμάτων και των δημοσιευμάτων σε επιστημονικά περιοδικά, στις οποίες βασίζονται, ενόψει του γεγονότος ότι απευθύνονται στο ευρύ κοινό και όχι στην κοινότητα των ειδικών οδοντιάτρων. Εξάλλου, η συστηματική και κατ’ επανάληψη δημοσίευση παρεμφερών κειμένων σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά ποικίλης ύλης δεν προσδίδει στα σχετικά άρθρα επιδεικτικό διαφημιστικό χαρακτήρα, ενώ η παράθεση σε αυτών των κλινικών πλεονεκτημάτων της ένδικης μεθόδου [μικρότερη δύναμη τριβής μεταξύ αγκίστρου και σύρματος, λιγότερη ευαισθησία, λιγότερος πόνος, μειωμένες περιπτώσεις εξαγωγής δοντιών] είναι αναγκαία για την ολοκληρωμένη παρουσίαση της μεθόδου αυτής και δεν συνιστά απαγορευόμενη επιδεικτική συγκριτική διαφήμιση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 6η σκέψη» [σκέψη 11, σελ. 18 της απόφασης].
Η δικαστική απόφαση, επομένως, δέχεται αυτά, που σκοπίμως «αμφισβητούν» κάποιοι έλληνες ειδικοί ορθοδοντικοί, δηλαδή τα κλινικά πλεονεκτήματα της μεθόδου “VIAZI”, τα οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τα πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία ούτως ή άλλως δεν είχαν καμία απολύτως δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να κρίνουν μια διεθνώς αναγνωρισμένη και ευρέως εφαρμοζόμενη μέθοδο. Πρέπει δε να υπενθυμίσουμε ότι οι έλληνες ειδικοί ορθοδοντικοί, που παρουσιάζονται ως οι μόνοι αρμόδιοι και κατάλληλοι για την άσκηση της ορθοδοντικής θεραπείας, παραβιάζουν κατ’ επανάληψη το άρθρο 15 παρ. 1 τού Κώδικας Οδοντιατρικής Δεοντολογίας [Κ.Ο.Δ., π.δ 39/2009, ΦΕΚ Α΄. 55/1-4-2009], αλλά ουδέποτε έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον τους για την επιδεικτική τους συμπεριφορά, αλλά και την παραπληροφόρηση του κοινού [ότι δηλαδη είναι οι μοναδικοί που μπορούν να φέρουν σε πέρας μια ορθοδοντικη θεραπεία].
Η απόφαση δέχεται, επίσης, την αναγραφή στα σχετικά άρθρα, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο, του τηλεφώνου του οδοντιάτρου, το οποίο επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 εδάφ. α΄. του δεοντολογικού κανονισμού [β.δ. 11.7/5.8.1950 [ΦΕΚ Α΄. 167].
Επιπλέον, θεωρεί ότι, η επισήμανση στο σχετικό άρθρο «οδοντίατρος αποκλειστικής άσκησης ορθοδοντικής», ανταποκρίνεται μεν στην πραγματικότητα, διότι ο προσφεύγων ασχολείται μόνο με την ορθοδοντική θεραπεία, θα μπορούσε, όμως, να δημιουργήσει στο κοινό την απατηλή εντύπωση ότι κατέχει τον τίτλο του ειδικού ορθοδοντικού και δέχθηκε ότι εμπίπτει στην σχετική απαγόρευση του άρθρου 2 εδάφ. α΄. του Δεοντολογικού Κανονισμού Οδοντιάτρων. Μόνο γι’ αυτήν την παράβαση το Δικαστήριο μεταρρύθμισε την απόφαση του Α.Π.Σ.Ο. και επέβαλλε την ποινή της έγγραφης επίπληξης, εξαφανίζοντας την πειθαρχική ποινή των 600 ευρώ.
Ως προς το θέμα αυτό, πάντως, ο εν λόγω οδοντίατρος αρκετά χρόνια πριν την έκδοση της απόφασης, είχε ήδη αλλάξει την επισήμανση, έτσι ώστε να μην προκαλείται η παραμικρή σύγχυση στο κοινό ότι είναι οδοντίατρος, που έχει ως αντικείμενο την αποκλειστική άσκηση ορθοδοντικής θεραπείας και μόνο και ουδενός άλλου γνωστικού αντικειμένου της οδοντιατρικής επιστήμης. Πάντως, η απόφαση στο σημείο αυτό είναι εσφαλμένη, διότι ο οδοντίατρος, που ασκεί μόνο ορθοδοντική θεραπεία πρέπει να προσδιορίζει με κάποιον τρόπο το αντικείμενο της ενασχόλησής του, έτσι ώστε να γνωρίζει το κοινό την εξειδίκευσή του και να μην τον απασχολεί με θεραπείες, που δεν αναλαμβάνει. Επιπροσθέτως, η προσέγγιση αυτή ευνοεί τους ειδικούς ορθοδοντικούς, οι οποίοι λειτουργούν ως «καρτέλ», διότι επωφελούνται από την ειδικότητά τους, προβάλλονται ως οι μόνοι κατάλληλοι και ικανοί να φέρουν σε πέρας ορθοδοντική θεραπεία, κατέχουν τεράστιο μερίδιο στην ελληνική αγορά των ορθοδοντικών υπηρεσιών και κρατούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και στην παρούσα περίοδο της οικονομικής κρίσης. Με τον τρόπο αυτό νοθεύουν τον ανταγωνισμό, κάτι το οποίο αποβαίνει σε βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι επιβαρύνονται με τεράστιο κόστος για την ορθοδοντική θεραπεία.
Ο εν λόγω περιορισμός, της χρήσης δηλαδή από τον οδοντίατρο, που ασκεί ορθοδοντική ότι είναι εν τοις πράγμασι ορθοδοντικός, μπορεί να συνεπάγεται περιορισμό στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, με βάση τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Είναι αδιανόητο και πέραν πάσης λογικής να εμποδίζεται ο οδοντίατρος, ο οποίος ασκεί ορθοδοντική θεραπεία να δηλώσει ότι είναι οδοντίατρος – ορθοδοντικός, ή ότι είναι οδοντίατρος αποκλειστικής άσκησης της ορθοδοντικής.
Κατά τα λοιπά, η απόφαση αυτή, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί αναμφισβήτητα δικαίωση για τον εν λόγω οδοντίατρο, αποτελεί και ήττα για τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Αττικής, ο οποίος κατ’ επανάληψη εγκαλεί οδοντιάτρους, οι οποίοι προβάλλουν τις υπηρεσίες τους είτε δια του τύπου, είτε μέσω του διαδικτύου.
Η απόφαση δίδει μία ουσιαστική απάντηση στην ελληνική κοινότητα των ειδικών ορθοδοντικών, οι οποίοι υποκίνησαν και προκάλεσαν την πειθαρχική δίωξη του οδοντιάτρου, έχοντας ως στόχο να διακόψουν την διάδοση μιας εξελιγμένης και επαναστατικής θεραπευτικής μεθόδου, που συνεπάγεται σημαντικά πλεονεκτήματα για τους ασθενείς, ιδίως δε συνεπάγεται λιγότερο πόνο και ταχύτητα στην ορθοδοντική θεραπεία, χωρίς εξαγωγές δοντιών.
Επιτυγχάνει μία ορθότατη ερμηνεία του δεοντολογικού κανονισμού, για την προβολή των οδοντιατρικών υπηρεσιών, υπό το πρίσμα της επαγγελματικής ελευθερίας και της ελευθερίας της έκφρασης. Η εν λόγω απόφαση δέχθηκε σχεδόν το σύνολο των προβληθέντων με την προσφυγή, ισχυρισμών του οδοντιάτρου και τον δικαίωσε με πλήρη και ολοκληρωμένη αιτιολογία.
Θέτει, με την εμπεριστατωμένη ανάλυσή της, τέρμα [;] στην αυστηρή ερμηνεία του δεοντολογικού κανονισμού, η οποία οδηγεί, τελικώς, σε παρερμηνεία και διαστρέβλωση του νόμου από τους οδοντιατρικούς συλλόγους, αλλά και στην αυθαίρετη και αντίθετη, με το νόμο για την απελευθέρωση, ερμηνεία του νόμου, η οποία αποτυπώνεται σε δημόσια έγγραφα του ίδιου του Υπουργείου Υγείας [βλ.www.osanet.gr «Παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις για την απαγόρευση της διαφήμισης των οδοντιάτρων» βλ. Το υπ’αριθμ. αριθμ. πρωτ. Υ3β/Γ.Π./οικ.107786/08.11.2012 έγγραφο του Υπουργείου Υγείας], που κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό και υποστηρίζουν το αντίθετο .
Πρέπει δε να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, πριν την ψήφιση του Ν. 3919/2011, για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων. Με το νόμο αυτό υπάρχει πλέον, άρση της καθολικής απαγόρευσης της διαφήμισης των οδοντιάτρων, με την προϋπόθεση ότι η διαφήμιση δεν είναι παραπλανητική, επιδεικτική, ή συγκριτική, όπως η σχετική διάκριση οριοθετείται στην δικαστική απόφαση και διατηρεί την αξία της και μετά την θέση σε ισχύ του Κώδικα Οδοντιατρικής Δεοντολογίας, που τέθηκε σε ισχύ το έτος 2009, οπως προαναφέρθηκε. Είναι αυτονόητο ότι η απόφαση αυτή είναι σημαντική και αφορά όλους τους κλάδους των ελευθέρων επαγγελματιών, όπως είναι οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι δικαστικοί επιμελητές κ.λ.π.
Όπως ήταν αναμενόμενο η Ε.Ο.Ο., η οποία δεν ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα των οδοντιάτρων και τα οδοντιατρεία, που κλείνουν, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης της ελληνικής κοινωνίας, άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Η τάση, όμως, που επικρατεί τόσο στην ελληνική νομολογία, όσο και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκης ΄Ενωσης είναι η απελευθέρωση της διαφήμισης των υπηρεσιών ως έκφανση και του δικαιώματος του κοινού στη πληροφόρηση.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος