10/11/2014.
της Ρέας Βιτάλη.Πώς το λέγανε μωρέ; Έχω σπάσει το μυαλό μου να το θυμηθώ. Ένα παλιομοδίτικο παιχνίδι. Σαν κιάλια που επάνω είχαν μια εγκοπή και εμείς εφαρμόζαμε μέσα της στρογγυλούς χάρτινους «δίσκους», που είχαν γύρω γύρω φιλμάκια με εικόνες παραμυθιού. Τι κοίταζα; Μια εικόνα όλη κι όλη, αλλά πολυδιάστατη. Το πιο μαγικό στην παιδική μου ζωή! Να! Έτσι ένιωσα προχθές το βράδυ, μόλις άνοιξα εκείνη τη μικρή πορτούλα της μπουάτ «Απανεμιά». Πρώτη φορά σε μπουάτ. Τόσα που είχα ακούσει! Μπουά-τ σημαίνει μικρό κουτί στα γαλλικά. Όλη η νύχτα της Πέμπτης ένα κουτί μαγικό.
Με τα φιλαράκια μου συναντηθήκαμε στην Πλάκα. Τι βραδιά! Μαγικό να βλέπεις το παλιομοδίτικο μαντεμένιο φανάρι να ρίχνει φως σε μια φορτωμένη βουκαμβίλια, μαγικό το ταβάνι με έναν συγκλονιστικό πολυέλαιο που φάνηκε μέσα από μια γρίλια, μαγική η Ακρόπολη που αποκαλυπτότανε κομμάτι-κομμάτι στενό το στενό, μαγικά τα σκαλοπάτια με τις μαξιλάρες του καφέ Γιασεμί, τελείως σουρεάλ το συγκρότημα με τις ελληνικές παραδοσιακές στολές που πετάχτηκε στα ξαφνικά για να χορέψει σε μια ταβέρνα, ξάφνιασμα ο «Ζορμπάς» μέσα στη νύχτα, και άλλο τόσο ένα τεράστιο πορτρέτο μιας λατρεμένης Μελίνας, να σε μαρκάρει όλο μάτια από το μπαρ «Μελίνα»... Όλα μαγικά! Τουρίστας στην πόλη μου. Γεννήθηκα τουρίστας. Μερικά σκαλιά, λοιπόν, πιο πάνω από το «Γιασεμί», στην οδό Θόλου, διαβαίνεις την πόρτα της μπουάτ. Χώρος παραμυθιού. Τα τόσο δα τραπεζάκια, τα παγκάκια, ο χώρος της σκηνής σε μια τόση δα απόσταση από τους θεατές, μαγικά και τα κάδρα στον τοίχο... Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Σκαλκώτας, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις... Σε χώρο διασκέδασης με ήχο χαμηλό. Ας πιάσουμε όμως την ιστορία.
Οι μπουάτ ήταν κάπως σαν «κίνημα». Χώροι που τιμούσαν το μεγαλείο της λιτότητας. Ο τραγουδιστής έπρεπε να τα καταφέρει με το τίποτα, με μια κιθάρα, ένα πιάνο. Εκεί γεννήθηκε το «νέο κύμα» και ήταν φυτώριο καλλιτεχνών αλλά και χώρος προβληματισμού. Οι βραδιές ήταν σαν ένα είδος μουσικών «λειτουργιών». Το κίνημα ανακόπτεται από τη χούντα αλλά η πολιτική τους διάσταση έτσι εντείνεται. Πολλές φορές, κάποιος από τους πελάτες φύλαγε τσίλιες όταν έπαιζαν τα «απαγορευμένα», μήπως και έρθει η Ε.Σ.Α. Σημείωσε το παράδοξο... Στη σκλαβιά τσουγκρίζαμε με Σεφέρη και Ελύτη. Η «Απανεμιά» λοιπόν είναι ένα ιστορικό, εμβληματικό μαγαζί του 1964, που πλέον πέρασε στα χέρια ενός νέου ανθρώπου, του Πάνου Δημητρόπουλου, που, πράγμα σπάνιο, τιμάει την ιστορία του μαγαζιού, με το να μην το αγγίζει. (Πολλές φορές σκέφτομαι πόσες αλλαγές θα είχε υποστεί το Antico Caffe Greco της Ρώμης αν ήταν στην Ελλάδα). Αλλά που για να συνεχίσει να μας δίνει τα στοιχεία μιας γενιάς, πρέπει να το τιμούμε. Οι βραδιές απ' όλες τις Δευτέρες ανήκουν στον Γιάννη Σπανό, οι Πέμπτες του Νοεμβρίου ανήκουν στον Θέμη Ανδρεάδη, τα Σαββατοκύριακα λαϊκά και ρεμπέτικα. Πέμπτη έτυχε να πάμε. Τον Θέμη τον είχα αδικήσει. Τον είχα καταχωρήσει ως διασκεδαστή ανάλαφρων σουξέ τραγουδιών, όπως «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» ή το «Λούλα, Λούλα, πού είσαι Λούλα» ή το «Είμαι πολύ ωραίος». Τραγούδια με πολλά υπονοούμενα, για χρόνια λογοκρισίας. Αλλά ο Θέμης που ξανασυνάντησα είναι ένας απόλυτος, συγκινητικός «ψυχαγωγός». Με όλο το «ψυχή» και το «αγωγή» της λέξης. Και τραγουδήσαμε όλοι μαζί Σπανό και Μούτση και Μαρκόπουλο και Θεοδωράκη και Ζαμπέτα και Λοΐζο και Κραουνάκη. Και χαρήκαμε και ποίηση από δύο ποιητές που σήκωσαν μια δική τους «παράσταση». Και χάζευα και την Άννα χαρούμενη… Μια νεράιδα, 37 χρόνια δίπλα στον Θέμη. Και δεν θέλαμε να φύγουμε. Γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη Πέμπτη είχαμε «φύγει». Πολύ μακριά και όμως κοντά. Είχαμε χαρεί ένα παρελθόν, ένα απόλυτο «τούτη τη στιγμή» αλλά περιέργως είδαμε πώς πρέπει να στηθεί και ένα μέλλον... Για να έχει μέλλον. Μια παρέα πρέπει τελικά... Μια μεγάλη-μικρή παρέα.
ΑΠΑΝΕΜΙΑ Μνησικλέους και Θόλου 4, Πλάκα. 2103248580.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος