14/03/2015
της Μαριάννας Σκυλακάκη.Όταν 17 χρονών βρέθηκα στην Αγγλία ως φοιτήτρια, η Ελλάδα από την οποία είχα μόλις φύγει ήταν μια πολύ διαφορετική χώρα απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου φάνηκαν παράξενα, ζώντας σε μια εστία στην οποία μοιραζόμουν την κουζίνα με καμιά δεκαριά συμφοιτήτριές μου, ήταν το γεγονός ότι όλες, σχεδόν ανεξαιρέτως, κολλούσαν ένα αυτοκόλλητο με το όνομά τους πάνω σε γάλατα, φρούτα, αναψυκτικά και λοιπά περιεχόμενα του κοινού μας ψυγείου. Με τη largesse που διέκρινε τους περισσότερους Έλληνες προ κρίσης, δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό να κάνω το ίδιο, έβαζα τα πράγματά μου σε μια γωνία άνευ ταυτότητας με τη λογική, δεν έγινε και τίποτα αν μου πιει η Imogen λίγο γάλα.
Όταν δυο μήνες μετά την άφιξή μου έφτασαν τα γενέθλιά μου, σκέφτηκα πως ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να βγάλω έξω τους νέους φίλους μου – φυσικά, κατά το ελληνικό έθιμο, θα κάλυπτα το κόστος της εξόδου. Πολλοί από αυτούς (οι μη Έλληνες, ενδεικτικά) βρήκαν αυτή τη χειρονομία κάτι παραπάνω από γενναιόδωρη. Μη φανταστείτε πως είχα κάνει κάτι πολυδάπανο, απλά, όπως συνειδητοποίησα λίγο αργότερα, αυτό το λίγο ήταν πολλούς κόσμους μακριά από την πολιτισμική συνήθεια των συμφοιτητών μου, οι οποίοι στα γενέθλια τους έβγαιναν με τους φίλους τους, αλλά δεν ένιωθαν σε καμιά περίπτωση την υποχρέωση να κεράσουν παραπάνω από ένα – και πολλά λέω – ποτό.
Ας πάμε τώρα σε ένα τελευταίο παράδειγμα – το κλασικό φαινόμενο της διαίρεσης του λογαριασμού στο εστιατόριο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι οι Έλληνες συμφοιτητές μου έτειναν να «σπάνε» το λογαριασμό διά του αριθμού των παρευρισκομένων. Έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα, τα βρίσκουμε την άλλη φορά αν έδωσες τελικά λίγο παραπάνω ή λίγο λιγότερο από αυτό που κατανάλωσες. Περιττό να σας πω ότι οι περισσότεροι Βορειοευρωπαίοι έκαναν πάντα έναν γρήγορο υπολογισμό του τι τους αντιστοιχούσε, απαντώντας πως όχι, θα προτιμούσαν να δώσουν τόσο αντί για τόσο, δεδομένου ότι έφαγαν παραπάνω ή λιγότερο.
Τι έχουν να κάνουν όλα αυτά με την Ελλάδα του σήμερα; Κατά τη γνώμη μου έχουν σημασία, καθώς είναι ενδεικτικά μιας κουλτούρας η οποία διαφέρει διακριτά από αυτή βασικών εταίρων μας στην Ευρωζώνη, μιας κουλτούρας περισσής γενναιοδωρίας κατά τις παχιές αγελάδες, άνεσης στο ξόδεμα, αλλά και μιας έντονης απροθυμίας να μετρήσουμε τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε πραγματικά. Με εξαίρεση την προσήλωση στους αριθμούς – από την οποία δεν υπάρχει κανείς που να μην επωφελείται – δεν ισχυρίζομαι πως η μία κουλτούρα είναι αναγκαστικά καλύτερη από την άλλη, λέω απλά πως οι κουλτούρα μας σε σχέση λόγου χάριν με αυτή των Γερμανών, διαφέρει αισθητά.
Οι διαφορές αυτές μπορούν σε ένα βαθμό να εξηγήσουν τους λόγους που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ξεχάσαμε να μετράμε. Εξηγούν επίσης σε έναν βαθμό γιατί παραμένουμε κολλημένοι στην εφιαλτική αυτή κρίση – εξαρτόμαστε από ανθρώπους που μετράν και τη δεκάρα, που δεν αντιμετωπίζουν την Ελλάδα συναισθηματικά, που δεν χαρίζονται και που δεν έχουν καμία διάθεση να φορτωθούν δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο ενός λογαριασμού που δεν θεωρούν πως τους αναλογεί. Εμείς από την πλευρά μας συνεχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, αποφεύγοντας μια κοστολογημένη, στοιχειοθετημένη αξιολόγηση της πραγματικότητας, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Πρόκειται για μια επικίνδυνη άρνηση, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία και διάδοση μιας εξίσου επικίνδυνης παρεξήγησης, η οποία ξεκινά και τελειώνει με την πεποίθηση ότι για όλα όσα ζούμε σήμερα ευθύνονται άλλοι και όχι εμείς.
Μια μεγάλη παρεξήγηση και πολλές μικρές, όπως ότι με απειλές και εκβιασμούς θα καταφέρουμε να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα, ότι η νέα κυβέρνηση δεν φλερτάρει με μια πιθανή έξοδο από την ευρωζώνη, ότι και να βρεθούμε πτωχευμένοι και εκτός ευρώ, θα είμαστε καλύτερα από ό,τι εντός προγράμματος. Σε όλες αυτές τις παρεξηγήσεις πρωταγωνιστεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας, χαϊδεύει αυτιά και δείχνει με το δάχτυλο τους έξω, αδυνατώντας να κάνει μια στοιχειώδη αυτοκριτική. Ένας από τους λόγους που δεν μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία είναι βέβαια το γεγονός ότι θεωρεί πως θα προσέβαλε τοιουτοτρόπως τους πάλαι ποτέ ψηφοφόρους του. Είναι λοιπόν πιο εύκολο, για όλους, να μιλάμε για την κακή τρόικα, το κακό μνημόνιο, τις κακές προηγούμενες κυβερνήσεις, τους κακούς κερδοσκόπους και πάει λέγοντας, αντί να δούμε τι μπορεί να κάνει η κυβέρνησή μας για να πάει η χώρα δυο βήματα μπροστά, ώστε να μην τους έχουμε πια τόση ανάγκη.
Τελευταία πράξη της μεγάλης αυτής παρεξήγησης; Οι αναφορές Βαρουφάκη περί δημοψηφίσματος ή εκλογών, σε περίπτωση που απορριφθούν οι ελληνικές προτάσεις. Λέμε με άλλα λόγια ότι αν δεν δεχθούν τις προτάσεις μας θα πυροβολήσουμε εαυτούς στο πόδι! Ηρωισμός ή βλακεία; Ιδού το ερώτημα.
«Νομίζετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι καλύτεροι από μας; Δουλεύουν μήπως σκληρότερα; Αξίζουν περισσότερα;» μου είπε θυμωμένος ένας οδηγός ταξί αργά χθες το βράδυ. Μα το θέμα δεν είναι αν αξίζουν περισσότερο ή λιγότερο, αν είναι πιο τεμπέληδες, πιο ικανοί, πιο γενναιόδωροι, πιο τσιγκούνηδες, αν έχουν καταλάβει το δράμα που ζούμε ή όχι. Το θέμα είναι ότι εμείς είμαστε αυτοί που χρειάζονται αυτούς περισσότερο από ό,τι χρειάζονται αυτοί εμάς, στην παρούσα συγκυρία. Πολύ φοβάμαι πως αν δεν λύσουμε μία μία τις παραπάνω παρεξηγήσεις, θα συνεχίσουμε ακάθεκτοι στην πορεία μας προς την – οριστική πια – καταστροφή.
Η Μαριάννα Σκυλακάκη σπούδασε Oικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Bristol και κατέχει μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση (MPA in Public Policy & Management) από τo London School of Economics. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως αναλυτής στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Goldman Sachs για 3 χρόνια. Επέστρεψε πρόσφατα στην Αθήνα για να εξερευνήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, και ίδρυσε την καθημερινή ηλεκτρονική εφημερίδα αθηΝΕΑ τον Ιανουάριο του 2014. Είναι μέλος της οργανωτικής επιτροπής του TEDxAthensΔεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος