Και ένα σχετικό άρθρο:
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος Eπί πολλά χρόνια, οι υγειονομικοί φορείς των ΗΠΑ συνιστούν στους καταναλωτές να περιορίσουν την κατανάλωση τροφίμων που είναι πλούσια σε κεκορεσμένα λίπη. Ωστόσο, μια εκτενής μελέτη επί του αντικειμένου, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, υποδεικνύει ότι οι Αμερικανοί καταναλώνουν μεγαλύτερες, αντί για μικρότερες, ποσότητες αυτών των τροφίμων. Η νέα έκθεση, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα από το ερευνητικό ινστιτούτο της Credit Suisse, διαπίστωσε ότι οι πωλήσεις βούτυρου στις ΗΠΑ κατέγραψαν αύξηση κατά 14% τη χρονιά που πέρασε, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2015 εμφάνισαν περαιτέρω αύξηση κατά 6%. Αντιθέτως, οι πωλήσεις γάλακτος μειώθηκαν κατά 14%. Επίσης, η ίδια έρευνα προβλέπει ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα παρουσιάσει αύξηση η πώληση κόκκινου κρέατος και αυγών.
Οι τάσεις που καταγράφηκαν υποδεικνύουν μια μεταστροφή από τα τρόφιμα υψηλής κατεργασίας σε εκείνα που θεωρούνται πιο υγιεινά καίτοι περιέχουν κεκορεσμένα λίπη και άλλα θρεπτικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζονται μη υγιεινά, όπως είναι η διατροφική χοληστερίνη, επισημαίνει ο Στέφανο Νατέλα, επικεφαλής της Ερευνας Κεφαλαίων στην Credit Suisse, ο οποίος υπογράφει και την τελευταία μελέτη.
«Πιστεύω ότι πρόκειται για τις νέες τάσεις προς περισσότερο φυσικές τροφές, περισσότερο βιολογικές, ακατέργαστες και απλούστερες», δήλωσε ο Νατέλα. «Ολα αυτά τα τρόφιμα διαθέτουν φυσικά χαρακτηριστικά. Το πλήρες γάλα ακούγεται στους καταναλωτές πιο φυσικό από το γάλα 2%. Είναι βέβαιο ότι οι αγελάδες δεν παράγουν αποβουτυρωμένο γάλα. Θα πρέπει, λοιπόν, να υποστεί κατεργασία προκειμένου να αφαιρεθεί το λίπος». Τα τελευταία χρόνια πολλές μελέτες έχουν αμφισβητήσει την ωφέλεια που έχουμε από διατροφή χαμηλή σε λιπαρά. Ταυτόχρονα υποδεικνύουν ότι καταναλώνοντας περισσότερα λίπη -με την εξαίρεση των λεγομένων λιπαρών trans- και λιγότερη ζάχαρη και κατεργασμένους υδατάνθρακες πιθανώς να πετυχαίνουμε καλύτερα αποτελέσματα για τη διατήρησή μας σε καλή υγεία και φυσική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί η αντιπαράθεση για την αξία των κεκορεσμένων λιπών. Οι περισσότεροι υγειονομικοί φορείς προσπαθούν να μη συμμετέχουν στον «καβγά» και συνιστούν την κατανάλωση περισσότερων ακόρεστων λιπών όπως αυτών που ανιχνεύονται στα φυτικά έλαια, στους ξηρούς καρπούς, στα σπόρια και τα αβοκάντο. Αλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι τέτοιου είδους συστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στην άποψη ότι η κατανάλωση ακόρεστων λιπών ωφελεί την καρδιακή υγεία, δεν ανταποκρίνονται στην επιστημονική πραγματικότητα.
Οι τάσεις αυτές παρουσιάζονται εκτενώς στη νέα μελέτη, η οποία ανάμεσα σε άλλα υποδεικνύει ότι οι Αμερικανοί δεν υιοθετούν τις συστάσεις για τα κεκορεσμένα λίπη, συστάσεις που έχουν κάνει επανειλημμένως τόσο η αμερικανική κυβέρνηση όσο και οργανώσεις όπως η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, που επί δεκαετίες συμβουλεύουν την κοινή γνώμη σχετικά με το τι πρέπει να περιλαμβάνει η καθημερινή διατροφή. Οι ομοσπονδιακές διατροφικές οδηγίες για τους Αμερικανούς, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1980 και αναθεωρούνται κάθε πενταετία, προτείνουν μείωση των κεκορεσμένων λιπών κατά 10% των συνολικών θερμίδων που προσλαμβάνονται. Επίσης, προτείνεται στον κόσμο να αντικαταστήσει το βούτυρο, την κρέμα και τα τροπικά έλαια με ακόρεστα λίπη που ανιχνεύονται στη σόγια, στο ελαιόλαδο και το κραμβέλαιο, ενώ ταυτόχρονα συνιστάται η επιλογή γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών σε λιπαρά ή ακόμα και χωρίς καθόλου λιπαρά. Οι αντίστοιχες συστάσεις για το τρέχον έτος δεν έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Ομως, η συμβουλευτική επιτροπή, η οποία διαμορφώνει τις συστάσεις στην αρχή του χρόνου, είχε συστήσει τους Αμερικανούς να καταναλώνουν λιγότερα ζωικά προϊόντα και περισσότερα φυτικά, όπως φρούτα και λαχανικά, σιτηρά, σπόρους και ξηρούς καρπούς. Επίσης είχε κρίνει ότι η μεσογειακή διατροφή, όπως εξάλλου και η χορτοφαγική δίαιτα, αποτελεί μοντέλο υγιεινής διατροφής. Ταυτόχρονα, η συμβουλευτική επιτροπή εξακολουθεί να τηρεί σκληρή στάση έναντι των κεκορεσμένων λιπών, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τα πρόσθετα σάκχαρα και το νάτριο. Οπως διαπιστώνεται, όμως, έκανε πίσω όσον αφορά τον μακροχρόνιο περιορισμό των τροφίμων που είναι πλούσια σε χοληστερίνη, όπως είναι τα αυγά και οι γαρίδες, γεγονός που αποτελεί παραδοχή ότι η χοληστερίνη των τροφίμων δεν είναι και τόσο κακή, τουλάχιστον όχι τόσο όσο πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Επίσης η επιτροπή δεν πρότεινε τον περιορισμό της συνολικής πρόσληψης λιπών, όπως έκανε επί χρόνια.
Η νέα μελέτη της Credit Suisse, εκτός των άλλων, διαπίστωσε ότι οι πωλήσεις βουτύρου, τυριού και γάλακτος αυξάνονται σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια, όπως εξάλλου αυξάνονται και οι πωλήσεις αμυγδάλου και αυγών. Χαρακτηριστικά, οι πωλήσεις αυγών αυξήθηκαν την περασμένη χρονιά κατά 2%, ενώ η κατανάλωση βιολογικών αυγών αυξήθηκε κατά 21%.
Κόκκινο κρέας στην Ευρώπη
Ανάλογες τάσεις πιθανώς να καταγράφονται και σε άλλα κράτη, εκτός των ΗΠΑ. Ενδεικτικά, οι πωλήσεις βουτύρου αυξήθηκαν κατά 9% στη Βρετανία τη χρονιά που πέρασε, ενώ παγκοσμίως η κατανάλωση βουτύρου αυξάνεται με ρυθμούς που κυμαίνονται από 2% έως 4%. Επίσης, στην Ευρώπη αυξάνεται η κατά κεφαλήν κατανάλωση κόκκινου κρέατος ενώ αναμένεται να πολλαπλασιαστεί η ζήτηση σε λίπη και πρωτεΐνες. Αντιθέτως, την ίδια στιγμή παρουσιάζει μείωση η κατανάλωση μακαρονιών και υδατανθράκων. Τέλος, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν ότι στήριξαν τα ευρήματά τους σε πληροφορίες που συνέλεξαν από την παγκόσμια τράπεζα δεδομένων για την κατανάλωση τροφίμων, μια αξιολόγηση 400 επιστημονικών εργασιών, αλλά και σε συνεντεύξεις με ακαδημαϊκούς και ειδικούς της βιομηχανίας τροφίμων. Η έκθεση ετοιμάστηκε κυρίως για να δώσει στη Γουόλ Στριτ μια σαφή άποψη για τις μεταβολές που καταγράφονται στις αγοραστικές τάσεις των Αμερικανών. Η έκθεση καταλήγει ότι οι καταναλωτές βρίσκονται σήμερα σε ένα σημείο καμπής.
Πριν από δύο χρόνια, σε μια ανάλογη μελέτη της Credit Suisse για τη ζάχαρη, διαπιστώθηκε ότι η κατανάλωσή της τα τελευταία 30 χρόνια αυξήθηκε παγκοσμίως κατά 45%, με αποτέλεσμα ο μέσος άνθρωπος να καταναλώνει περί τα 70 γραμμάρια ζάχαρης ημερησίως, δηλαδή περίπου 17 κουταλιές του καφέ.