Καθημερινή, 13/11/2016Του Νίκου Οικονομίδη
καθηγητή στο Stern School of Business, New York University.
Ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ο κ. Τραμπ ή όχι, η εκλογή του στην προεδρία είναι κατόρθωμά του αλλά και σημάδι της δυσλειτουργίας των κομμάτων στις ΗΠΑ. Χωρίς τη βοήθεια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και ξοδεύοντας στην προεκλογική εκστρατεία 40% λιγότερα χρήματα από την κ. Κλίντον, ο κ. Τραμπ κατάφερε να υπερτερήσει της κ. Κλίντον ακόμα και σε πολιτείες που παραδοσιακά ψήφιζαν Δημοκρατικούς.
Γιατί; Ο κόσμος έχει βαρεθεί τους πολιτικούς στην Washington. Πριν από οκτώ χρόνια εξέλεξε τον κ. Ομπάμα σε μεγάλο βαθμό γιατί ήταν νέος (και άρα λιγότερο βαθιά στον βούρκο της Washington) που υποσχέθηκε να βγάλει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Μέση Ανατολή. Αντί γι’ αυτό, οκτώ χρόνια μετά, η Αμερική έχει ακόμη στρατεύματα στο Αφγανιστάν και στη Μέση Ανατολή. Με σύμπραξη της Χίλαρι Κλίντον άλλαξε το καθεστώς στη Λιβύη, προσπάθησε να αλλάξει το καθεστώς στην Αίγυπτο υποστηρίζοντας την τρομοκρατική οργάνωση «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», και προσπάθησε να αλλάξει το καθεστώς στη Συρία. Αυτές οι τρεις απόπειρες ανατροπής βύθισαν τη Μέση Ανατολή σε πολέμους και αναρχία δημιουργώντας και ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα που ταλανίζει την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η Αμερική έκανε τα στραβά μάτια όταν συντηρητικά αραβικά καθεστώτα (Σαουδική Αραβία, χώρες του Αραβικού κόλπου) χρηματοδότησαν ακραίους σουνίτες ισλαμιστές συμπεριλαμβανομένου και του αυτοαποκαλούμενου Χαλιφάτου του Ισλαμικού Κράτους (Ι.Κ.). Η μάχη εναντίον του Ι.Κ. και η αποσταθεροποίηση του status quo στη Μέση Ανατολή έκαναν τη Ρωσία για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες σημαντικό παίκτη στη Μέση Ανατολή στην οποία εγκατέστησε μοντέρνα και πανίσχυρα οπλικά συστήματα. Ο πρόεδρος Ομπάμα άφησε τα διάφορα υπουργεία να εφαρμόζουν το καθένα τη δική του διαφορετική πολιτική και οι τοπικές μεσανατολικές δυνάμεις (Σαουδική Αραβία, Τουρκία) άρχισαν τις δικές τους στρατιωτικές περιπέτειες. Ο μέσος Αμερικανός δεν καταλαβαίνει τις ιδιαιτερότητες της Μέσης Ανατολής. Καταλαβαίνει όμως ότι κάθε μέρα γίνεται πόλεμος σε πολλά μέτωπα και οι φιλοαμερικανικές δυνάμεις δεν φαίνεται να κερδίζουν. Αυτό το συναίσθημα των Αμερικανών μεγάλωσε, καθώς ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία και άρχισε συνοριακό πόλεμο στην Ουκρανία χωρίς ουσιαστική αντίδραση από την Αμερική.
Η γενική αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής συνέπεσε με την απώλεια εισοδήματος από μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στην Αμερική. Η παγκοσμιοποίηση μείωσε τα εισοδήματα των εργαζομένων χωρίς να μειώσει τα κέρδη. Ετσι, το εθνικό εισόδημα των ΗΠΑ αυξήθηκε αλλά το μέρος του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι εργαζόμενοι μειώθηκε. Αυτή η μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων τροφοδότησε με ψηφοφόρους τον Τραμπ και τον Σάντερς. Αντίθετα, η κ. Κλίντον έχοντας στενές σχέσεις με χρηματιστηριακούς κύκλους εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος του κατεστημένου των Δημοκρατικών, και παραδόξως, και του κατεστημένου των Ρεπουμπλικανών. Το φιλανθρωπικό ίδρυμα Κλίντον δέχθηκε χρήματα από διάφορα τραπεζικά, βιομηχανικά και φαρμακευτικά λόμπι, αλλά και από ξένες χώρες όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Αυτά έγιναν την εποχή που η κ. Κλίντον ήταν ΥΠΕΞ και στενοί της συνεργάτες είχαν ταυτόχρονα θέσεις στο ΥΠΕΞ και στο φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ετσι δημιουργήθηκε η υποψία ότι οι δωρητές περίμεναν ή και έπαιρναν χάρες από το κράτος σε αντάλλαγμα για τις χορηγίες. Επιπλέον, η χρήση του δικού της μη ασφαλούς email εμφάνισε την κ. Κλίντον σαν να μην ενδιαφέρεται για το εάν οι πράξεις της είναι σύννομες.
Οι Τραμπ και Σάντερς οικειοποιήθηκαν το ρεύμα κατά της Washington και κατά της γενικής διαφθοράς των πολιτικών που καταλόγιζαν και στην κ. Κλίντον. Μετά την ήττα του κ. Σάντερς στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, πολλοί υποστηρικτές του πήγαν με τον Τραμπ στις εθνικές εκλογές. Αρχίζοντας από τους βιομηχανικούς εργάτες, ο Τραμπ κατάφερε να πάρει με το μέρος του και την πλειοψηφία των μορφωμένων λευκών, ενώ η κ. Κλίντον πήρε ευρεία πλειοψηφία Αφροαμερικανών και ισπανόφωνων. Τελικά, ο κ. Τραμπ επικράτησε συνολικά γιατί πήρε μικρή πλειοψηφία σε πολιτείες μεικτού πληθυσμού όπως η Πενσιλβάνια και Φλόριντα.
Ο νέος πρόεδρος έχει κάνει πολλές ακραίες δηλώσεις στην προεκλογική εκστρατεία. Πολλές από αυτές δεν θα μπορέσει να τις υλοποιήσει λόγω του διαχωρισμού της εκτελεστικής από τη νομοθετική εξουσία, παρά το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν πλειοψηφία στη Βουλή και στη Γερουσία. Ομως, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ο νέος πρόεδρος θα έχει τη δυνατότητα να χαράξει νέα πολιτική, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς από το Κογκρέσο. Είναι πιθανό να υποχρεώσει πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Σαουδική Αραβία να πληρώσουν για την αμυντική κάλυψη από τις ΗΠΑ. Είναι επίσης πιθανόν να μειώσει την αντιπαράθεση με τον Πούτιν, ίσως κερδίζοντας κάτι στη διαπραγμάτευση. Για την Ελλάδα, η παραδοσιακή πολιτική των ΗΠΑ στα εθνικά θέματα ήταν φιλοτουρκική και ανέχθηκε για 40 χρόνια την κατοχή και τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να προσπαθήσει να πείσει τον νέο πρόεδρο για υποστήριξη στα εθνικά θέματα και λύση του Κυπριακού βάσει των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, φυσικά ρυθμίζοντας και τα ενεργειακά προς όφελος Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.
Στα οικονομικά ο κ. Τραμπ έχει υποσχεθεί μείωση των φόρων για όλα τα εισοδήματα. Αυτό θα είναι καλό για τους επενδυτές και ήδη οι αγορές ανέβηκαν σημαντικά μετά την εκλογή του. Υποσχέθηκε επίσης μεγάλες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές. Ετσι, αν δεν κόψει ριζικά τις δαπάνες, οι ΗΠΑ θα χρειαστούν μεγάλο νέο δανεισμό που θα μπορούσε να αυξήσει αρκετά τα επιτόκια. Στο θέμα του διεθνούς εμπορίου, ο κ. Τραμπ υποσχέθηκε να φέρει πίσω τις βιομηχανικές δουλειές στην Αμερική αυξάνοντας τους δασμούς. Ομως, η διαφορά μεταξύ του κόστους μιας τηλεόρασης κατασκευασμένης στην Αμερική από εκείνη που φτιάχτηκε στην Κίνα είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα και ακραία αύξηση δασμών δεν θα κάνει την αμερικανική βιομηχανία ανταγωνιστική. Αντίθετα, νομίζω ότι η κυβέρνηση πρέπει να επανεκπαιδεύσει τους βιομηχανικούς ανέργους για δουλειές στους τομείς που η Αμερική έχει πρωτοπορία σαν τους υπολογιστές, τα λογισμικά, τη βιοτεχνολογία, τη βιοφαρμακολογία, κ.α.
Η κυβέρνηση Ομπάμα και ιδιαίτερα ο ΥΠΟΙΚ Τζακ Λιου έχουν βοηθήσει την Ελλάδα να μην κάνει την τρέλα να βγει από το ευρώ τον Ιούλιο το ’15 και έχουν πιέσει την Ελλάδα να κάνει δομικές μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα υποστήριξη στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε. για μερική αναδιάρθρωση του χρέους. Δεδομένης της ανάγκης του να χαράξει πολιτική σε ένα σωρό τομείς πιο σημαντικούς για τις ΗΠΑ από την Ελλάδα, δεν πρέπει να περιμένουμε πολιτικές παρεμβάσεις του κ. Τραμπ για το χρέος πριν από το τέλος του 2017 ή και αργότερα. Η Ελλάδα φαίνεται να έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει διεξοδικά τις καλές υπηρεσίες Ομπάμα-Λιου πριν από το τέλος της θητείας τους.
Συμπερασματικά, η άνοδος του κ. Τραμπ αύξησε σημαντικά την αβεβαιότητα στις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, μείωσε την (ούτως ή άλλως μικρή) πιθανότητα άμεσης ρύθμισης του ελληνικού χρέους και θα μπορούσε να κάνει καλύτερη αλλά και χειρότερη τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και της Κύπρου με την Τουρκία.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος