Το παρακάτω άρθρο της δημοσιογράφου Σίσσυς Ακοκαλίδου, δημοσιεύτηκε στις 01/10/2015 στην Καβαλιώτικη εφημερίδα Νέα Εγνατία. Το αναδημοσιεύω γιατί περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο την γραφειοκρατία που έπεται τον θάνατο ενός ανθρώπου στην χώρα μας, αλλά και γιατί προτείνει και ρεαλιστικές λύσεις.
Δεν είναι που χάνεις τον άνθρωπό σου, δεν σου μένει και χρόνος να θρηνήσεις την απώλειά του. Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κανείς μετά την απώλεια του συντρόφου του, με τον οποίο υπέβαλλε κοινή φορολογική δήλωση, διατηρούσε από κοινού διάφορα περιουσιακά στοιχεία, είναι τόσο δαιδαλώδης, που απαιτεί ίσως και επί μήνες καθημερινό τρέξιμο από υπηρεσία σε υπηρεσία.
Αρχικά, θα πρέπει να δηλώσεις το θάνατό του σε κάθε αρμόδια αρχή, να διακόψεις τη σύνταξή του, εφόσον έπαιρνε, να υποβάλλεις αίτηση για συνταξιοδότηση, εφόσον την δικαιούσαι. Μαζί με την αίτηση βέβαια πρέπει να συνυποβάλλεις πολλά δικαιολογητικά, όπως δημόσια έγγραφα, πιστοποιητικό μη διάλυσης γάμου, μη δημοσίευσης διαθήκης. Εφόσον υπάρχει διαθήκη, πρέπει να την αποποιηθούν οι άμεσοι κληρονόμοι. Στη συνέχεια να δηλώσεις στην εφορία ότι έχει επέλθει αλλαγή των περιουσιακών δεδομένων του θανόντα, αφού αυτά περιέρχονται την κατοχή των κληρονόμων του. Και αφού τελειώνεις με όλα τα διαδικαστικά και η πολιτεία είναι πλέον ενήμερη για τον θάνατο ενός πολίτη, αρχίζεις με τις τράπεζες, καθότι πρέπει να νοικοκυρέψεις και τα οικονομικά σου, να τα βάλεις σε μια σειρά.
Πιστωτικές κάρτες και δάνεια που έφεραν ασφαλιστήριο συμβόλαιο, παύουν αυτοδίκαια, εφόσον η ασφαλιστική εταιρία, όπως απορρέει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αναλαμβάνει την κάλυψη του υπόλοιπου ποσού. Όταν όμως δεν έχουν ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το χρέος μεταφέρεται στους κληρονόμους, οι οποίοι πρέπει να καταβάλλουν ένα πάγιο ποσό για να ερευνήσει η τράπεζα το χαρτοφυλάκιο του θανόντα και να δει πώς μπορεί να μετατρέψει επί τα βελτίω τα ανοιχτό δάνειο ή την πιστωτική κάρτα του θανόντα. Για όλα τα παραπάνω απαιτούνται χρήματα για παράβολα κλπ, διαθέσιμος χρόνος και βέβαια αν αναθέσεις όλες αυτές τις εργασίες σε έναν δικηγόρο και αμοιβή δικηγόρου. Αν για παράδειγμα θέλεις να σιγουρευτείς ότι τα βεβαιωμένα ένσημα του θανόντα είναι περισσότερα, θα πρέπει να απευθυνθείς σε εργατολόγο για να διασταυρώσεις τα στοιχεία του ασφαλιστικού φορέα.
Τέλος, αν θέλεις να ολοκληρώσεις κάθε άλλη εργασία, ώστε να είσαι εντάξει με όλες τις υπηρεσίες, θα πρέπει να μεταβιβάσεις τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ στο δικό του όνομα, κάτι που επίσης απαιτεί τη συγκέντρωση πολλών δικαιολογητικών, κατά συνέπεια και άλλο χρόνο.
Γιατί τα σημείωσα όλα τα παραπάνω ,που είμαι βέβαιη ότι ομοίως με εμένα τα βιώνουν καθημερινά πολλοί συμπολίτες μας; Επειδή πολύ απλά θέλω να τεκμηριώσω ότι η ελληνική γραφειοκρατία συνεχίζει να υφίσταται σε τέτοιο βαθμό για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν υπάρχει ηλεκτρονικό σύστημα σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, οπότε αυτόματα να καταγράφεται η όποια αλλαγή συμβαίνει στους πολίτες. Ενημερώνεται μόνον το Ληξιαρχείο του δήμου για τον θάνατο του πολίτη, όχι όμως και κάθε αρμόδια αρχή, οπότε σύζυγος και λοιποί κληρονόμοι να καλούνται για τις όποιες μεταβολές και να ολοκληρώνεται η διαδικασία σε σύντομο χρόνο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος κωδικός αναφοράς του κάθε πολίτη. Δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν ακολουθείται η απλή διαδικασία πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπου ο κάθε πολίτης αντί Αριθμού ΔελτίουΤαυτότητας, ΑΜΚΑ, ΑΜΑ, ΑΦΜ έχει έναν και μοναδικό κωδικό, ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμη και ως τραπεζικός λογαριασμός.
Αν το πρόταγμα των μνημονίων είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, γιατί η ελληνική πολιτεία δεν κάνει το πρώτο βήμα, καθιερώνοντας έναν και μόνον έναν κωδικό σε κάθε πολίτη, που θα είναι η αναφορά του και τη ταυτοποίησή του σε κάθε υπηρεσία του δημοσίου, των ΔΕΚΟ, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Πόσος χρόνος θα εξοικονομούνταν από τις καθημερινές συναλλαγές του πολίτη, αλλά και από τους υπαλλήλους του δημοσίου, αν πληκτρολογώντας έναν αριθμό διεκπεραιώνονταν όλες οι εργασίες που καθημερινά καλείται να διεκπεραιώσει ο καθένας μας...