08/03/2015
του Θοδωρή Γκόνη.Η ομορφιά μάς παραμονεύει, έλεγε. Την άπλωνε, την ξάπλωνε πάνω στο ξύλινο τραπέζι, την ξεφύλλιζε, την έκοβε, την έραβε, τη χτένιζε, τη στόλιζε. Μας τραγουδούσε τα τραγούδια της. Μας έντυνε.
Μαζί με τον πρωινό καφέ έφερνε και τα καινούργια λόγια, τις λέξεις τις ξεχασμένες, τις σκονισμένες, τις έφερνε γυαλισμένες, σπαρταριστές με το αγκίστρι ακόμα στο στόμα, δαγκωμένες, σημαδεμένες.
– Τις σημάδεψα εγώ, έλεγε, πες τες σωστά εσύ και έφευγε τρέχοντας στα κύματα, στα ρέματα να μαζέψει, να φέρει αληπασιές να πλέξει, να δέσει καινούρια λόγια και τραγούδια.
H Μάνα μου.
Το σπίτι ήταν στο λιμάνι και η σιδερένια σκάλα κατέβαινε στη θάλασσα και στο βαρκάκι, ξυπνούσε πρωί, πολύ πρωί πριν ξημερώσει, γιατί όποιος αγαπάει τις λέξεις ζωντανές, πέφτει στη θάλασσα και τις πιάνει μονάχος του, έλεγε.
Ερχότανε με το καλάθι γεμάτο.
Έφερνε τον βράχο, τον έσπαζε κομματάκια, γιατί μόνο έτσι βρίσκεις τα λόγια που αρμόζουν, έλεγε, τον ζύμωνε, τον έβαζε μαζί με την πινακωτή στο κρεβάτι και στον ύπνο, περιμένοντας τη λέξη να φουσκώσει, να γίνει.
Έφερνε τη νέα γλώσσα. Άναβε τη φωτιά.
Μαζί με τον πρωινό καφέ πίναμε και τα καινούργια λόγια, τις ιστορίες από τα απόκρυφα δικά της Ευαγγέλια. Η ομορφιά μάς παραμονεύει, έλεγε. Την άπλωνε, την ξάπλωνε πάνω στο ξύλινο τραπέζι, την ξεφύλλιζε, την έκοβε, την έραβε, τη χτένιζε, τη στόλιζε. Μας τραγουδούσε τα τραγούδια της. Μας έντυνε.
Ένα πουκάμισο λευκό, εφτά κορμιά
κανείς δεν το κατάλαβε το Θαύμα της Κανά.
Το φορούσε αυτός που είχε τη χρεία, τη σφίξη, το ζόρι, τον αναγκασμό, τον γάμο, τον γιατρό, το ταξίδι δίχως γυρισμό και όταν έβαζε λουλάκι και ζεστό νερό να πλύνει το ένα, το πουκάμισό μας τ' ακριβό, εφτά λευκά πουκάμισα φτερούγιζαν στον φράχτη και στον ουρανό.
Η Μάνα μου. Το Μάννα μου.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος