@saklas Θέλετε να μας πείτε ότι κάθε τρίτο ασθενή μας πρέπει να τον στέλνουμε σε Ψυχίατρο;
Φυσικά όχι!!
Τα νούμερα στη μελέτη που περιγράφεις απεικονίζουν και τις τάσεις στο γενικό, ενήλικο πληθυσμό, περίπου το 1/3 θα παρουσιάσει σε κάποια φάση της ζωής του κάποιας μορφής ψυχιατρική συμπτωματολογία.
Είναι πρακτικά αδύνατο τέτοιοι αριθμοί να τύχουν όχι ψυχιατρικής αντιμετώπισης αλλά ούτε μιας στοιχειώδους διαχείρισης στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο βάρος.
Είναι επίσης πολύ συζητήσιμο κατά πόσον είναι δόκιμο να παρεμβαίνουμε παντού. Όπως αρκεί μια αλλαγή στις αποδεκτές τιμές της χοληστερόλης για να δημιουργήσει εν μια νυκτί μερικά εκατομμύρια νέους “ασθενείς” υποψήφιους για στατίνες, έτσι αρκεί και μια νέα έκδοση του αμερικανικού DSM ή του ICD της ΠΟΥ για να κάνει το ίδιο. Το είδαμε πρόσφατα με την έκδοση του DSM-V, που επεξέτεινε το εύρος των διαγνωστικών κριτηρίων σε κρίσιμες νοσολογικές οντότητες.
Όσον κι αν φαίνεται περίεργο, στην ψυχιατρική ακόμα και οι διαφορές κουλτούρας μπορεί να παίξουν σημασία στη διάγνωση. Μην το πάμε μακριά, μια κλασσική πηγή διαφωνιών στα ψυχιατρικά συνέδρια και στη βιβλιογραφία είναι το ADHD, η Διαταραχή Υπερκινητικότητας ή/και Ελλειμματικής Προσοχής. Στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη ένα “δύσκολο” παιδί, που “κάνει αταξίες” και δεν “προσέχει στο μάθημα” λίγο θα μας απασχολήσει, αντίθετα, οι αμερικανοί συνάδελφοι θα σπεύσουν με περισσή ευκολία να διαγνώσουν την διαταραχή και να συνταγογραφήσουν αμφεταμίνες. Για σκεφτείτε το λίγο, στην Ελλάδα τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας δεν κυκλοφορούν, με εξαίρεση τη μεθυλφαινιδάτη (Ritalin), που δεν είναι και τυπικά αμφεταμίνη, η οποία εισάγεται από τον ΙΦΕΤ και απαιτεί 2γραμμη συνταγή. Και προσωπικά, σε όλη την Αθήνα ξέρω μόνο δυο (2) συναδέλφους που τη συνταγογραφούν συστηματικά. Αντίθετα, στις ΗΠΑ κυκλοφορεί σωρεία αμφεταμινών, που συνταγογραφούνται ευρέως.
Για να επανέλθω λοιπόν, το να παρουσιάζει κάποιος καταθλιπτικά συμπτώματα δεν σημαίνει ότι πληροί τα κριτήρια της κλινικής κατάθλιψης ή ότι απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση.
Κατά συνέπεια, όχι απλώς
δεν θεωρώ πως ο γιατρός της πρωτοβάθμιας πρέπει να να παραπέμπει τον κάθε ασθενή με ψυχιατρική συμπτωματολογία αλλά, αντίθετα, “υποχρεούται” να
μην το κάνει. Ο γενικός ιατρός είναι -και οφείλει να είναι- ικανός να αντιμετωπίσει έναν σημαντικό αριθμό περιπτώσεων και, εφόσον έχει εμπιστοσύνη στην κρίση και την κλινική του δεξιότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην το κάνει. Ακόμα και σε περιπτώσεις που χρίζουν αντιμετώπιση από ψυχίατρο και πάλι θεωρώ απαραίτητη τη συνεργασία γιατί ο γενικός γιατρός κατά κανόνα θα έχει μεγαλύτερη επαφή με τον ασθενή και το περιβάλλον του και θα αποτελεί το πρώτο σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της αγωγής, την επισήμανση και την αντιμετώπιση παρενεργειών κ.λπ, εφόσον μιλάμε για φαρμακοθεραπεία.
Εκείνο το οποίο ήθελα από την αρχή να επισημάνω και μάλλον παρεξηγήθηκα, είναι ότι ο γενικός ή οικογενειακός ιατρός δεν ασκεί ψυχιατρική, οπότε προφανώς δεν έχει την ανάλογη κλινική εμπειρία, ούτε και παρακολουθεί λεπτομερώς τη σχετική βιβλιογραφία. Δεν είναι παράλογο, ούτε μεμπτό, γι’ αυτό έχουμε και τις ειδικότητες, γι’ αυτό έχουμε τα συνέδρια, γι’ αυτό έχουμε τα σεμινάρια, γι’ αυτό έχουμε τα fora διαλόγου, για να αλληλοενημερωνόμαστε, να ανταλλάσουμε εμπειρίες και να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον.
Καθώς λοιπόν πολύ συχνά (και ορθώς) ο γενικός ιατρός θα βρεθεί υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει και να διαχειρισθεί έναν ψυχιατρικό ασθενή, είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν περιπτώσεις όπου δεν θα κάνει τις optimum θεραπευτικές επιλογές ή, τουλάχιστον, υπάρχουν περιπτώσεις που οι επιλογές αυτές μοιάζουν να μην είναι οι άριστες, όταν τις δω εγώ, αργότερα, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας παρέμβασης.
Αυτά ακριβώς είναι θέματα που πιστευω ότι θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και ευχαριστώ ιδιαίτερα το συνάδελφο που άνοιξε το σχετικό topic.