Καθημερινή, 20/11/2017
Της Λινας Γιανναρου.Συναντηθήκαμε την Πέμπτη 10/11, ημέρα γνωστή και ως «332η μέρα καθαρός». «Ακόμα δεν τον ξεχνάω τον αριθμό. Φίλοι μου από το πρόγραμμα που είχαν συμπληρώσει χίλιες και δύο χιλιάδες μέρες σιγά σιγά τον ξεχνούσαν, έπρεπε να ανοίξουν ημερολόγιο να μετρήσουν. Εγώ όχι ακόμη». Είναι πολύ πρόσφατο ό,τι έγινε. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, ζούσε τη βία της τελευταίας υποτροπής. Ζούσε για να παίζει, αν και το σωστό μάλλον είναι «δεν ζούσε» για να παίζει. «Πέρυσι τέτοια εποχή, είχα πάει ένα ταξίδι στη Ρώμη με φίλους. Και αυτό όπως και όλα μου τα ταξίδια ήταν με άγχος, δεν τα ευχαριστιόμουν, γιατί ποτέ δεν είχα λεφτά. Τα είχα παίξει.
Θυμάμαι στη Ρώμη έδωσα μάχη για να κρατήσω 20 ευρώ για να έχω να παίξω γυρίζοντας. Γυρίσαμε 2 το πρωί. Είχε έρθει να μας πάρει ένας φίλος. Είπα ψέματα ότι θα έμενα στους δικούς μου στην Ηλιούπολη. Με άφησαν εκεί. Από εκεί πήρα σαν το φάντασμα ένα ταξί ώς τη Συγγρού, για να πάω σε ένα βενζινάδικο που έδινες κάτι κωδικούς, πλήρωνες και έμπαιναν τα χρήματα στον λογαριασμό σου στη στοιχηματική. Μου είχαν μείνει 15 ευρώ, είχα δώσει τα 5 στο ταξί. Τα έδωσα κι έμεινα με μηδέν λεφτά μέχρι να ξαναπληρωθώ».
Με τον Ηλία Αναστασιάδη γνωριζόμασταν εξ αποστάσεως, ως συνάδελφοι πάνω κάτω της ίδιας γενιάς. Είχα προσέξει τα ωραία θέματά του που έγραφε στο Oneman, συχνά στη μορφή του longform που ζηλεύαμε εμείς των εφημερίδων. Δεν ήξερα φυσικά –όπως ούτε και οι συνάδελφοί του στο γραφείο– ότι τα περισσότερα από εκείνα τα θέματα γράφονταν «υπό την επήρεια» του τζόγου. «Η εξάρτηση σε κάνει τέλειο ηθοποιό.
Λες φοβερά ψέματα με απίστευτη άνεση, φυσικά και στον εαυτό σου. Ναι, έχω παίξει πολύ δουλεύοντας. Εφευγα από το γραφείο, πήγαινα στο πρακτορείο, γύριζα και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι. Μάλιστα, έχοντας κάτι να “τρέχει” (σ.σ. κάποιο ποντάρισμα), ήμουν και πολύ αποδοτικός στη δουλειά. Ηταν σαν να έχω πάρει τη δόση μου. Είναι μεγάλη ντόπα να παίζεις ενώ δουλεύεις, έχει αδρεναλίνη. Νιώθεις ότι μπορείς να κλείσεις συνέντευξη στον Ομπάμα, ξεφεύγεις. Και όντως καλά πράγματα έγραψα όταν έπαιζα. Είδα όμως στην πορεία ότι τα καλύτερα θέματά μου τα έκανα τις περιόδους που ήμουν καθαρός». (Αναζητήστε τη συνέντευξη με τον Αντώνη Αραβαντινό και το κείμενο για τον επαγγελματία πυγμάχο Δημήτρη Ξερικό.)
Καθαρός έγραψε και το πρώτο του βιβλίο. Η «Δευτέρα» (εκδ. Key Books) είναι η αληθινή ιστορία της εξάρτησής του (και απεξάρτησής του) από τον τζόγο. Και σε ισοπεδώνει σαν άπερκατ του Ξερικού. Από τα 10-11 χρόνια του ο Ηλίας ήταν περίπου κανονικός παίκτης. Είχε μάθει από τον μπαμπά του τα μυστικά του Προ-Πο και πήγαιναν μαζί στο πρακτορείο όπως άλλοι μπαμπάδες πηγαίνουν με τους γιους τους στο γήπεδο.
«Προφανώς έπαιξε τεράστιο ρόλο σε ό,τι έγινε το ότι έπαιζε ο μπαμπάς μου»,
( πιθανώς ακόμη και στο θέμα του τζόγου να υπάρχει και ένας γονιδιακός παράγοντας ) λέει σήμερα. «Αλλά ήταν και του αδελφού μου μπαμπάς και ο αδελφός μου ποτέ δεν έπαιξε. Σε μένα κούμπωσαν διάφορα πράγματα, όπως ότι ήμουν άρρωστος με τα αθλητικά από μικρός. Ο τζόγος είναι σύμπτωμα. Θα μπορούσε να είναι ναρκωτικά ή αλκοόλ». Στα 17 του πήγαινε στο πρακτορείο για στοίχημα με την ίδια επιμέλεια που πήγαινε φροντιστήριο. Τα Σαββατοκύριακα στηνόταν να δει τα ματς. Αν κέρδιζε ήταν χαρούμενος, αν έχανε –που συνήθως έχανε– έπεφτε. Η καταστροφή ήρθε με τον πρώτο λογαριασμό στο Ιντερνετ. Μπροστά του ξεδιπλώθηκε όλος ο κόσμος των τυχερών παιχνιδιών. Αρχισε να ποντάρει σε αγωνίσματα που δεν τα είχε ξανακούσει και να παίζει μπλακ τζακ σαν επαγγελματίας. Μια χαρακτηριστική φορά έπαιζε ώς το πρωί φτάνοντας να κερδίζει 990 ευρώ. Δεν σταμάτησε να παίζει μέχρι που τα έχασε όλα.
«
Το μεγάλο αξίωμα του τζογαδόρου είναι ότι παίζει για να χάσει. Αυτό που σου δίνει την τελική ηδονή είναι η βαριά ήττα. Αυτή θα σε στείλει να παίξεις με ακόμα μεγαλύτερη φόρα». Την τελευταία χρονιά πριν ζητήσει βοήθεια, άρχισε να κρατάει τεφτέρι με τις ήττες και τις νίκες. Ηταν συνέχεια κόκκινο. Ως τότε δεν συνειδητοποιούσε πόσα έχανε. Είχε πάντα δικαιολογίες, ότι ήταν άτυχος, ότι δεν έπαιζε αρκετά λεφτά, οτιδήποτε.
«Μακάρι να έγραφα από την πρώτη μέρα τι έπαιζα να ξέρω τι έχω χάσει, να μπορώ να λέω ένα ποσό. Εχω υπολογίσει πάντως ότι έχω χάσει 150.000 ευρώ. Ενα χιλιάρικο τον μήνα περίπου για 10-15 χρόνια». Για τα 11 από αυτά τα χρόνια, αυτό σήμαινε όλο τον μισθό του. Τον έχανε τις πρώτες μέρες του μήνα, μένοντας με τα απολύτως απαραίτητα. Ή και με τίποτα.
Μέσα στη δίνη μιας μεγάλης χασούρας, ενός «τιλταρίσματος», τη στιγμή ακριβώς που ένιωσε ότι έχει πιάσει πάτο, αναζήτησε το τηλέφωνο του
ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ. Ηταν το πρώτο βήμα, μια κρίσιμη στιγμή διαύγειας μέσα στο μεθύσι. Περιμένοντας φυσικά να έρθει η σειρά του για να μπει στο πρόγραμμα, συνέχισε να παίζει με μεγαλύτερη ορμή. Η λίστα είναι μεγάλη, με μέσον όρο αναμονής τρεις μήνες. «Ακόμα μεγαλύτερη όμως είναι η λίστα όσων έχουν πρόβλημα και δεν το έχουν παραδεχθεί.
Αν με αφήσεις έξω από ένα προποτζίδικο μπορώ να σου πω ποιος έχει πρόβλημα και ποιος όχι. Φαίνεται στο πρόσωπο, στις κινήσεις, είναι ξεκάθαρο.Το πρώτο πράγμα που μας μάθανε μέσα είναι ότι δεν έχει σημασία τι έπαιζες και πόσα έπαιζες. Είχαμε στην ομάδα και αυτόν που έπαιζε στοίχημα και αυτόν που έπαιζε χρηματιστήριο, κάποιον που έχανε ένα χιλιάρικο τη μέρα και άλλον που έχανε 10 ευρώ. Ο εθισμός είναι ίδιος, τα ψέματα είναι ίδια». Το όνειρο όλων των εξαρτημένων είναι να καταφέρουν να ξαναπαίξουν «κανονικά», σαν νορμάλ άνθρωποι.
Απειροελάχιστο ποσοστό τα καταφέρνουν.
Οπως οι αλκοολικοί δεν μπορούν να ξαναπιούν ούτε ένα ποτηράκι, οι εξαρτημένοι από τον τζόγο δεν μπορούν να ξαναπαίξουν ούτε 50 λεπτά.«Εγώ πάντως δεν θέλω να ξαναπαίξω ούτε σαν κανονικός άνθρωπος», λέει. «Απλά θέλω να ’ρθει μια μέρα που θα είναι τόσο τελειωμένο αυτό μέσα μου, που δεν θα το σκέφτομαι, που δεν θα μετράω μέρες. Δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες, μπορεί του χρόνου να παίζω πάλι σαν να μην υπάρχει αύριο. Η προσπάθεια είναι συνεχής.
Πάντα θα έχω εξαρτητικές τάσεις, το θέμα είναι να τις διοχετεύω σε μη επικίνδυνα μέρη. Το πώς στρώθηκα, για παράδειγμα, να γράψω το βιβλίο έχει από πίσω του μια εμμονή. Πάντα θα είναι επικίνδυνο για μένα να μου πουν πάρε τρεις μήνες άδεια από τη δουλειά». Η διαδικασία απεξάρτησης υπήρξε επώδυνη, αλλά σε αυτή έμαθε πολλά για τον εαυτό του, έχτισε την αυτοπεποίθησή του, ξανάπιασε το νήμα της ζωής του, γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους. Χάρη στην εξάρτησή του έγραψε το πρώτο του βιβλίο. «Αν μπορούσες, θα διάλεγες να μην έχει συμβεί τίποτα από όλα αυτά;» τον ρωτάω στο τέλος. Το σκέφτεται αρκετά και απαντά απλά: «Ναι».
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος