Θέματα Εργασίας > Εργασία στον ιδιωτικό τομέα (αυτοαπασχόληση)
Εισφορές, φόροι αλλάζουν την αγορά εργασίας.
(1/1)
Argirios Argiriou:
06-02-2017 Καθημερινή.
Θανάσης Τσίρος.
Οι καταγγελίες της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων για παράνομες πληρωμές εργαζομένων με… κουπόνια αντί χρημάτων, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Η εκτόξευση του κόστους απασχόλησης λόγω αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών φέρνει τα πάνω-κάτω στις σχέσεις εργαζόμενου-εργοδότη. Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν το «μη μισθολογικό κόστος» –δηλαδή το ποσό που καταλήγει στο κράτος υπό μορφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών– οι εργοδότες καταφεύγουν ήδη σε διάφορες «λύσεις», οι οποίες κινούνται στα όρια του νόμου ή και πέρα από αυτά:
• Μισθωτοί καλούνται με ατομικές συμβάσεις να μειώσουν τον «φανερό» μισθό τους στο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο που προβλέπει ο νόμος (586 ευρώ) και να εισπράξουν τα υπόλοιπα… κάτω από το τραπέζι.
• Συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μετατρέπονται –στα χαρτιά– σε μερικής με τη διαφορά –εφόσον υπάρχει– να καταβάλλεται στον εργαζόμενο επίσης με «μαύρα».
• Η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το «εισόδημα» για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες άνοιξε μια ακόμη «κερκόπορτα» στο σύστημα: η απασχόληση με «μπλοκάκι» είναι φθηνότερη για τον εργοδότη συγκριτικά με την υπογραφή σύμβασης αορίστου χρόνου, καθώς στη μία περίπτωση οι ασφαλιστικές εισφορές ξεπερνούν το 41%, ενώ στη δεύτερη μπορούν να περιοριστούν ακόμη και κάτω από το 27%.
• Η πραγματοποίηση «εικονικών» προσλήψεων με μοναδικό στόχο τη μείωση τόσο των φορολογητέων κερδών όσο και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η μαζική εφαρμογή τέτοιων πρακτικών θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, καθώς ενώ η ανεργία θα εμφανίζεται να μειώνεται –κυρίως μέσω της δημιουργίας θέσεων μερικής απασχόλησης ή εικονικών προσλήψεων– δεν θα καταγράφεται η ανάλογη αύξηση στα κρατικά ταμεία από ασφαλιστικές εισφορές. Αυτό που έχει σημασία για το ασφαλιστικό σύστημα και τη βιωσιμότητά του δεν είναι μόνο ο αριθμός των απασχολουμένων και των ανέργων αλλά και οι αμοιβές για τις οποίες ασφαλίζονται οι απασχολούμενοι. Ηδη τα στοιχεία δείχνουν συνεχή μείωση του μέσου όρου των αποδοχών, φαινόμενο που αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο χρονικό διάστημα κυρίως λόγω του ότι η μερική απασχόληση καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά εργασίας.
Τα συνεχιζόμενα προβλήματα ρευστότητας ωθούν τις επιχειρήσεις στο να αναζητούν συνεχώς τρόπους μείωσης των «ανελαστικών δαπανών» και κυρίως των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, η μη έγκυρη καταβολή των οποίων οδηγεί και στη στέρηση της φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Με αυτό το δεδομένο, περιπτώσεις όπως αυτές που περιγράφονται στη συνέχεια, εφαρμόζονται ολοένα και περισσότερο στην αγορά:
• Για να αμειφθεί ένας εργαζόμενος με 1.000 ευρώ τον μήνα καθαρά και να εμφανίσει όλο το ποσό στη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει 1.655 ευρώ τον μήνα 23.170 ευρώ σε ετήσια βάση. Από αυτό το ποσό, τα 14.000 ευρώ εισπράττει ο εργαζόμενος και τα υπόλοιπα 9.170 ευρώ τον μήνα αποδίδονται από τον εργοδότη στο κράτος ως φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Αν ο ίδιος εργαζόμενος υπογράψει την ατομική σύμβαση και δεχτεί να αμείβεται φανερά με 492 ευρώ (είναι τα καθαρά που αντιστοιχούν στον βασικό μισθό των 586 ευρώ μεικτά) τότε το ετήσιο κόστος για τον εργοδότη θα περιοριστεί από τα 23.170 ευρώ στα 10.255 ευρώ, ενώ ο εργαζόμενος θα παίρνει στα χέρια του 6.888 ευρώ. Προφανώς ο εργοδότης που εξοικονομεί περίπου 13.000 ευρώ, έχει κάθε περιθώριο όχι μόνο να αναπληρώσει το χαμένο εισόδημα του εργαζόμενου με «μαύρα» (σ.σ. υπολείπονται περίπου 7.000 ευρώ λόγω της μείωσης των αποδοχών στη σύμβαση), αλλά και να «μοιραστεί» μαζί του το «κέρδος» που προκύπτει από τη συμπίεση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στον μισθό των 1.000 ευρώ καθαρά, η ετήσια δαπάνη για φόρους και εισφορές είναι 9.170 ευρώ, με τον καθαρό μισθό των 492 ευρώ, το ποσό πέφτει στα 3.367 ευρώ.
• Οι προσλήψεις «μαϊμού» είναι άλλη μια μέθοδος που κερδίζει έδαφος. Ανεργοι –συνήθως συγγενικά πρόσωπα– εμφανίζονται στις μισθολογικές καταστάσεις προσωπικών ή ατομικών εταιρειών συνήθως ως μερικώς απασχολούμενοι. Το πραγματικό κόστος για την επιχείρηση είναι μόνο η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών. Για μια συνηθισμένη σύμβαση μερικής απασχόλησης, το κόστος ανέρχεται περίπου στα 160 ευρώ τον μήνα. Ενώ όμως ο εργοδότης επιβαρύνεται στην πράξη με 2.240 ευρώ τον χρόνο, εγγράφει στα βιβλία του ως δαπάνη το ποσό των 7.000 ευρώ και γλιτώνει ακόμη και πάνω από 4.000 ευρώ σε φόρους της επιχείρησης αλλά και ασφαλιστικές εισφορές, δεδομένου ότι το άθροισμα των κρατήσεων για φόρο, εισφορά αλληλεγγύης και ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχεί πλέον ακόμη και στο 60% επί των κερδών.
Αυξάνεται η μερική απασχόληση, μειώνονται οι μισθοί
Οι εργαζόμενοι που συμβιβάζονται με αιτήματα των εργοδοτών για μείωση των ονομαστικών τους αποδοχών ή για μετατροπή των συμβάσεων από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, ή ακόμη και για συνέχιση της συνεργασίας με «μπλοκάκια» είναι δεδομένο ότι απεμπολούν δικαιώματα: όσο χαμηλότερες είναι οι αμοιβές που δηλώνονται τόσο μικρότερη θα είναι και η σύνταξη που θα προκύψει στο μέλλον, καθώς βάσει του νέου τρόπου υπολογισμού, λαμβάνονται υπόψη όλες οι αποδοχές για το σύνολο του εργασιακού βίου. Με τη μερική απασχόληση εξασφαλίζονται λιγότερα ένσημα, ενώ η απασχόληση με μπλοκάκι στερεί από τον εργαζόμενο δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης κ.λπ. Από την άλλη, πολλά από τα πλεονεκτήματα του να διατηρήσει ένας εργαζόμενος μια θέση πλήρους απασχόλησης έχουν ατονήσει, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να είναι πιο επιρρεπής στην υποχώρηση, ειδικά αν βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα «ή δέχεσαι ή απολύεσαι».
Το ίδιο το νέο ασφαλιστικό λειτουργεί αποτρεπτικά για κάποιον ο οποίος θέλει να εμφανίσει υψηλές αποδοχές για να εξασφαλίσει μια καλύτερη σύνταξη. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο εργαζόμενος που θα αμείβεται για 20 χρόνια με μισθό αντίστοιχο του σημερινού βασικού (δηλαδή 586 ευρώ) θα εισπράξει καθαρή σύνταξη της τάξεως των 445 ευρώ. Αντίθετα, ο εργαζόμενος που θα ασφαλίζεται για αποδοχές 1.000 ευρώ για 20 χρόνια, θα εισπράξει σύνταξη 505 ευρώ. Δηλαδή, ο εργαζόμενος που για 20 χρόνια θα πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές (επιβαρύνοντας με ανάλογες εργοδοτικές εισφορές και τον εργοδότη του) επί ενός διπλάσιου μισθού, θα εισπράξει μια σύνταξη η οποία θα είναι μόλις 13,5% μεγαλύτερη (σ.σ. το ποσοστό μεταφράζεται σε μόλις 55 ευρώ).
Οσον αφορά τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης –βάσει των οποίων γίνονται οι έξι στις 10 νέες προσλήψεις– εξασφαλίζουν στον εργαζόμενο 22 ένσημα σε μηνιαία βάση αντί για 25 ένσημα που αντιστοιχούν σε μια σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Ουσιαστικά, ο μερικώς απασχολούμενος χάνει περίπου έναν χρόνο συντάξιμο στη 10ετία. Σε επίπεδο σύνταξης, αυτός ο ένας επιπλέον χρόνος ανά δεκαετία, δεν έχει πρακτικά κανένα οικονομικό αντίκρισμα. Με 20 χρόνια προϋπηρεσία και συντάξιμες αποδοχές των 1.000 ευρώ, η σύνταξη βγαίνει στα 505 ευρώ. Με 22 χρόνια ανεβαίνει απλώς στα 521 ευρώ.
Το χαμηλότερο κόστος για τον εργοδότη αλλά και οι περιορισμένες απώλειες για τον εργαζόμενο (ειδικά αν του προσφέρεται και συμπλήρωμα αποδοχών με «μαύρα») είναι και οι βασικοί λόγοι για τους οποίους παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση στις προσλήψεις με μερική απασχόληση. Τα στατιστικά στοιχεία που έχουν προκύψει από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων που υποβάλλονται στο ΙΚΑ δείχνουν ραγδαία αύξηση στον αριθμό των μερικώς απασχολουμένων και ταυτόχρονη μείωση των μέσων αμοιβών. Ετσι, κατά τον μήνα Απρίλιο του 2016 (σ.σ. αυτά είναι και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που δημοσίευσε το ΙΚΑ πριν μετατραπεί σε ΕΦΚΑ) είχαν καταμετρηθεί 558.150 συμβάσεις μερικής απασχόλησης, αριθμός κατά 97% μεγαλύτερος συγκριτικά με τον Ιούλιο του 2010. Στην ίδια περίοδο, ο μισθός των μερικώς απασχολουμένων έχει υποχωρήσει κατά 36%, για να προσγειωθεί από τα 620 ευρώ τον Ιούλιο του 2010, κάτω από τα 400 ευρώ.
Σε πτωτική τροχιά κινείται και ο μέσος μισθός των πλήρως απασχολουμένων. Η μέση μηνιαία αμοιβή για όσους απασχολούνται με 8ωρο έχει υποχωρήσει πλέον κάτω από τα 1.200 ευρώ, ενώ οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης ανέρχονται σε περίπου 1,37 εκατ. ευρώ.
Εκτόξευση κόστους
Αύξηση του καθαρού μισθού κατά 100% (από τα 500 στα 1.000 ευρώ) μεγαλώνει την υποχρέωση καταβολής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών κατά 169% (από τα 243 ευρώ στα 655 ευρώ). Εργαζόμενος με καθαρές αποδοχές 1.500 ευρώ τον μήνα κοστίζει στον εργοδότη (ετησίως) 37.992 ευρώ και εργαζόμενος με καθαρές αποδοχές 3.000 ευρώ, κοστίζει 98.857 ευρώ
Τι ισχύει με το μπλοκάκι
Μεικτή αμοιβή με «μπλοκάκι» της τάξεως των 1.000 ευρώ τον μήνα εξασφαλίζει στον εργαζόμενο καθαρές αποδοχές 10.428 ευρώ τον χρόνο, αλλά ο εργοδότης πληρώνει περίπου 14.200 ευρώ ετησίως. Για τις ίδιες καθαρές αποδοχές με σύμβαση αορίστου χρόνου, το εργοδοτικό κόστος ανεβαίνει περίπου κατά 2.000 ευρώ στα 16.200 ευρώ.
Απώλειες για Δημόσιο
Με βάση τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, σε σύνολο 1.702.524 εργαζομένων, μόλις το 8,46% δηλώνει μεικτές αποδοχές άνω των 2.000 ευρώ μηνιαίως. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2015 ήταν 8,97%, στοιχείο που αποδεικνύει τη φθίνουσα πορεία στις προσλήψεις με υψηλές αμοιβές. Για να αναπληρώσει, όμως, το Δημόσιο μια χαμένη πρόσληψη με μεικτές αμοιβές 3.000 ευρώ, χρειάζεται… 24 προσλήψεις μερικής απασχόλησης ή 17 προσλήψεις με τον βασικό μισθό των 586 ευρώ.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή Είσοδος
Argirios Argiriou:
10/11/2018 Καθημερινή.
Ρουλα Σαλουρου.
Νέο ασφαλιστικό τοπίο για 250.000 ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολουμένους και αγρότες διαμορφώνει από την 1η Ιανουαρίου 2019 το ασφαλιστικό σχέδιο νόμου, που πήρε τον δρόμο προς τη Βουλή. Πρόκειται για τη 2η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης, που περιέχει θετικές διατάξεις και αναμένεται να συζητηθεί και να ψηφιστεί με «πανηγυρικό» και προεκλογικό τόνο, όπως συνέβη και με τα αναδρομικά των ενστόλων και των ειδικών μισθολογίων. Με τα πρώτα 7 άρθρα του σχεδίου νόμου άλλωστε (από τα συνολικά 37), αλλάζει το σκηνικό των εισφορών για τους μη μισθωτούς, με εισόδημα πάνω από 7.032 ευρώ, καθώς οι εισφορές τους για κύρια ασφάλιση μειώνονται από 200 έως και 4.690 ευρώ τον χρόνο. Με άλλες διατάξεις του σχεδίου νόμου, ρυθμίζονται θέματα διοικητικού χαρακτήρα, προβλέπεται η αύξηση των τμημάτων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, δίνεται η δυνατότητα στον ΟΑΕΔ να καλύπτει το κόστος της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων με τα μέσα μαζικής μεταφοράς μέσω ειδικών προγραμμάτων και εξομοιώνονται οι εργαζόμενοι στα δύο ελεγκτικά σώματα του υπουργείου Εργασίας, το ΣΕΠΕ και τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα Ασφάλισης (ΠΕΚΑ).
Αναλυτικά, από 1/1/2019 το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης διαμορφώνεται από 20% σε 13,3% για τους πρώην ασφαλισμένους σε ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ. Προσοχή όμως, όπως ορίζεται ρητά στο νομοσχέδιο που παρουσιάζει σήμερα η«Κ», η ελάχιστη μηνιαία εισφορά για τον συγκεκριμένο κλάδο δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (117,22 ευρώ).
Με αίτησή τους προς τον ΕΦΚΑ, οι ασφαλισμένοι θα μπορούν οποτεδήποτε να επιλέξουν ανώτερη βάση υπολογισμού των ποσοστιαίων εισφορών από εκείνη που προκύπτει βάσει του μηνιαίου εισοδήματός τους. (πλάκα, μας κάνουν; Ποιος θα θελήσει να το κάνει αυτό ;;;;; ) Στην επιλογή του ασφαλισμένου, παραμένει και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα εισφέρει αυξημένες εισφορές. Η εφαρμογή της νέας βάσης υπολογισμού αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει αυτοδικαίως, οποτεδήποτε προκύψει ανώτερη βάση υπολογισμού βάσει του μηνιαίου εισοδήματος, καθώς και από τον επόμενο μήνα από την ανάκληση της αίτησης.
Ξεκαθαρίζεται, επίσης, πως αν ο ασφαλισμένος επιλέξει να καταβάλλει υψηλότερη εισφορά, δεν θα εφαρμόζονται οι εκπτώσεις 5% - 50% του νόμου Κατρούγκαλου για τους αυτοαπασχολουμένους του ΕΤΑΑ. Για τους λοιπούς, που θα καταβάλλουν την υποχρεωτική εισφορά, οι εκπτώσεις διατηρούνται ως έχουν σήμερα, δηλαδή επί του αθροίσματος των εισφορών για κύρια σύνταξη και για υγεία.
Για τους αυτοαπασχολουμένους του πρώην ΕΤΑΑ (άρθρο 2), από την 1η Ιανουαρίου 2019 καταργούνται οι εκπτώσεις που προβλέπονταν για την πρώτη 5ετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση. Και αυτό, γιατί η μηνιαία εισφορά καθορίζεται επίσης στο 13,3%, ήτοι χαμηλότερα από τις μέχρι πρότινος προβλεπόμενες. Διατηρείται όμως η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού. Προσοχή: Οι εκπτώσεις που ίσχυσαν τη διετία 2017-2018 εξακολουθούν να θεωρούνται ασφαλιστικές οφειλές και προβλέπεται η επιστροφή τους.
Τι ισχύει για αγρότες, η επικούρηση και η ρύθμιση χρεών
Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους αγρότες (άρθρο 3) από την 1/1/2022 και μετά διαμορφώνεται σε 13,33% επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Στη μεταβατική περίοδο που ισχύει έως το 2022 οι εισφορές διαμορφώνονται σε 12% το 2019, 12,67% το 2020, 13% το 2021 και φθάνουν στο 13,3% το 2022. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού. Η ελάχιστη μηνιαία εισφορά για το 2019 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 18% επί του κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος, το 2020 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19% επί του ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος, το 2021 δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 19,5% του κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος και από 1/1/2022 και μετά δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του ανωτέρω ορισθέντος κατώτατου ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος.
Οι εισφορές εφάπαξ και επικούρησης για τους μη μισθωτούς, επανακαθορίζονται αναδρομικά, από την 1/1/2017 ανεξαρτήτως εισοδήματος. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον κλάδο εφάπαξ παροχών ορίζεται σε ποσοστό 4% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Επίσης, προβλέπεται ότι το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ ορίζεται έως τον Μάιο του 2019 σε ποσοστό 7%, από 1/6/2019 έως 31/5/2022 σε ποσοστό 6,5% και από 1/6/2022 και μετά σε ποσοστό 6%, υπολογιζόμενων όλων των ανωτέρω ποσοστών επί της ίδιας ως άνω μειωμένης βάσης υπολογισμού. Με άλλη διάταξη στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας προβλέπεται η ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, από το 2016 και μετά, των κλάδων υγείας των πρώην Ταμείων προς ασφαλισμένους, αλλά και γιατρούς και παρόχους. Η διαδικασία θα ισχύσει έως το τέλος του 2019 και προβλέπει 100% εξόφληση προς τους ασφαλισμένους-ασθενείς. Αντιθέτως, στους ιδιώτες και παρόχους προβλέπονται εκπτώσεις από 5% έως και 45%. Οφειλές προς παρόχους υπηρεσιών υγείας που εκκαθαρίζονται με τις διατάξεις της επίμαχης ρύθμισης συμψηφίζονται με τυχόν ληξιπρόθεσμες κάθε είδους οφειλές αυτών προς τον ΕΦΚΑ, πλην των ρυθμισμένων. Μάλιστα, όπως αναφέρεται, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της εν λόγω διάταξης εκκαθαρίζονται και πληρώνονται εξαιρετικά κατά παρέκκλιση των περί παραγραφής διατάξεων.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή Είσοδος
Ορθοπαιδικός:
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή Είσοδος...Οι εισφορές εφάπαξ και επικούρησης για τους μη μισθωτούς, επανακαθορίζονται αναδρομικά, από την 1/1/2017 ανεξαρτήτως εισοδήματος. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στον κλάδο εφάπαξ παροχών ορίζεται σε ποσοστό 4% υπολογιζόμενο επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. ...
--- Τέλος παράθεσης ---
Επειδή αυτά τα χρωστάμε (δεν έχει ζητηθεί ακόμα ούτε το 2017 σε μη μισθωτούς): με την άνω ρύθμιση θα πληρώνουμε περίπου 23.5 ευρώ (4% των 586 ευρώ του κατώτατου βασικού μισθού για την ώρα βέβαια, αν ποτέ αυξηθεί) μηνιαίως. Δεν είναι άσχημα... (για λεφτά που θα χαθούν).
Στο ΤΣΑΥ, στην 3η ασφαληστρική κατηγορία (που μας έβαλαν το 2016) πληρώναμε πρόνοια (εφάπαξ) 40.4 γιούργια. Στην πρώτη κατηγορία (προ 2011) ήταν 27.7. Δηλαδή θα πληρώνουμε τώρα λιγότερα απ' ότι προ της "κρίσης". Περίεργα αλλά καλοδεχούμενα πράγματα...
Επισυνάπτεται πίνακας εισφορών (πάλαι ποτέ) ΤΣΑΥ για Ν/Α.
Argirios Argiriou:
08/06/2019
Με δίμηνη καθυστέρηση, λόγω των επικείμενων πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, θα έρθουν τα τελικά "χαράτσια" του 2018. Η κυβέρνηση, φοβούμενη αντιδράσεις, μεταθέτει την ανάρτηση των ειδοποιητηρίων για τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών για το 2018.
Έτσι, οι επαγγελματίες θα μάθουν τις τελικές εισφορές που πρέπει να καταβάλουν προς τα ασφαλιστικά ταμεία, με βάση το εισόδημα το οποίο δήλωσαν το 2017, τον ερχόμενο Ιούλιο. Συνεπώς, θα κληθούν να αρχίσουν την εξόφλησή τους από τα τέλη του εν λόγω μήνα.
Αυτό αναφέρουν ως βασικό σενάριο πηγές του "Κεφαλαίου" από τον ΕΦΚΑ, εξηγώντας πως ο υπολογισμός των εισφορών με βάση το εισόδημα του 2017 και ο συμψηφισμός τους με τις εισφορές που υπολογίστηκαν με βάση το εισόδημα του 2016 θα έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του τρέχοντος μηνός και τα "ραβασάκια" με τις τελικές περσινές οφειλές θα εμφανιστούν στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες μέσα Ιουλίου...
Παρενέργειες στη ρύθμιση
Η εν λόγω "προεκλογική" απόφαση έχει σοβαρές παρενέργειες και στη ρύθμιση οφειλών σε 120 δόσεις, για την οποία έχει ήδη ανοίξει η σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΕΦΚΑ. Και αυτό γιατί οι οφειλέτες θα πρέπει είτε να ρυθμίσουν τα προσωρινά χρέη (υπολογισμένα με βάση το εισόδημα του 2017) και έπειτα να αλλάξουν τη ρύθμιση, είτε να πληρώσουν τις διαφορές που προκύπτουν από τα χρεωστικά υπόλοιπα που θα προκύψουν από την τελική εκκαθάριση, είτε να περιμένουν την τελική εκκαθάριση και έπειτα να τα ρυθμίσουν...
Στελέχη του υπ. Εργασίας αποδίδουν αυτή τη δίμηνη καθυστέρηση (πέρσι η εκκαθάριση των εισφορών του 2017 είχε ολοκληρωθεί για τη μεγαλύτερη μερίδα των μη μισθωτών ήδη από τον Μάιο) στον μεγάλο όγκο εργασιών του αρμόδιου φορέα, δηλαδή της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ). Ωστόσο, άλλες πηγές στα Ταμεία βλέπουν πίσω από αυτήν την παράταση τη βούληση της κυβέρνησης να μην έρθει προεκλογικά σε σύγκρουση με τους επαγγελματίες, υπό την απειλή της απώλειας της ασφαλιστικής ενημερότητας και ικανότητας.
Οι επαγγελματίες για τους οποίους φτάνει τον ερχόμενο μήνα η ώρα του "λογαριασμού" είναι εκείνοι που είτε δεν κατέβαλαν καμία εισφορά πέρσι, είτε κατέβαλαν ένα ποσό "έναντι" οφειλών, είτε –τέλος– κατέβαλαν εισφορές κατώτερες από εκείνες που θα έπρεπε με βάση το εισόδημα του 2017, καθώς αρχικά είχαν υπολογιστεί με βάση το εισόδημα του 2016. Στην τελευταία κατηγορία υπόχρεων επαγγελματιών ανήκουν όσοι δήλωσαν το 2017 υψηλότερο εισόδημα σε σχέση με το εισόδημα του 2016.
Σε 5 δόσεις η εξόφληση
Για τις τρεις παραπάνω κατηγορίες αυτασφαλισμένων θα προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο πρέπει να εξοφληθεί σε 5 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, παράλληλα με τις τρέχουσες εισφορές.
Η πρώτη δόση αναμένεται πως πρέπει να καταβληθεί τέλος του ερχομένου Ιουλίου, ενώ η τελευταία στα τέλη του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Οι εν λόγω οφειλέτες θα πρέπει "πάση θυσία" να καταβάλουν τις εκκαθαρισμένες εισφορές του 2018 παράλληλα με τις τρέχουσες εισφορές. Διαφορετικά, δεν θα είναι ασφαλιστικά ενήμεροι, ούτε ασφαλιστικοί ικανοί (δηλ. θα χάσουν την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).
Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν πριν από την ανάρτηση των ειδοποιητηρίων των εκκαθαρισμένων εισφορών του 2018 κάποιος επαγγελματίας έχει εντάξει τις προ του 2018 (π.χ. του 2017, του 2016 κ.λπ.) οφειλές του στη ρύθμιση των 120 δόσεων και δεν πληρώνει κάθε μήνα –για το διάστημα Ιουλίου-Νοεμβρίου 2019– τη μηνιαία δόση για την εξόφληση των εκκαθαρισμένων εισφορών του 2018, τότε θα χάσει τη ρύθμιση αυτή.
Τι ισχύει για τα πιστωτικά υπόλοιπα
Αν, από την άλλη πλευρά, το υπόλοιπο προκύψει αρνητικό (πιστωτικό), αυτό θα πρέπει να επιστραφεί στον δικαιούχο του. Δεν θα επιστραφεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
- Αν έχει παλιότερες οφειλές.
- Αν το πιστωτικό υπόλοιπο δεν ξεπερνά τα 50 ευρώ, θα παραμείνει στον ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου.
- Αν ο ίδιος δικαιούχος του πιστωτικού υπολοίπου επιλέξει να το "αποταμιεύσει" στον λογαριασμό του.
(ΣΑ 8/6/19)
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή Είσοδος
Πλοήγηση
[0] Λίστα μηνυμάτων
Μετάβαση στην πλήρη έκδοση