Centurion
Critical clinical decision making
«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε. Και γνους από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Κατά Μάρκον, ιε 44-45)
Ο κεντυρίων ίσως άφησε το σκαρφαλωμένο στις πλαγιές της Αίτνας χωριό του για να κάνει καριέρα στις λεγεώνες. Ο κεντυρίων ίσως δεν είχε βύσμα συγκλητικό και πήρε μετάθεση στα σύνορα. Καταταγείτε, τους έλεγαν. Ο κεντυρίων ίσως ήταν και νέος και πήρε και τις βάρδιες του Πάσχα.
Παραμονές του Πάσχα, συνήθως είναι ήσυχα. Αλλά αυτού του έτυχε η εκτέλεση ενός Εβραίου clochard. Κι ένα μανιασμένο πλήθος που παραληρεί. Ανεβαίνοντας το Γολγοθά, λουσμένος στον ιδρώτα και πασπαλισμένος με τη σκόνη της ακυβέρνητης πολιτείας, σκέφτεται την πατρίδα του και την καλή του, που δεν μπορεί μήνες τώρα να τις δει, αφού το (υποστελεχωμένο) τμήμα του είναι σε μόνιμη ετοιμότητα. Εδώ είναι Μέση Ανατολή, δεν είναι ούτε Βαλκάνια ούτε παίξε γέλασε. Ο κεντυρίων περιμένει πώς και πώς να περάσουνε οι ώρες, να τον σκαντζάρουνε.
Εκεί απάνω, τον φωνάζει ο διοικητής. Ο διοικητής δεν είναι πόντιος, όπως πολλοί νομίζουν. Γερμανός είναι και θέλει όλα να γίνονται στην εντέλεια. Και λίγο ψυχαναγκαστικό, τον λες. Άμα βρει τα σκούρα, έχει τη λεκάνη πρόχειρη, πλένεται και ξαναπλένεται, γιατί βενζοδιαζεπίνες τότε δεν είχανε. Ο διοικητής τον ρωτάει «ει πάλαι απέθανε». Οβολό δεν δίνει ο κεντυρίων για τον clochard. Να κι αν πέθανε, να κι αν δεν πέθανε. ΑΛΛΑ: δεν έχει περιθώριο λάθους. Για κάτι τόσο ασήμαντο γι’ αυτόν, δεν έχει περιθώριο λάθους. Είναι ο πιστοποιών, ο γνωματεύων, ο βεβαιών. Οπωσδήποτε, ιατροδικαστής δεν είναι. Μα την έχει κάνει κι άλλες φορές τη δουλειά, έχει πείρα. Πριν ανοίξει το στόμα του, πρέπει να το σκεφτεί καλά: απέθανε; Από τα χείλια του κρέμεται ολόκληρη η ανθρωπότητα, τα όνειρα κι οι ελπίδες της. Αν κάνει λάθος, δεν υπάρχει σωτηρία, ο Άδης είναι ανίκητος, κι ο Μεσσίας δεν φάνηκε ακόμα. Γιατί, αν δεν απέθανε, πώς θα εγερθεί;
Αλλά ο κεντυρίων, εκείνη ακριβώς την ώρα, αυτά ούτε που τα φαντάζεται. Και μπορεί, σαράντα χρόνια μετά, όταν τα λιοντάρια κολατσίζανε γυναικόπαιδα στις αρένες, να στεκότανε μπροστά στον καθρέφτη και να ρωτούσε: ρε συ, λες να μην είχε πεθάνει;
Πάντως ο κεντυρίων άλλη φορά δεν ξαναπήρε βάρδια το Πάσχα. Μόνο σήκωνε στις πλάτες του τη μοίρα του κόσμου και βλαστήμαγε και τη δουλειά του και τις λεγεώνες και τους ψυχαναγκαστικούς διοικητές. Μήπως ήξερε κι αυτός, μετά από το ξενύχτι, τη δίκη, το εξάωρο κάτω από τον καυτό ήλιο, την έκλειψη και το σεισμό, μήπως ήξερε αν ο clochard πέθανε; Καταταγείτε, τους έλεγαν…
Και πάλι καλά που ο βίος είναι βραχύς, και ο εκατόνταρχος δεν πρόλαβε να δει τους ρωμαϊκούς αετούς να ξεψυχάνε σημαδεμένοι από τον αναδυόμενο σταυρό.
Και κανείς δεν έμαθε ποτέ αν πήρε και τα ρεπό του.