16/06/2020 Καθημερινή.
Του Ηλία Μαγκλίνη.
Λειψία, 1868. Ο 24χρονος Φρειδερίκος Νίτσε κάνει ένα πέρασμα από το βιβλιοπωλείο. Ενα συγκεκριμένο βιβλίο τού τραβάει την περιέργεια. Το ανοίγει και διαβάζει την εναρκτήρια πρόταση:
«Ο κόσμος είναι η παράστασή μου». Ο νεαρός Νίτσε κλονίζεται. Αυτή, μου λέει ο Βασίλειος Βερτουδάκης, επίκουρος καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι μια κομβική στιγμή στη ζωή του νεαρού φιλολόγου που ήταν ο Νίτσε: η ανάγνωση του εμβληματικού φιλοσοφικού έργου
«Ο κόσμος ως θέληση και ως παράσταση» του Αρθούρου Σοπενχάουερ.
Οι περισσότεροι ταυτίζουμε τόσο πολύ τον Νίτσε με τη φιλοσοφία, που ξεχνάμε (ή δεν ξέρουμε καν) πως ήταν καθαρός φιλόλογος, προερχόμενος μάλιστα από τη σκληροπυρηνική φιλολογική σχολή της Βόννης, η οποία επέμενε στη «φιλολογία της λέξης»: αυστηρή γλωσσική ανάλυση, εξαντλητική ανάλυση της γραμματικής, του συντακτικού κτλ.
Με την ανάγνωση του Σοπενχάουερ, επιβεβαιώθηκε η υποψία του ανήσυχου Νίτσε ότι η φιλολογία δεν μπορεί παρά να συγγενεύει με άλλες επιστήμες. Οτι και η φιλολογία έχει ανάγκη από μιαν υπέρβαση.
«Εδώ είχαμε λοιπόν», τονίζει ο κ. Βερτουδάκης, «έναν κλονισμό με τον φιλολογικό εαυτό του». Ηταν, με άλλα λόγια, η ώρα της υπέρβασης και για τον νεαρό που αργότερα θα έγραφε το περίφημο
«Γίνε αυτό που είσαι».
Ο Βασίλειος Βερτουδάκης τιμήθηκε πρόσφατα με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην κατηγορία απόδοσης έργου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας για τη μετάφραση του έργου «Ερωτικαί Επιστολαί» του Αρισταίνετου (εκδ. Gutenberg).
Αφορμή για να τον συναντήσω, κάμποσο καιρό πριν, ήταν, από τη μία, η εκπληκτική εργασία του πάνω στον απολαυστικό Αρισταίνετο, αλλά και η φρέσκια έκδοση μιας ακόμα σημαντικής μετάφρασής του, τούτη τη φορά από τα γερμανικά: «Για τη φιλολογία. Θέσεις και αφορισμοί» του Νίτσε, από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Ετσι, η συζήτησή μας είχε ως σημείο αφετηρίας τον φιλόλογο Νίτσε και η πρώτη μου ερώτηση είχε να κάνει με τη φαινομενικά περίεργη αυτή επιλογή του κ. Βερτουδάκη: ο
Νίτσε, αυτός ο σπαρακτικός πρόδρομος του υπαρξισμού, το όνομα του οποίου ατυχώς συνδέθηκε αργότερα με τον ναζισμό, ο παθιασμένος με τον Βάγκνερ και δεινός μελετητής του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου στην αρχαία τραγωδία, απλώς ένας φιλόλογος;
«Αυτή είναι διεθνώς η πρώτη ανθολογία κειμένων του Νίτσε πάνω στη φιλολογία», με πληροφορεί ο κ. Βερτουδάκης. «Εχουν γραφτεί τα πάντα για τον Νίτσε και τις γυναίκες, την ηθική, την αρχαία Ελλάδα, τις γραφομηχανές – αλλά όχι για τη φιλολογία. Που είναι αυτό που σπούδασε και τον ανέδειξε. Οταν όμως διάβασε αυτό που γράφει ο Σοπενχάουερ, ότι ο κόσμος που βλέπω είναι αυτό που περνάει μέσα από τη συνείδησή μου, κάτι μετατοπίστηκε με σεισμικό τρόπο μέσα του. Ο Σοπενχάουερ έγινε ο ένας του θεός, ο άλλος ήταν ο Βάγκνερ. Το 1872 γράφει το περίφημο “Η γένεση της τραγωδίας”, βαγκνερικής πνοής κείμενο, όμως το 1876 γίνεται “πατροκτόνος”, απελευθερώνεται από την επίδρασή τους. Η ανθολογία μου καλύπτει τα είκοσι πιο δημιουργικά χρόνια του Νίτσε, όπου βλέπουμε ότι και όταν έγραφε περί φιλολογίας, το έκανε με το ίδιο πάθος, με αυτή την αφοριστική γραφή που πολύ γρήγορα έγινε η σφραγίδα του».
«Υπόδουλοι της ταχύτητας»
Ξεχωρίζω έναν αφορισμό από το βιβλίο: το 1870 ο Νίτσε γράφει πως «έχουμε γίνει υπόδουλοι της ταχύτητας». Σκέφτομαι: αν αυτό ίσχυε τότε, τι θα πρέπει να πούμε για το σήμερα; Ο κ. Βερτουδάκης γελάει. «Πράγματι, αλλά βλέπετε ο Νίτσε “βλέπει” μέσα στον 19ο αιώνα όλον τον 20ό! Γι’ αυτό και διαβάζεται έως σήμερα με τόσο φανατισμό. Για τον Νίτσε,
η φιλολογία είναι η τέχνη της αργής ανάγνωσης. Ο Νίτσε βρίσκει στη φιλολογία ένα μέσον αντίστασης στη βιασύνη της νεωτερικότητας, η οποία τρέχει συνεχώς να προλάβει το καινούργιο. Ο Νίτσε είναι πιστός στο αργό τέμπο έναντι της ταχύτητας που φέρνει μαζί της –τότε– η βιομηχανική εποχή και σήμερα, για εμάς, η τεχνολογία».
Η κουβέντα γυρίζει στη γνωστή σύνδεση του Νίτσε με τους ναζί. «Αυτό συνέβη διότι διαστρεβλώθηκαν οι απόψεις του», σχολιάζει ο κ. Βερτουδάκης. «Εκεί έβαλε το χέρι της η αδελφή του η Ελίζαμπετ, η οποία είχε παντρευτεί έναν ακραίο αντισημίτη ονόματι Φέρστερ. Αυτός είχε ιδρύσει στην Παραγουάη μια “αποικία Αρίων”.
Χρεοκόπησε, αυτοκτόνησε και η αδελφή του Νίτσε επέστρεψε για να φροντίσει πλέον τον αδελφό της, η ψυχική υγεία του οποίου είχε κλονιστεί. Η Ελίζαμπετ επιμελήθηκε όπως αυτή ήθελε το ανέκδοτο βιβλίο του Νίτσε, “Η θέληση ως δύναμη”, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Οταν χρόνια μετά, ο ίδιος ο Χίτλερ επισκέφθηκε το αρχείο του Νίτσε στη Βαϊμάρη και φωτογραφήθηκε με την αδελφή του, αυτό ήταν. Και όμως: ο Νίτσε είχε από νωρίς προβλέψει ότι η ενοποίηση της Γερμανίας και ο μιλιταρισμός του Μπίσμαρκ θα οδηγήσουν τη χώρα σε πνευματική πενία. Ο ίδιος απεχθανόταν τον γερμανισμό και αποποιήθηκε τη γερμανική υπηκοότητα. Μάλιστα, έλεγε “εγώ είμαι άπατρις!”».
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος