Του IGNACIO RAMONET
Ελάχιστα μέσα ενημέρωσης έχουν μιλήσει για το θέμα. Η κοινή γνώμη δεν έχει λάβει καμία προειδοποίηση. Εντούτοις, τα ανησυχητικά συμπεράσματα της «Τελικής Εκθεσης»(1), που δόθηκε στη δημοσιότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 8 Ιουλίου για τα πλήγματα που δέχτηκαν οι αρχές του ανταγωνισμού στον τομέα των φαρμακοβιομηχανιών, αξίζουν να γίνουν γνωστά στους πολίτες και να μεταδοθούν στο ευρύ κοινό.Τι λέει η έκθεση; Σε γενικές γραμμές υποστηρίζει ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σωστά στον τομέα της εμπορευματοποίησης των φαρμάκων και ότι οι μεγάλοι διεθνείς φαρμακευτικοί όμιλοι καταφεύγουν σε κάθε είδους τερτίπια για να εμποδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την άφιξη στην ευρωπαϊκή αγορά φαρμάκων πολύ πιο αποτελεσματικών από τα διαθέσιμα και κυρίως για να υποβαθμίσουν τα κατά πολύ φθηνότερα όμοια φάρμακα που δεν φέρουν συγκεκριμένη μάρκα.
Αποτέλεσμα, η καθυστέρηση του καταναλωτή στην απόκτηση πρόσβασης στα μη επώνυμα φάρμακα μεταφράζεται σε σημαντικές οικονομικές απώλειες για τους ίδιους τους ασθενείς, αλλά και για τα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης εις βάρος των κρατών (και επομένως και εις βάρος των φορολογουμένων).
Τα μη επώνυμα φάρμακα είναι ταυτόσημα, σε ό,τι αφορά τις βασικές επιδράσεις τους, τη δοσολογία τους, τη μορφή τους, την ασφάλειά τους και την αποτελεσματικότητά τους, με τα πρωτότυπα φάρμακα που παρασκευάζονται κατ' αποκλειστικότητα από τα μεγάλα μονοπώλια των φαρμακοβιομηχανιών. Η περίοδος της αποκλειστικότητας, που ξεκινά από τη στιγμή που το προϊόν τίθεται προς πώληση, υπολογίζεται στα δέκα χρόνια, αλλά η προστασία του δικαιώματος εκμετάλλευσης της πρωτότυπης μοριακής δομής διαρκεί δύο δεκαετίες. Από εκείνη τη στιγμή, άλλοι παρασκευαστές (συχνά χώρες του Νότου όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Κούβα, η Αργεντινή και η Μαλαισία) έχουν το δικαίωμα να παράγουν αντίγραφα φάρμακα, των οποίων η τιμή είναι κατά περίπου 40% μειωμένη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η πλειονότητα των κυβερνήσεων συνιστούν τη χρήση αντίγραφων φαρμάκων, επειδή, χάρη στο χαμηλό τους κόστος, ευνοούν την ίση πρόσβαση στην υγειονομική μέριμνα των πληθυσμών, οι οποίοι βρίσκονται εκτεθειμένοι σε αντιμετωπίσιμες ασθένειες(2).
Στόχος των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών είναι η καθυστέρηση, με κάθε δυνατό μέσο, της ημερομηνίας παραγραφής του δικαιώματος εκμετάλλευσης του φαρμάκου. Γι' αυτό πολλαπλασιάζουν τα δικαιώματα εκμετάλλευσης άχρηστων ουσιών που προστίθενται στην πρωτότυπη μοριακή δομή (ένα πολύμορφο, μια κρυσταλλική δομή κ.λπ.), που οδηγούν τεχνητά στην επέκταση του ελέγχου τους στο φάρμακο και απαγορεύουν την άφιξη αντίγραφων φαρμάκων στην αγορά.
Η παγκόσμια αγορά φαρμάκων αντιπροσωπεύει περίπου 700 δισ. ευρώ(3). Μια ντουζίνα γιγαντιαίων ομίλων, εκ των οποίων οι επτά βασικοί που αποκαλούνται «Big Pharma» -οι Bayer, GlaxoSmith-Kline (GSK), Merck, Novartis, Pfizer, Roche, Sanofi-Aventis- ελέγχουν το ήμισυ της αγοράς. Τα κέρδη τους είναι ανώτερα από εκείνα που πραγματοποιούν οι ισχυρές φίρμες της στρατιωτικής βιομηχανίας. Κάθε ευρώ που επενδύεται στην παρασκευή ενός φαρμάκου μάρκας αποφέρει στα μονοπώλια των φαρμακοβιομηχανιών περίπου 1.000 ευρώ...(4). Και τρεις από αυτούς τους ομίλους -GSK, Novartis, Sanofi- ετοιμάζονται να κερδίσουν επιπλέον δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια των προσεχών μηνών χάρη στις μαζικές πωλήσεις του εμβολίου ενάντια στον ιό Α (Η1Ν1) της νέας γρίπης.
Ο τεράστιος όγκος του διαθέσιμου ρευστού προσδίδει στις «Big Pharma» κολοσσιαία οικονομική δύναμη πυρός. Μια δύναμη που χρησιμοποιούν κυρίως για να καταστρέψουν, μέσω πολυδάπανων επαναλαμβανόμενων μηνύσεων, τους ταπεινούς παρασκευαστές αντίγραφων φαρμάκων. Επιπλέον, τα αμέτρητα λόμπι που χρηματοδοτούν αυτοί οι κολοσσοί πολιορκούν σε μόνιμη βάση το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών (ΟΕΒ) που εδρεύει στο Μόναχο, προκειμένου να καθυστερήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την έκδοση των αδειών για την είσοδο στην αγορά των αντίγραφων φαρμάκων. Οργανώνουν επίσης εκστρατείες διάδοσης ψευδών πληροφοριών προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους ασθενείς.
Το αποτέλεσμα των ποταπών τους χειρισμών, σύμφωνα με την πρόσφατη Εκθεση της ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι ότι οι πολίτες αναγκάστηκαν να περιμένουν δίχως λόγο, κατά μέσον όρο, επτά μήνες για να έχουν πρόσβαση σε αντίγραφα φάρμακα, γεγονός που μεταφράζεται σε μια δαπάνη γύρω στα τρία δισ. ευρώ που βάρυνε τους ασθενείς και σε αύξηση περίπου 20% στους προϋπολογισμούς των συστημάτων υγείας.
Ομως, η επίθεση των φαρμακοβιομηχανιών δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Βρίσκονται αναμεμειγμένες και στο πραξικόπημα που έγινε στις 28 Ιουνίου εναντίον του προέδρου Μανουέλ Σελάγια στην Ονδούρα, μια χώρα η οποία εισάγει όλα τα φάρμακά της από τις «Big Pharma». Ο πρόεδρος που ανατράπηκε διαπραγματευόταν -μετά την είσοδο της Ονδούρας, τον Αύγουστο του 2008, στους κόλπους της ALBA (Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Αμερικής)- μια εμπορική συμφωνία με την Αβάνα για την εισαγωγή αντίγραφων κουβανέζικων φαρμάκων, μειώνοντας, έτσι, τα λειτουργικά έξοδα των κρατικών νοσοκομείων της Ονδούρας. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της Σύνοδο Κορυφής στις 24 Ιουνίου, οι πρόεδροι της ALBA είχαν δεσμευθεί να «αναθεωρήσουν το δόγμα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας», δηλαδή το απαραβίαστο των ευρεσιτεχνιών στον τομέα των φαρμάκων.
Τα δύο αυτά σχέδια, που απειλούσαν άμεσα τα συμφέροντά τους, οδήγησαν τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες να στηρίξουν χωρίς κανένα δισταγμό την πραξικοπηματική κίνηση που ανέτρεψε τον πρόεδρο Σελάγια(5).
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος επιχειρεί να αναμορφώσει το σύστημα υγείας, που αφήνει περί τα 47 εκατομμύρια Αμερικανούς ανασφάλιστους, αντιμετωπίζει κι αυτός την μήνιν των φαρμακοβιομηχανιών.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα ποσά που διακυβεύονται είναι πέρα από κάθε λογική (οι δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούν στο 18% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ήτοι περίπου 190 δισ. ευρώ...) και παραμένουν υπό τον έλεγχο ενός ισχυρού λόμπι ιδιωτικών συμφερόντων που συγκεντρώνει, εκτός από τις «Big Pharma», τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες καθώς και όλο τον τεράστιο τομέα των ιδιωτικών κλινικών και νοσοκομείων. Κανείς από αυτούς δεν δέχεται να χάσει τα μυθικά του προνόμια. Γι' αυτό, με την υποστήριξη των πλέον συντηρητικών ΜΜΕ και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το συγκεκριμένο λόμπι δαπανά δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στις εκστρατείες παραπληροφόρησης και δυσφήμισης με σκοπό να ανατρέψουν την απαραίτητη μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας.
Είναι μια μάχη κεφαλαιώδους σημασίας. Και θα είχε δραματικές συνέπειες αν την κέρδιζαν οι μαφίες των φαρμακοβιομηχανιών. Διότι, θα υπερδιπλασίαζαν τις προσπάθειές τους για να επιτεθούν, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, στην εξάπλωση των αντίγραφων φαρμάκων και να καταστρέψουν την ελπίδα να εδραιωθούν συστήματα υγείας λιγότερο δαπανηρά και περισσότερο αλληλέγγυα.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος